Σελ. 541-640
Πίσω, εἰς τὲς Πλάκες, ἐπάνω εἰς ἕνα βράχον ριζωμένον εἰς τὴν θάλασσαν, ἐκεῖ ἦτο τὸ σπιτάκι τῆς θεια-Σκεύως τῆς Γιαλινίτσας. Ὁ βράχος ἔβλεπε πρὸς μεσημβρίαν, καὶ ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ἐπρόβαλλε τὸ πρωὶ ὁ ἥλιος, ἀνάμεσα ἀπὸ τρία νησάκια καὶ ἀπὸ μίαν ὑψηλὴν λευκὴν κορυφήν, χρυσώνων μὲ τὰς ἀκτῖνάς του ὅλα, τὸ πράσινον τῆς θαμνοσκεποῦς καὶ σχοινοφύτου ἀκτῆς, κλειούσης ἀνατολικῶς τὸν λιμένα, τὴν θάλασσαν ρυτιδουμένην καὶ φωσφορίζουσαν εἰς χιλίας μυριάδας ὑγρῶν πτυχῶν, πλήττουσαν τὰ Μυρμήγκια, ὑφάλους μόλις ἀνεχούσας ἀπὸ τὸ κῦμα, τὸ Δασκαλειό, μικρὸν φαιοπρασινίζον νησίδιον, καὶ τὸ ὀγκῶδες καὶ ἄκομψον Μπούρτσι· χρυσώνων τὰ κατάρτια καὶ τὰς κεραίας καὶ τὰ ἐξάρτια τῶν πλοίων, κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ χειμῶνος, ὅταν ὀλίγα τούτων παρεχείμαζον εἰς τὸν λιμένα. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἐβασίλευε τὸ βράδυ, σπεύδων νὰ κρυβῇ ὄπισθεν τοῦ βαθυπρασίνου βουνοῦ, τῆς Πευκόρραχης, ἀφήνων τὰ δένδρα νὰ σείωνται ἐλαφρῶς ἀπὸ τὴν αὔραν, καὶ τὰ ἀόρατα ἐκεῖνα μυρία ἔντομα νὰ τρύζωσι μελαγχολικῶς εἰς τὸ βαθὺ σκότος.
Εἰς μῆκος πεντακοσίων βημάτων πρὸς τὸ πέλαγος ἐξηπλοῦντο, προκύπτουσαι ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, οἱ Πλάκες, μακρὸς λαιμὸς ἐντὸς τῆς θαλάσσης, ἀπολήγων ἔνθεν καὶ ἔνθεν εἰς τὸν Μεγάλον Κάππαριν, εἰς τὸν Μικρὸν Κάππαριν, εἰς τὸν Μύτικα, καὶ εἰς τὸ μονῆρες καὶ πελαγωμένον Κατεργάκι, τὰ μὲν ὑψηλοὺς ὀρθίους βράχους, τὰ δὲ μάρμαρα χθαμαλά, ἁλίπληκτα, πότε λουόμενα εἰς τὸ κῦμα, πότε θερμαινόμενα εἰς τὸν ἥλιον. Τὰ μάρμαρα ἢ αἱ πλάκες αὗται ἐχρησίμευον διὰ τὰς πτωχὰς γυναῖκας νὰ λευκαίνωσι τὰ ἀκέραια* ὑφαντὰ πανιά, νὰ πλύνωσι τὰ σπάργανα, τὰ σινδόνια, καὶ τὰ ράκη των εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ τὰ ξεγλυκαίνωσιν εἶτα εἰς τὸ γλυφὸν νερόν, τὸ ρέον ἀπό τινος ρωγμῆς ἀναμέσον τοῦ κρημνοῦ, οἱ δὲ βράχοι, ἐχρησίμευον εἰς τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς νὰ «δίνουν βουτιὰ» ἢ νὰ «δίνουν παλούκια*», νὰ πηδῶσι δηλαδὴ μὲ τὴν κεφαλὴν ἢ μὲ τοὺς πόδας εἰς τὸ κῦμα, ὅταν ἐκολύμβων τὸ θέρος, τὰ μὲν ἀρχοντόπουλα ἅπαξ τῆς ἡμέρας, τὰ δὲ πτωχόπαιδα δεκάκις τῆς ἡμέρας, ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας μὲ μικρὰ διαλείμματα. Καὶ δὲν ἦτο τοῦ τυχόντος πρωτοπείρου νὰ δώσῃ «βουτιὰ» ἢ καὶ «παλούκια» ἀπὸ τὸν Μύτικα καὶ ἀπὸ τοὺς δύο Καππάρεις. Ὑπῆρχε βαθμολογία ἀκριβής, αὐστηρά, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν παραδιδομένη καὶ ἀπαρεγκλίτως τηρουμένη μεταξὺ τῶν διαφόρων ὁμάδων τῶν μαθητῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου, ὡς καὶ τῶν παιδίων τοῦ δρόμου.
Ὁ ἀρχάριος ὤφειλε κατ᾽ ἀρχὰς νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὴν Βεργούλα, μικρὸν βράχον μόλις ἀνίσχοντα τῆς θαλάσσης· ἀκολούθως, ἅμα ἔπλεε καλῶς καὶ ἠδύνατο νὰ φθάνῃ εἰς τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρεῖς ὀργυιὰς ἀπὸ τὲς Πλάκες, καὶ εὑρίσκετο εἰς νερὰ δύο ὀργυιῶν βάθους, τοῦ ἐπετρέπετο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἦτο κατά τι ὑψηλότερον τοῦ πρώτου βράχου. Κατόπιν, ἀφοῦ ἠσκεῖτο ἀρκετά, ἠδύνατο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ βουτιὰ ἤρχετο κατὰ ἕνα βαθμὸν ὀψιμωτέρα ἀπὸ τὰ παλούκια· ὅταν δηλαδὴ ὁ μαθητευόμενος ἤρχιζε νὰ πηδᾷ ὀρθὸς ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν, τότε ἤρχιζε συγχρόνως νὰ πηδᾷ κατακεφαλῆς ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, καὶ οὕτω καθεξῆς. Εἶτα, ὅταν μετέβαινεν εἰς τὸν Μύτικα, τότε ἤρχιζε νὰ «δίνῃ βουτιὰ» ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν. Καὶ τέλος ὅταν ἐπροβιβάζετο εἰς τὸν μέγαν Κάππαριν, τότε «ἔδιδε βουτιὰ» ἀπὸ τὸν Μύτικα. Ἅμα δ᾽ ἔφθανέ τις εἰς τὸν βαθμὸν νὰ δίδῃ κατ᾽ ἀρχὰς παλούκια, εἶτα βουτιὰ ἀπὸ τὸν μέγαν Κάππαριν, τότε πλέον ἐξεσκολοῦσε ἀπὸ τὲς Πλάκες, ἀπὸ τὸν Μῶλον, ἀπὸ τὸ Κοχύλι καὶ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κολπίσκους καὶ τοὺς βράχους τῆς ἀκρογιαλιᾶς, καὶ ὤφειλε τοῦ λοιποῦ νὰ ἐκτελῇ ἐπιδρομὰς εἰς τὰ καράβια, ν᾽ ἀναρριχᾶται διὰ τῶν πλευρῶν ἢ τῶν ἁλύσεων εἰς τὸ κατάστρωμα, ν᾽ ἀνέρχηται διὰ τῶν ἐξαρτίων εἰς τὰς κεραίας καὶ νὰ δίνῃ ἀπὸ τὸ μπαστούνι* κατ᾽ ἀρχάς, εἶτα ἀπὸ τὸν τρίγκον* καὶ τελευταῖον ἀπὸ τὸν παπαφίγκον*. Καὶ ταῦτα, μὲ ὅλας τὰς βραχνὰς κραυγὰς τοῦ πλοιάρχου, ἀπὸ τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, τοῦ μούτσου ἀπὸ τὴν πρύμνην καὶ τοῦ σκύλου ἀπὸ τὴν πρῷραν, οἵτινες ἔκραζον ὅλοι μὲ μίαν φωνήν: «Στὸ γιαλό, κανάγια, στὸ γιαλό!»
Ἀπὸ τὸ ἓν μέρος τῶν Πλακῶν, ἔκειτο ἡ Σπηλιά, ἐσοχὴ τοῦ βράχου πρὸς τὴν ξηρὰν ὑπεράνω τοῦ ὁποίου ἐκρέμαντο ὡς ἐναέρια τὰ σπιτάκια τῆς φτωχολογιᾶς, ἀραδιασμένα, εὔρυθμα ἐν τῇ ἀταξίᾳ, πάλλευκα ἀπὸ ἄφθονα ἀσβεστώματα· ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἐξετείνετο τὸ Κοχύλι, ἄλλος πλατὺς λαιμὸς προέχων εἰς τὸ πέλαγος, ἐπάνω τοῦ ὁποίου ἐφαίνετο μικρὸς ἀνεμόμυλος μὲ ἓν μισοφαγωμένον πανίον, μὲ δύο γερὰς πτέρυγας καὶ μὲ μίαν μισοσπασμένην, πληττομένας ραγδαίως ὑπὸ τοῦ ἀνέμου· κ᾽ ἐκεῖθεν τοῦ βράχου πρὸς δυσμὰς ἔκειντο τὰ Μνημούρια τῆς πολίχνης, ὅπου ἐκοιμῶντο τὸν χρόνιον ὕπνον ὅσοι εἶχον ζήσει ποτέ…
Ἀνάμεσα εἰς τὲς Πλάκες καὶ εἰς τὴν Σπηλιά, πρὸς ἀνατολάς, εὑρίσκετο ὁ ἀρσανὰς τῶν Μαθιναίων, παλαιὸν κτίριον, τρίπατον, παραπλήσιον μὲ τοὺς μοναστηριακοὺς ἀρσανάδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Διὰ νὰ καταβῇ τις ἀπὸ τὸν βράχον καὶ φθάσῃ εἰς τὴν ἄμμον τῆς ἀκρογιαλιᾶς, δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ τρεμουλιάσουν τὰ γόνατά του, τὸ ὁποῖον θὰ συνέβαινεν ἂν κατήρχετο διὰ τῆς κρημνώδους καὶ στενῆς ἀτραποῦ, ἀοράτου εἰς τὸ βλέμμα καὶ μόλις βατῆς εἰς τὸν πόδα. Τὰ τρία πατώματα τοῦ ἀρσανᾶ ἡνώνοντο τὸ ἓν μὲ τὸ ἄλλο ἀπὸ τρεῖς καραβίσες σκάλες. Ἡ πρώτη ἤρχιζεν ἀπὸ τὴν σκεπήν, διὰ τοῦ φεγγίτου, καὶ κατήρχετο εἰς τὸ ἄνω πάτωμα, ἡ δευτέρα ἔφθανεν εἰς τὸ μεσαῖον πάτωμα, καὶ ἡ τρίτη εἰς τὸ ἰσόγειον, τὸ γυμνὸν ἔδαφος τῆς γῆς. Εἰς τὸ ἄνω πάτωμα ἐρροκάνιζαν καὶ ἐπριόνιζαν ξύλα, εἰς τὸ δεύτερον ἐπελεκοῦσαν στραβόξυλα*, καὶ εἰς τὸ ἰσόγειον ἐσκάρωναν βάρκες.
Ἔξω τοῦ ἀρσανᾶ, ἐπὶ τῆς ἄμμου, στενῆς ὅσον διὰ νὰ σύρῃ τις ψαράδικην τράταν καὶ τὴν διπλαρώσῃ κατὰ μῆκος τοῦ βράχου, ἦσαν σκαρωμένα, πότε δύο βάρκες, πότε μικρὸν τρεχαντήρι, πότε κότερον· πᾶς ἐμποροπλοίαρχος ἀπὸ τὸ Τρίκερι καὶ ἀπὸ τὸν Κισσόν, ἀπὸ τὴν Ζαγορὰν καὶ ἀπὸ τὸν Λαῦκον, κάποτε ἀπὸ τὸ Λιτόχωρον καὶ ἀπὸ τὰ χωρία τῆς Κασσάνδρας, καταπλέων εἰς τὴν νῆσον τὸν χειμῶνα, ἔδιδε παραγγελίαν εἰς τοὺς Μαθιναίους νὰ τοῦ ναυπηγήσουν βάρκαν ἢ τσερνίκι*, μαούναν ἢ κότερον, βρατσέραν ἢ τράταν, ἄφηνε πέντε λίρας διὰ καπάρον, ἀπέπλεεν ἥσυχος, ἐπανήρχετο τὸ θέρος καὶ εὕρισκε τὴν παραγγελίαν του τελειωμένην. Ἀλλ᾽ ὁ γερο-Μαθινός, μετὰ τῶν υἱῶν του, ἔχοντες ἀπὸ γενεῶν φήμην καλῶν ναυπηγῶν, εἶχον νὰ παλαίσωσι πρὸς τὴν Νοτιάν, ἥτις ἔπιανεν ὄχι μετρίως εἰς τὴν ἀκρογιαλιὰν ἐκείνην. Μέσα τὸ ἰσόγειον τοῦ ἀρσανᾶ δὲν ἐχώρει πρὸς ναυπήγησιν μεγαλυτέρου πλοίου· ἔξω τὰ μολυβδόχροα, μονότονα καὶ μελαγχολικὰ κύματα τῆς Νοτιᾶς ἠπείλουν ν᾽ ἁρπάσωσι προώρως τὴν βρατσέραν ἢ τὸ τσερνίκι, τὴν μαούναν ἢ τὸ κότερον, τὰ ὁποῖα ὁ γερο-Μαθινὸς εἶχε σκαρωμένα ἐπὶ τῆς ἀμμουδιᾶς. Ἡ σκαρωμένη σκάφη συνέδεεν οὕτω πρόωρον γνωριμίαν μὲ τὸ κῦμα, ἐγεύετο τὸ δριμὺ τῆς ἅλμης, ἐκυματοποτίζετο κ᾽ ἐθαλασσοδέρνετο, καὶ ὁ γερο-Μαθινός, ὅστις ἤξευρε καλὰ τὴν τέχνην του, εἶχε τοὺς πάλους ἐμπηγμένους βαθιὰ κάτου εἰς τὴν γῆν, ὑπὸ τὸ ἐπίστρωμα τῆς πυκνῆς καὶ πατημένης λεπτῆς ἄμμου, καὶ ἡ Νοτιὰ μὲ ὅλην τὴν ὕπουλον μανίαν καὶ τὸ φούσκωμά της δὲν ἦτο ἱκανὴ νὰ τοῦ ἁρπάσῃ τὸ σκαρί του, τὸ ἔργον τῶν χειρῶν του, ἀπὸ τὰς ἀγκάλας του. Ὁ ἀρσανὰς ἦτο κτισμένος σύρριζα εἰς τὸν βράχον ἀπὸ τριῶν ἢ τεσσάρων γενεῶν, καὶ κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἡ λωρὶς τῆς ἄμμου θὰ ἦτο πολὺ πλατυτέρα· ἀλλ᾽ ἡ θάλασσα εἶχε φάγει ἐν τῷ μεταξὺ μέρος τοῦ βράχου, καὶ ἡ λωρὶς εἶχε καταστῆ παραπολὺ στενή.
* * *
Σύρριζα εἰς τὸν βράχον, ἀπ᾽ ἐπάνω ἀπὸ τὸν ἀρσανὰν τοῦ γερο-Μαθινοῦ, ἦτο κτισμένον καὶ τὸ σπιτάκι τῆς γριᾶς Σκεύως τῆς Γιαλινίτσας. Τὴν πρωίαν ἐκείνην ἅμα ἐξύπνησεν, ἐστάθη κ᾽ ἔκαμε τὸ σταυρόν της ἐμπρὸς εἰς τὴν Παναγίτσαν της, Παναγίτσαν ἴσην μὲ τὸ μέτωπον μικρᾶς τριετοῦς κόρης, μικρὰν Παναγίτσαν ἀσημωμένην· τῆς τὴν εἶχε φέρει ὁ μακαρίτης ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν Ρωσίαν, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὅταν οἱ ναῦται ἔκαμναν ταξίδια εἰς τὴν Ρωσίαν καὶ ἔφερναν καλούδια ἀπ᾽ ἐκεῖ· καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸ μικρὸν εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μὲ τὸ στεφάνι, τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὸ ἐπιγονάτιον ἀσημωμένα, εἰκόνισμα ἴσον κατὰ τὸ σχῆμα μὲ Τετραβάγγελον τοῦ κόρφου. Ὅταν εἶχε ξεπέσει ὁ μακαρίτης ὁ ἄνδρας της, καὶ ἀπὸ σκούναν, ὁποίαν εἶχε πρίν, ἀπέκτησε μίαν βάρκαν, διὰ νὰ ψαρεύῃ καὶ κουβαλῇ ξύλα ἀπὸ τὸ Καλαμάκι καὶ ἀπὸ τὴν Κεχρεάν, δύο ἀπωτέρους αἰγιαλοὺς τοῦ τόπου, εἶχε τὸ εἰκονισμάτιον τοῦτο πάντοτε μαζί του εἰς τὴν βάρκαν, καὶ διετήρει τὸ κανδηλάκι ἀναμμένον ἐμπρὸς εἰς τὸ εἰκόνισμα, μέσα εἰς τὸ μικρὸ καμαρίνι, πίσω, εἰς τὴν πρύμνην τῆς βάρκας. Τρεῖς βάρκες εἶχεν ἀλλάξει, εἰς ὀκτὼ χρόνια, ὁ ἀδιαφόρετος*, ὁ καπετὰν Γιαλής. Τρεῖς φορές, ὁ λιγοζώητος ―ν᾽ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του― εἶχε βουλιάξει, τὴν μίαν φορὰν εἰς τὸ πέλαγος, τὰς ἄλλας δύο ἔπεσεν ἔξω εἰς τὴν στερεάν. Τρεῖς φορὲς τὸ εἰκόνισμα, ἐνῷ ἦτον πίσω εἰς τὸ καμαρίνι, μὲ τὸ κανδηλάκι ἀναμμένο ἐμπρός, εὑρέθη, ἐνῷ αὐτὸς ἔπλεε κολυμβῶν νὰ γλυτώσῃ, εἰς τὸν κόρφον τοῦ καπετὰν Γιαλῆ, ὡς νὰ τοῦ ἔλεγε: «Σὲ σώζω ὡς Ἅγιος, σῶσέ με ὡς κειμήλιον». Καὶ τότε ὁ μακαρίτης ᾐσθάνθη ἀσυνήθη ἐλαφρότητα εἰς τὸ κολύμβημα, κ᾽ ἔπλευσεν ἐπάνω εἰς τὰ κύματα κ᾽ ἐνίκησε τὴν μανίαν των, κ᾽ ἐγλύτωσε. Κατ᾽ ἄλλην δὲ ἔκδοσιν, ἡ παράδοσις εἶχεν οὕτω: Τὰς δύο πρώτας φοράς, ὁ καπετὰν Γιαλής, πρὶν πέσῃ εἰς τὸ κῦμα, ἐσυλλογίσθη κ᾽ ἔβαλε τὸ εἰκόνισμα εἰς τὸν κόρφον του, τὸ ὁποῖον καὶ τὸν συνιστᾷ μεγάλως εἰς τὴν ἐκτίμησιν τῶν μελλουσῶν γενεῶν· τὴν τρίτην φοράν, ἐξέχασεν ὡς ἄνθρωπος, κ᾽ ἐκοίταξε νὰ σωθῇ, ἀφήσας τὸ εἰκόνισμα εἰς τὴν τύχην του· ἀλλὰ τότε τὸ εἰκόνισμα εὑρέθη μοναχόν του θαυμασίως, εἰς τὸν κόλπον τοῦ ναυαγοῦ, ὡς νὰ τοῦ ἔλεγε: «Ποῦ μὲ ἀφήνεις;»
Αὐταὶ καὶ ἄλλαι ἀναμνήσεις ἦλθαν τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὸ πνεῦμα τῆς γρια-Σκεύως, ἐνῷ ἔκαμνε τὸν σταυρόν της ἐμπρὸς εἰς τὰ εἰκονίσματα. Εἶτα ἐγύρισε πρὸς τὸ μικρὸν παραθυράκι της, τὸ βλέπον εἰς τὴν θάλασσαν κ᾽ ἔρριξε βλέμμα εἰς τὸ πέλαγος, καὶ βλέπει… διότι ἂν καὶ γραῖα εἶχεν εὐτυχῶς ἀκμαίαν τὴν ὅρασιν, ―ἀντικρύ, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο νησιὰ τὰ καλούμενα Μικρὸς Τσουγκριᾶς καὶ Μεγάλος Τσουγκριᾶ― ὤ, τί νὰ ἰδῇ; ἕνα καράβι ἀραγμένο. Τὸ πρᾶγμα τὴν ἐξέπληξεν. Ἦτο δὲ ἀσύνηθες. Συνήθεια δὲν ἦτο ν᾽ ἀράζουν εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, εἰς ἀπόστασιν δύο καὶ τριῶν μιλίων ἀπὸ τὴν πόλιν, τὰ καράβια ὅσα κατέπλεον εἰς τὸν λιμένα. Οὐδ᾽ ἦτο κἂν λιμὴν ἐκεῖ. Ἦτο σχετικῶς ὑπήνεμον τὸ μέρος, ἀλλ᾽ ἦτο ἔξω σχεδὸν τοῦ στομίου τοῦ λιμένος, καὶ ἀνάμεσα εἰς δύο ἐρημονήσια.
Δὲν ἦτο μόνον ἔκπληξις τὸ αἴσθημα τὸ ὁποῖον ἐδοκίμασεν ἡ γραῖα Σκεύω, ἀλλὰ καὶ ταραχὴ καρδίας. Τὴν νύκτα ἐκείνην ἀκριβῶς καὶ τὴν πρὸ αὐτῆς ἡμέραν, καθὼς καὶ ὅλας τὰς νύκτας καὶ τὰς ἡμέρας, ἐσυλλογίζετο τὸν υἱόν της, τὸν μοναχογυιόν της, τὸν Σταῦρόν της ― ὅστις τῆς εἶχε μείνει, αὐτὸς καὶ μία ὕπανδρος κόρη ἄκληρος, βακτηρία τοῦ γήρατός της. Εἰκοσαέτης, ἄγαμος, ἦτο λοστρόμος μ᾽ ἓν ἐντόπιον καράβι. Τὸ καράβι εἶχε καταπλεύσει ἀπὸ τὸν Ποταμὸν* καὶ εἶχε καταβῆ εἰς τὴν Πόλιν. Τὸ εἶχε μάθει πρὸ μηνὸς ὅτε ἔλαβε γράμμα. Τὸ καράβι ἦτον νὰ καταβῇ εἰς τὴν Ἄσπρη Θάλασσα, ἀλλ᾽ ὁ υἱός της δὲν ἤξευρε νὰ τῆς γράψῃ ἂν ὁ πλοίαρχος εἶχε σκοπὸν ν᾽ ἀπεράσουν ἀπὸ τὴν πατρίδα ἢ ὄχι. Ἤλπιζεν ὅμως ὅτι θ᾽ ἀπερνοῦσαν. Κατόπιν ἀφοῦ ἔλαβε τὸ γράμμα καὶ ἀπέρασαν δύο ἑβδομάδες, ἤρχισεν ἔξαφνα ν᾽ ἀκούεται χολέρα εἰς τὰ μέρη τῆς Ἀραπιᾶς καὶ εἰς τὸ Μισίρι, χολέρα καὶ εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ εἰς τὴν Σμύρνην καὶ ἀλλοῦ… Εἶπαν πὼς πῆγε ἡ χολέρα καὶ εἰς τὴν Πόλιν. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ ὅλους τοὺς χριστιανούς, καὶ δεύτερον τὸ παιδάκι της, ἐκεῖ ποὺ εἶναι, καλή του ὥρα…
Δυστυχισμένη χρονιὰ ἐκείνη… Εἰς αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐφαρμόζεται τὸ «Κάθε πέρσι καλύτερα». Ἡ φτώχεια ἦτον μεγάλη, ἡ γρίνια ἀκόμη μεγαλυτέρα. Τὸ δὲ χειρότερον ἦτον ἡ ἀσθένεια… ― Ὁ Θεὸς νὰ φυλάγῃ καὶ πάλιν ὅλον τὸν κόσμον, καὶ δεύτερον ἐμᾶς, τοὺς ἁμαρτωλούς. ― Μεγάλα δεινά, ἀφορία, πεῖνα, ἀρρώστια, ὅλα μαζί, ἠκούοντο. Καὶ ὁ φόβος τὰ ἔκαμνε μεγαλύτερα. Ἡ δὲ ἁμαρτία ἔκαμνε μεγαλύτερον τὸν φόβον. Καλὴ μετάνοια! χριστιανοί. Καλὴ φώτιση καὶ καλὰ ὑστερινά. Οὕτω ἐκήρυττε καὶ οὕτω ἐλάμβανε τὸ θάρρος νὰ συμβουλεύῃ τὰς νεωτέρας ἡ γραῖα Σκεύω. Ἀλλ᾽ ἐκεῖναι, αἱ περισσότεραι ἐξ αὐτῶν, αἱ ἀνοητότεραι, τὴν ἐπεριγέλων. Καὶ τὰ παιδία ἀκόμη, οἱ κλῆρες* αὐτοῦ τοῦ καιροῦ, ἡ νέα πλάσις, τὴν ἐμυκτήριζον, καὶ τῆς ἐφώναζαν: «Σκεύω Σαβουρόκοφα! Σκεύω Σαβουρόκοφα!»
Σαβουρόκοφα ἦτο τὸ παρωνύμιον μὲ τὸ ὁποῖον τὴν εἶχε προικίσει ἡ ἀδυσώπητος κακολογία τῆς γειτονιᾶς. ᾿Επειδὴ ἦτο κάπως κοντὴ καὶ στρογγύλη τὸ σῶμα, τὴν ἐπαρωμοίασαν μὲ τοὺς χονδροὺς κοφίνους, δι᾽ ὧν εἰσκομίζεται ἡ σαβούρα εἰς τὰ ἀμπάρια τῶν ἀρτίως ἐκφορτωθέντων πλοίων. Ἀλλ᾽ αὐτή, ὡς ἡ καρίνα φέρει τὰ στραβόξυλα εἰς τὸν ἀρσανὰν τοῦ γερο-Μαθινοῦ, ἔφερεν ἐν ὑπομονῇ τὰς ἰδιοτροπίας, τοὺς χλευασμοὺς καὶ τοὺς ὀνειδισμοὺς ὅλων. Καὶ δὲν ἀπέκαμνε νὰ νουθετῇ καὶ νὰ συμβουλεύῃ εἰς τὸ καλόν. Ἐφρόνει ὅτι ἦτο καιρὸς πλέον νὰ ἔλθῃ μετάνοια. Ἀρκετὰ δεινὰ εἶχον ἔλθει εἰς τὸν κόσμον καὶ περισσότερα ἀκόμη ἠπείλουν νὰ ἐνσκήψωσιν. Ἡ ἀρρώστια δὲν ἦτο τὸ ἐλάχιστον ἐξ αὐτῶν. Καὶ ἡ ἀρρώστια ἠπείλει ἤδη πανταχόθεν νὰ εἰσβάλῃ.
Ἡ γειτόνισσα ἡ Λενιὼ ἡ Γαρμπίνα, μία γραῖα ἥτις συνήθιζε συχνὰ νὰ βλέπῃ ὀπτασίας, εἶχεν ἰδεῖ ἐφέτος πάλιν μίαν φοβεράν, ὁλοφάνερα, μὲ τὰ μάτια της. Τρεῖς γυναῖκες μὲ τὰ μαῦρα εἶχαν παρουσιασθῆ, ἡμέρα μεσημέρι, εἰς τὸ σταυροδρόμιον, σιμὰ εἰς τὴν οἰκίαν της. Ἡ πρώτη τούτων ἦτο μαύρη, κατάμαυρη τὸ πρόσωπον, ἡ δευτέρα ἦτο κίτρινη φλωρί, ἡ τρίτη ἦτο κόκκινη κρεμίζι*. Κανεὶς δὲν τὰς ἐγνώριζεν, ἂν καὶ ὀλίγοι τὰς εἶδον, καὶ ἦτο προφανὲς ὅτι ἦτο ὀπτασία, ὅραμα ὑπερφυσικόν. Τὰς εἶχεν ἰδεῖ αὐτὴ ἡ Λενιὼ ἡ Γαρμπίνα, ἡ γειτόνισσά της, ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα καὶ μία ἑπταετὴς κορασίς, ἡ Δεσποινιώ, ἡ θυγάτηρ τῆς Πεπεροῦς. Ἦτο πρόδηλον ὅτι ἡ πρώτη τῶν τριῶν ἐξωτικῶν γυναικῶν, ἡ μαύρη, ἦτο ἡ Πανούκλα, ἡ δευτέρα, ἡ κίτρινη, ἦτο βεβαίως ἡ Χολέρα, καὶ ἡ ἄλλη, ἡ κόκκινη, ἦτο χωρὶς ἄλλο ἡ Ὀστρακιά. Εἶχαν ἔλθει εἰς τὸ χωρίον μυστηριωδῶς, ἴσως διὰ νὰ δώσουν εἴδησιν ὅτι δὲν εἶναι μακράν. Ἴσως νὰ ἦτο καὶ διὰ καλόν, ἐσχολίαζεν ἡ γραῖα Σκεύω, διὰ νὰ λάβουν εἴδησιν οἱ χριστιανοὶ καὶ σπεύσωσι νὰ μετανοήσωσιν. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ὀλυμπιάς, ἡ καλόγρια, ἡ ἐκκλησιάρχισσα τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας, ἔβλεπε διαφόρους ὀπτασίας καθ᾽ ὕπνον, κ᾽ ἐσυμβούλευεν ὅλας τὰς γυναῖκας νὰ μετανοήσωσι.
* * *
Γεμάτη ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τούτους, ἔβλεπεν ἡ γραῖα Σκεύω τὸ καράβι τὸ ἀραγμένον μακρὰν ἐκεῖ, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο νησιά, καὶ ἠπόρει ποῦ εὑρέθη ἐκεῖ. Τῆς ἐφαίνετο ὡς συνέχεια τῆς ὀπτασίας, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἰδεῖ ἡ Λενιὼ ἡ Γαρμπίνα. «Ἴσως ἀπὸ τὸ καράβι αὐτό, ἐσυλλογίσθη ὡς ἐν ὀνείρῳ ἡ γρια-Σκεύω, νὰ ξεμβαρκάρισαν οἱ τρεῖς γυναῖκες ποὺ εἶδε προχτὲς ἡ γειτόνισσα, τὸ Λενιώ». Ὕστερα, ὡς νὰ ἐξύπνησεν ἀποτόμως, εὐθὺς πάλιν ἐσυλλογίσθη ὅτι, αἱ τρεῖς ἐκεῖναι γυναῖκες, ἀφοῦ ἦσαν ἔξω ἀπ᾽ ἐδῶ, δὲν εἶχαν ἀνάγκην κανενὸς καραβιοῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖον νὰ ξεμβαρκάρουν. Καὶ ἐπειδὴ ἤκουσεν ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὸν εὔθυμον κρότον τῆς σκεπάρνης τοῦ ναυπηγοῦ, κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἐσυλλογίσθη νὰ ἐρωτήσῃ τὸν γερο-Μαθινὸν νὰ μάθῃ, καὶ κύψασα ἔξω τοῦ παραθύρου ἐφώναξε:
― Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη!
Ἀπότομος διακοπὴ τοῦ κρότου τῆς σκεπάρνης τῆς ἔδωκεν εἴδησιν ὅτι ὁ ναυπηγὸς ἤκουσε τὴν φωνήν της. Τῷ ὄντι, ὁ γερο-Μαθινός, ὅστις ἐφαίνετο ἀντικρὺ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ἀρσανᾶ, κύπτων ἐπὶ τῆς ἄμμου καὶ πελεκῶν, εἶχεν ἀνακύψει, καὶ θέσας τὴν χεῖρα περὶ τὴν ὀφρῦν, ἔβλεπεν ἄνω εἰς τὸν βράχον.
― Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη, ἐπανέλαβεν ἡ Σκεύω, ποιὸ εἶν᾽ ἐκεῖνο τὸ καράβι;
Ὁ γερο-Μαθινός, ὅστις οὐδόλως εἶχεν ἰδεῖ τὸ καράβι, ἴσως διότι δὲν ἔβλεπεν ἀρκετὰ μακράν, καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν ἐθάμβωνεν ὁ ἀνατέλλων ἥλιος, ἴσως καὶ διότι ἡ ἄκρα τοῦ λαιμοῦ τῶν Πλακῶν, λοξεύουσα ὀλίγον πρὸς τὰ νοτιανατολικά, ἔκρυπτεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του τὸ πλοῖον, ἀπήντησεν ὡς ἠχώ:
― Καράβι!
Ἡ γραῖα Σκεύω ἐπανέλαβε:
― Τὸ καράβι ποὺ εἶναι ἀντίκρυ, ἀνάμεσα στὰ δυὸ νησιά!
― Δὲ ξέρω κανένα καράβι, ἀπήντησε διὰ μορμυρισμοῦ ὁ γερο-Μαθινός.
Ἡ θεια-Σκεύω δὲν ἤκουσε τί εἶχεν εἰπῆ, κ᾽ ἐξηκολούθησε νὰ φωνάζῃ:
― Τὸ καράβι, μαστρο-Δημήτρη, ἐκεῖ ἀντίκρυ εἶν᾽ ἀραμένο. Πότε ἦρθε; Καὶ γιατί ν᾽ ἀράξῃ ἐκεῖ;
Ὁ γερο-Μαθινὸς ἐπανέλαβεν:
―Ἐδῶ δὲν ἔχει καράβια, ἔχει βάρκες.
Ἐννοῶν βεβαίως ἐκείνας τὰς ὁποίας ἐναυπήγει αὐτός.
Ἡ Σκεύω ἐνόησεν ὅτι ὁ γέρων ναυπηγὸς δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸ ὁρμοῦν ἀνοικτὰ πρὸς τὸ πέλαγος πλοῖον, ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἔκαμε τελευταίαν ἀπόπειραν.
― Δὲν εἶναι κανένα ἀπ᾽ τὰ παιδιὰ μέσα στὸν ταρσανά, νὰ ρωτήσω γιὰ τὸ καράβι;
Ἀλλ᾽ ὁ γερο-Μαθινὸς εἶχε κύψει ἐκ νέου εἰς τὸ ἔργον του, καὶ ἤρχισε νὰ πελεκᾷ τὸ στραβόξυλον.
Ἡ Σκεύω ἔμεινεν εἰς τὸ παράθυρον, ἐξακολουθοῦσα νὰ κοιτάζῃ ἀπλήστως πρὸς τὸ πέλαγος. Ἡτοιμάζετο δὲ ν᾽ ἀποσυρθῇ, καὶ ὡρίμαζε νοερῶς τὸ σχέδιόν της, τίνι τρόπῳ νὰ λάβῃ πληροφορίας. Τὴν ἰδίαν στιγμήν, εἷς τῶν υἱῶν τοῦ γερο-Μαθινοῦ, ὅστις εὑρίσκετο ἐντὸς τοῦ κτιρίου, ἐξῆλθε τοῦ ἀρσανᾶ καὶ ἀνέβλεψε πρὸς τὸν οἰκίσκον τῆς γραίας Σκεύως.
― Γιῶργο, παιδί μου, τοῦ ἐφώναξεν ἡ γραῖα, εἶδες ἐκεῖνο τὸ καράβι;
Ὁ νέος ἀνέβη εἰς ἓν ὕψωμα, ἔβαλε τὴν χεῖρά του προσκόπιον εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, κ᾽ ἐκοίταξε.
― Πρέπει νὰ ἦρθεν ἀπόψε κι ἄραξε, ἀπήντησεν· ἐψὲς τὸ βράδυ δὲν ἦτον φτασμένο.
― Καὶ γιατί ν᾽ ἀράξῃ ἐκεῖ; ἠρώτησεν ἡ Σκεύω.
― Εἶπαν πὼς θελὰ κάμουν τὸν Τσουγκριᾶ λαζαρέτο, ἀπήντησεν ὁ Γιῶργος.
― Τότε τὸ καράβι εἶναι σπόρκο*;
― Χωρὶς ἄλλο, εἶναι σπόρκο.
― Καὶ τὸ γνωρίζεις ποιὸ εἶναι;
― Δὲν εἶναι δικό μας, ἀπήντησεν ὁ Γιῶργος.
Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, κατέβη ἀπὸ τὸ ὕψωμα, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὸ ναυπηγεῖόν του.
* * *
Εἰς τὴν γραῖαν Σκεύω δὲν ἤρκεσαν αἱ πληροφορίαι αὗται, ἀλλ᾽ ἀπεφάσισεν εὐθὺς νὰ καταβῇ εἰς τὸν Κάτω Μαχαλάν, διὰ νὰ ἐρωτήσῃ καὶ μάθῃ τὰ τρέχοντα. Εἶχεν ὑποπτευθῆ κατ᾽ ἀρχὰς ὅτι τὸ πλοῖον ἐκεῖνο ἦτο αὐτὸ τὸ ἐντόπιον βρίκιον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ὡς λοστρόμος ὁ υἱός της. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἦτο πράγματι ἐκεῖνο, τὸ ὀξὺ βλέμμα τοῦ νεαροῦ ναυπηγοῦ θὰ τὸ ἀνεγνώριζε, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ γερο-Μαθινοῦ δὲν εἶχε προφανῶς κανὲν συμφέρον διὰ νὰ κρύψῃ τὴν ἀλήθειαν ἀπὸ τὴν γηραιὰν γειτόνισσάν του. Οὐχ ἧττον ἡ Σκεύω ἦτο ἀνήσυχος, καὶ κάτι τῆς ἔλεγεν ὅτι θὰ λάβῃ ταχέως εἰδήσεις.
Ἡ γραῖα ἠσχολήθη ἐπὶ δύο ὥρας εἰς οἰκιακὰ ἔργα· εἶτα ἐσηκώθη, ἐξῆλθεν, ἐκλείδωσε τὴν πόρταν της, καὶ ἐκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν κάτω συνοικίαν τῆς πόλεως. Ἀλλὰ δὲν εἶχε προχωρήσει ὀλίγα βήματα, καὶ σχεδὸν δὲν εἶχε πλέον ἀνάγκην νὰ ὑπάγῃ μακρύτερα.
* * *
Εἰς τὴν μέσην τοῦ δρόμου, διακόσια βήματα ἀπὸ τὸν μικρὸν οἰκίσκον της, ἦτο τὸ σταυροδρόμι, καὶ σιμὰ εἰς τὸ σταυροδρόμι ἦτο ὁ φοῦρνος τῆς Ζαχαροῦς. Καὶ εἰς τὸν φοῦρνον, ὅστις ἤναπτε δὶς καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας, συνηθροίζοντο ὅλαι αἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, νεοΰπανδροι, χῆραι καὶ γραῖαι, καὶ ἀνεκοίνουν πρὸς ἀλλήλας τὰ νέα τῆς ἡμέρας, καὶ ἠρώτων καὶ ἐμάνθανον καὶ διηγοῦντο, καὶ ἀβγάτιζαν* καὶ ἀπόσωναν*. Οἱ «ἀβγατίστρες» διέπρεπον εἰς τὴν τέχνην τοῦ ν᾽ ἀβγατίζωσι καὶ ἁμματίζωσι τὸ στημόνι εἰς τὸν ἀργαλειόν, ὅταν τὸ νῆμα δὲν ἔσωνε. Οἱ «ἀποσῶστρες» ἐξεῖχον εἰς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ν᾽ ἀποσώνωσι διὰ συντόνου ραπτικῆς καὶ ποικιλτικῆς τὰ προικιὰ τῆς νύμφης, ὅταν ἐπέκειτο ὁ γάμος, καὶ ὁ γαμβρός, ἀφοῦ ἔκαμε τὸν κακιωμένον ἐπὶ ἑβδομάδας, εἶχε δηλώσει ἀποτόμως ὅτι τὴν ἀπάνω Κυριακὴν ἤθελε νὰ στεφανωθῇ. Ἀμφότερα τὰ ἐπιτηδεύματα ταῦτα τὰ μετέφερον εὐκόλως εἰς τὸν φοῦρνον, ὅστις ἦτο περίπου ὅ,τι τὸ καφενεῖον διὰ τοὺς ματαιοσχόλους τῶν ἀνδρῶν, κ᾽ ἐκεῖ ἀβγάτιζαν ὅλας τὰς μικρὰς διαδόσεις, καὶ ἀπόσωναν ὅλας τὰς ἀτελεῖς διηγήσεις. Ἡ δεῖνα ἐμάλωσε μὲ τὸν ἄνδρα της. Ἡ δεῖνα πρόκειται ν᾽ ἀρραβωνιασθῇ μὲ τὸν δεῖνα, ἀλλὰ τί ἐζήλευσε κι αὐτὸς νὰ πάρῃ ἀπὸ κείνη-δὰ κλπ. Ἡ δεῖνα ἀπασσάλωτη*, δὲν ἠξεύρει νὰ βολέψῃ τὸ νοικοκυριό της. Ἀφήνει τὰ παιδιά της ἄνιφτα, κακομοιριασμένα, κλπ. Ἡ ἄλλη ἀκόμη δὲν ἐχρόνισεν ὁ ἄνδρας της, κ᾽ ἑτοιμάζεται νὰ ξαναπανδρευθῇ. Τοιαύτας ἱστορίας, καὶ ἄλλας πολὺ σκανδαλωδεστέρας ἠδύνατο ν᾽ ἀκούσῃ τις καθημερινῶς, ἂν συνέβαινε νὰ διέλθῃ ἀπὸ τὸ σταυροδρόμι.
Ἡ προπαρασκευὴ τοῦ φούρνου εἶχε πολλὰ στάδια. Μετὰ τὸ κόλλημα, ἢ τὸ διὰ κλάδων ἄναμμα, ἐπήρχετο τὸ πάνισμα, εἶτα βραδέως ἠκολούθει τὸ φούρνισμα, τὸ φράξιμον, τὸ ψήσιμον καὶ τέλος τὸ ξεφούρνισμα. Ἡ προετοιμασία τῶν ἄρτων εἶχεν, ἐκτὸς τοῦ ζυμώματος, τὸ ὁποῖον ἐνηργεῖτο κατ᾽ οἶκον, ἄλλους τόσους σταθμοὺς ἐκτελουμένους παρ᾽ αὐτὸν τὸν φοῦρνον. Ἦτο τὸ κουβάλημα ἀπὸ τὸ σπίτι, κάποτε τὸ ξεροζύμωμα, ἀκολούθως τὸ πλάσιμον καὶ κατόπιν τὸ φούρνισμα. Ἀπὸ τὸ κόλλημα ἕως τὸ πάνισμα τοῦ φούρνου καὶ ἀπὸ τὸ πλάσιμον ἕως τὸ φούρνισμα τῶν ψωμιῶν, τὰ ἐν τῷ μεταξὺ κενὰ διαστήματα διὰ τίνος ἄλλου ὑλικοῦ θὰ ἐπληροῦντο εἰμὴ διὰ τῆς κακολογίας;
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ ὁμήγυρις, καίτοι ὡς συνήθως πλήθουσα καὶ θορυβώδης, ἦτο κάπως σοβαρωτέρα. Εἶχον διαδοθῆ πρὸ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν τὰ περὶ ὀπτασιῶν θαυμάσια θρυλήματα. Εἶτα εἶχεν ἀκουσθῆ ἡ χολέρα, καὶ αἱ γυναῖκες εἶχον μάθει καὶ διηγοῦντο, μόνον ὅτι τὰ ἐχρωμάτιζον ἐπὶ τὸ μυθολογικώτερον, τὰ μέτρα τὰ ὁποῖα εἶχον διατάξει αἱ κεντρικαὶ ἀρχαί, καὶ εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐφαρμόζωσιν αἱ τοπικαί, πρὸς καταπολέμησιν τοῦ ἀπειλοῦντος φοβεροῦ δεινοῦ. Τὸ δημοτικὸν συμβούλιον ―ἡ δωδεκάδα, ὡς ἔλεγον αἱ γυναῖκες― εἶχε ψηφίσει συνδρομὴν ἐκ τοῦ δημοτικοῦ ταμείου δι᾽ ὑγιεινὰ μέτρα, καὶ εἶχε συστήσει περισσοτέραν καθαριότητα εἰς τοὺς κατοίκους. Ὁ δήμαρχος τὴν προτεραίαν εἶχε κηρύξει ἐπιχόλερον τὴν νῆσον Μεγάλον Τσουγκριᾶν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχον καταπλεύσει χθὲς δύο ἢ τρία τρεχαντήρια καὶ βρατσέραι ἐξ ἐπιχολέρων μερῶν. Τὰ πλοῖα ταῦτα ἦσαν ἀραγμένα ἐντὸς τοῦ ὅρμου τοῦ Ἁγίου Φλώρου, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἦσαν ὁρατὰ ἀπὸ τῆς πολίχνης. Σήμερον δὲ τὸ πρωί ―τὴν νύκτα, πρὸς τὰ ἐξημερώματα―, εἶχε φθάσει μέγα πλοῖον, καράβι, ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου, ὡς φαίνεται, ἔκαμνε μεγάλην φθορὰν ἡ χολέρα, καὶ εἶχεν ἀράξει δίπλα εἰς τὸν Μεγάλον Τσουγκριᾶν, πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο ἀδελφὰ νησάκια. Τὸ πλοῖον τοῦτο ἦτο πλῆρες ἐπιβατῶν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ἐκ τῶν ὁποίων πολλοὶ ἦσαν χολεριῶντες. Κατὰ τὸν διάπλουν εἶχον ἀποθάνει δύο τρεῖς, καὶ τὸ πλήρωμα ἠναγκάσθη νὰ ρίψῃ τοὺς νεκροὺς εἰς τὴν θάλασσαν. Ἀλλ᾽ εἷς τῶν τεθνεώτων, προσέθετον ἐπὶ τὸ θαυμασιώτερον αἱ γυναῖκες, τὴν στιγμὴν καθ᾽ ἣν τὸν εἶχον ρίψει εἰς τὴν θάλασσαν, ἐνῷ διεπέρα τὸ κενὸν ἐζωντάνευσε, καὶ κατηράσθη τοὺς ναύτας «ἀπὸ τὴ χολέρα νὰ μὴ γλυτώσουν». Τοῦτο δέ, διότι τοὺς κακοφαίνεται τοὺς νεκροὺς νὰ τοὺς ρίπτωσιν εἰς τὸ κῦμα. Ὁ καλὸς Χριστιανὸς πρέπει νὰ ταφῇ εἰς τὸ χῶμα, καὶ τὸ χῶμα ν᾽ ἁγιασθῇ μὲ λάδι καὶ μὲ νερόν. Ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ τοῦ εἴπῃ: «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ», καὶ νὰ θέσῃ ἐπὶ τοῦ προσκεφαλαίου κεραμίδι, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει χαράξει τὸν Σταυρὸν μὲ τὸ ΙΣ.ΧΣ. ΝΙ-ΚΑ, διὰ νὰ λυώσῃ τὸ κορμί του, καὶ τὰ κόκκαλά του νὰ περιμένουν τὴν κοινὴν ἀνάστασιν.
Τὴν στιγμὴν καθ᾽ ἣν εἶχον ἀπολύσει τὸν χολεριῶντα ἀπὸ τὰς χεῖράς των, οἱ σύντροφοι τοῦ καραβιοῦ, ἐνόησαν κάπως ὅτι ὁ νεκρὸς εἶχε ζωντανεύσει, ἀλλὰ δὲν ἦτο πλέον καιρὸς νὰ τὸν κρατήσωσι. Καθὼς ἦτον, μὲ σιδηροῦν βάρος κρεμάμενον ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ, μόλις ἤγγισε τὸ κῦμα, καὶ πάραυτα ἐπῆγεν εἰς τὸν πάτον. Ἤκουσαν τὴν ἀπαισίαν κραυγήν του, καὶ συγχρόνως ἔγινεν ἄφαντος. Ὁ ἄτυχος, εἶχεν ἀποθάνει δύο θανάτους, τὸν ἕνα ἀπὸ τὴν χολέραν, τὸν ἄλλον ἀπὸ τὴν ἄθεσμον ταφήν. Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ὅτι τώρα ὑπέκειντο καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν ἀρὰν νὰ γευθῶσι δὶς τὸν θάνατον, κινδυνεύοντες ν᾽ ἀποθάνωσι προώρως ἀπὸ τὸν φόβον, πρὶν ἀποθάνωσιν ὁριστικῶς ἀπὸ τὴν χολέραν.
Ἐξ ὅλων τούτων ἡ θεια-Σκεύω ἡ Γιαλινίτσα ἔμαθεν ἀρκετὰ ὥστε νὰ πιστεύσῃ ὅτι τὸ πλοῖον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ ἀντικρύ, ἦτο ξενικόν, ὅτι ἑπομένως δὲν ἦτο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον αὐτὴ ἐπερίμενεν, ὅτι ἡ χολέρα ἐθέριζε πράγματι εἰς τὴν Πόλιν, καὶ ὅτι ὁ υἱός της, ἂν ἦτο ὑγιής, ἦτο πολὺ πιθανὸν νὰ φθάσῃ σήμερον ἢ αὔριον μὲ τὸ καράβι τὸ ἐντόπιον, καὶ ὅτι ἐξ ἀνάγκης θὰ ἔμενεν ἐπὶ ἡμέρας εἰς τὴν καραντίναν. Οὐχ ἦττον ἐπειδὴ δὲν ἔτρεφεν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς τὰς πληροφορίας τοῦ φύλου της, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ παρακάτω, διὰ νὰ μάθῃ περισσότερα.
Ἐνῷ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀπέλθῃ, ἔξαφνα ἀκούεται ὀξεῖα καὶ διάτορος γυναικεία φωνή, θόρυβος, κλαύματα καὶ λυγμοὶ ἐρχόμενοι ἔκ τινος οἰκίας, ὀλίγον ἀπωτέρω τοῦ φούρνου κειμένης. Ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα, ἥτις εἶχε πιάσει τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ φουρναρόξυλον διὰ νὰ πανίσῃ τὸν φοῦρνον, τὸ ἀφῆκεν ἀποτόμως καὶ ἔτρεξε νὰ ἴδῃ τί συνέβαινε.
Ἡ Λενιὼ ἡ Γαρμπίνα, ἥτις ἔπλαττε τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπὶ τοῦ σανιδίου τὴν πίτταν της τὴν ἀλειψήν*, τὴν ἄφησε μισοπλασμένην κ᾽ ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸ ὑπόστεγον προαύλιον τοῦ φούρνου διὰ νὰ μάθῃ τὰ τρέχοντα. Ἡ Μαρία ἡ Πεπερού, ἡ ὁποία εἶχεν εἰσέλθει ἀρτίως φέρουσα τὰ ψωμιά της, ἀκολουθουμένη ἀπὸ τὴν ἑπταετῆ κόρην της, τὸ Δεσποινιώ, βαστάζουσαν ἐπίσης λοπάδα μὲ ψωμίον ἀνεβατόν*, ἀπέθεσεν ἀπροσέκτως τὰς πηλίνας λεκάνας εἴς τινα γωνίαν, μὲ κίνδυνον νὰ σπάσῃ τὰς λεκάνας, νὰ σκορπίσῃ εἰς τὸ χῶμα τὰ ψωμιά, καὶ τὸ παράδειγμα τοῦτο ἔσπευσε νὰ μιμηθῇ ἡ κόρη της, ρίψασα κάτω μετὰ δούπου τὴν γαβάθαν, καὶ ἀμφότεραι ἔτρεξαν ἔξω εἰς τὸν δρόμον, πρώτη ἡ μάννα, κατόπιν ἡ κόρη, ἀφήσασαι ὀπίσω τὴν Ζαχαροὺ τὴν φουρνάρισσαν, ἥτις δὲν ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν θύραν τοῦ προαυλίου, καὶ τὴν Λενιὼ τὴν Γαρμπίναν, ἥτις προυχώρησε μόνον εἴκοσι βήματα ἀπὸ τὸν φοῦρνον, καὶ ὅλαι ἔβλεπον ἀπλήστως πρὸς τὸ μέρος ὅθεν ἤρχοντο αἱ φωναί. Ἡ Βγενιὼ ἡ Ἀλαφίνα, ἥτις ἐξεροζύμωνε τὴν πίτταν της ἐπὶ τοῦ σανιδίου, τὴν ἄφησεν ἀξεροζύμωτην, κ᾽ ἔφυγε τρέχουσα, ὑψηλή, ἀμαζονοειδής, λυσίκομος, προσπεράσασα ταχέως τὴν Μαρίαν τὴν Πεπερού, ὡς καὶ τὴν Δεσποινιώ, ἥτις ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε προσπεράσει τὴν μητέρα της. Αἱ τρεῖς ἔτρεχον, προηγούμεναι τοῦ στρατεύματος τῶν γυναικῶν, αἵτινες ὅλαι ἀπεμακρύνθησαν περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ἀπὸ τὸν φοῦρνον, διὰ ν᾽ ἀνακαλύψωσι τὸ μέρος, ὅθεν ἠκούσθη ὁ θόρυβος, καὶ μάθωσι τάχιστα τί συνέβαινεν.
Ὁ Γιάννης ὁ Πούπουλας, ὅστις εἶχεν ἀνοίξει πρὸ μηνῶν εἰς τὴν γωνίαν, ἀντικρὺ τοῦ φούρνου μικρὸν καπηλεῖον μὲ εἴδη τινὰ τῆς μπακαλικῆς, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ τὸ κλείσῃ δι᾽ ἔλλειψιν πελατῶν, ἐξῆλθε τοῦ καπηλείου, μὲ τὴν ποδιάν του ἄπλυτον ἐμπρός, μὲ τὰ χέρια ὀπίσω, καὶ ἐσουλατσάριζεν ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου. Δὲν τοῦ ἔκαμνε καρδιὰ ν᾽ ἀπομακρυνθῇ περισσότερον ἀπὸ τὸ μαγαζί του, ἀλλὰ τὰ ὄμματά του καὶ τὰ ὦτά του ἦσαν πρὸς τὸ μέρος ὅθεν ἤρχοντο αἱ κραυγαί. Ἐν τῷ μεταξὺ δύο μοσχομάγκαι τοῦ δρόμου, ὁ Μιχάλης, ὁ υἱὸς τῆς Πεπεροῦς, δωδεκαετής, καὶ ὁ Ἀλέξης, ὁ κληρονόμος τῆς Βγενιῶς τῆς Ἀλαφίνας, δεκαετής, εἰσῆλθον σιγὰ-σιγά, ξυπόλυτοι, εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ ὁ μὲν Ἀλέξης ἐφύλαγε καραούλι εἰς τὴν θύραν, ὁ δὲ Μιχάλης ἔλαβε τὴν βοτίλιαν τῆς μαστίχας ἀπὸ τὸ τεζάχι, καὶ ἤρχισε νὰ πίνῃ ἡδονικῶς εἰς μεγάλας δόσεις. Εἶτα ἔδωκε τὴν βοτίλιαν εἰς τὸν Ἀλέξην, καὶ αὐτός, ἀντὶ νὰ φυλάξῃ εἰς τὴν θύραν καραούλι, μὲ τὴν ἀράδα, κατὰ τὴν συμφωνίαν, διὰ τὸ ἀσφαλέστερον, ἐτράπη εἰς φυγήν, κτυπήσας μάλιστα τοὺς πόδας θορυβωδῶς ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου. Ἀλλ᾽ ὁ θόρυβος οὗτος δέν ἤρκεσε νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν Γιάννην τὸν Πούπουλαν, καὶ δὲν θ᾽ ἀνεκάλυπτε ποτὲ τὴν κλοπήν, ἂν ὁ Ἀλέξης φοβηθεὶς ἐκ τῆς φυγῆς τοῦ Μιχάλη, καὶ ἐκ τοῦ κρότου τὸν ὁποῖον ἔκαμεν οὗτος, σαστισμένος, δὲν ἔκαμνε νέον θόρυβον, ἀποθέσας μὲ τρομώδη χεῖρα τὴν βοτίλιαν ἐπάνω εἰς τὸ τεζάχι, ὥστε ὀλίγον ἔλειψε νὰ τὴν σπάσῃ. Τότε ὁ Γιάννης ὁ Πούπουλας, ἔσπευσε νὰ συλλάβῃ τὸν Ἀλέξην, τὸν ὀλιγώτερον ἔνοχον, ὡς πολλάκις συμβαίνει, καὶ ἀφοῦ τοῦ ἐτράβηξε τὰ αὐτιά, καὶ τοῦ ἔδωκε δύο κολάφους, τὸν ἔσπρωξε βιαίως ἔξω τοῦ καπηλείου.
Εἰς τὸ ἀπέναντι τοῦ καπηλείου παράθυρον εἶχε προκύψει ὠχρὰ μορφὴ γυναικός. Ἦτο ἡ κυρα-Σωτήραινα, ἡ ἡμίπληκτος, παθοῦσα πρὸ μηνῶν ἐκ μερικῆς παραλυσίας, καὶ διατελοῦσα κλινήρης. Εἶχεν ἀκούσει καὶ αὐτὴ τὰς κραυγὰς καὶ τὸν θόρυβον, καὶ ἀνασηκωθεῖσα μετὰ κόπου ἀπὸ τὴν κλίνην της, ἐσύρθη μέχρι τοῦ παραθύρου, ἐπιθυμοῦσα νὰ μάθῃ τί συνέβαινεν. Ἀπηυθύνετο εἰς τὸν κάπηλον καὶ εἰς τὰς γυναῖκας τὰς ἐξελθούσας ἀπὸ τὸν φοῦρνον:
― Τί εἶναι; Τί τρέχει;
Ἀλλ᾽ αἱ γυναῖκες δὲν ἤξευρον καὶ αὐταὶ νὰ τὴν πληροφορήσωσι τίποτε.
― Τί εἶναι; ἐπανέλαβε πάλιν.
― Δὲν ξέρω κ᾽ ἐγώ, εἶπεν ὁ κάπηλος, ὅστις ἐσυλλογίζετο ὅτι τὰ δύο παιδία ―διότι ὁ Ἀλέκος εἶχε μαρτυρήσει τὸν Μιχάλην― θὰ τοῦ ἔπιον ὣς δεκαπέντε λεπτῶν μαστίχα.
Ἐν τούτοις ὁ θόρυβος κοπάσας πρὸς στιγμήν, ἐπανελήφθη πάλιν, καὶ ἠκούοντο λυγμοὶ καὶ θρηνώδεις κραυγαί, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων διεκρίνοντο αἱ λέξεις: Ὤχ! ἀλλοίμονο· τί νὰ γένω;
― Τί εἶναι; Τί τρέχει, δὲ μοῦ λέτε; ἐπανέλαβεν ἀνυπομονοῦσα ἀπὸ τοῦ παραθύρου ἡ ἡμίπληκτος.
Οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ τὴν πληροφορήσῃ.
― Δὲν εἶναι κανένας χριστιανὸς νὰ μοῦ πῇ τί τρέχει; ἐπανέλαβεν ἐν νευρικῇ ἐξάψει ἡ κυρα-Σωτήραινα.
* * *
Ἐν τούτοις ἡ Βγενιώ, ἡ σημαιοφόρος τῆς γυναικείας ἐξόδου, προχωρήσασα εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, ἐξ ἧς ἠκούοντο αἱ φωναί. Κατόπιν ταύτης διωλίσθησε διὰ τῆς ἡμιανοίκτου θύρας ἡ μικρὰ Δεσποινιώ, καὶ τρίτη ἀνέβη ἡ Πεπεροὺ μέχρι τοῦ οὐδοῦ τῆς θύρας.
Αἱ γυναῖκες, αἱ μείνασαι ὀπίσω, ὄχι μακρὰν τοῦ φούρνου, ἐπερίμεναν ἀνυπομόνως πότε νὰ ἐξέλθῃ ἡ Βγενιώ, διὰ νὰ μάθωσιν. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἡ Βγενιὼ ἀργοπόρησεν ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ὁ παροξυσμὸς τῆς περιεργείας των ἐξήφθη εἰς τὸ ἔπακρον.
Μία τούτων ἔκραζε τὴν Πεπερού, ἡ ἐσθὴς τῆς ὁποίας ἐφαίνετο ἔξω τῆς θύρας τῆς οἰκίας ἐνῷ ἡ κεφαλή της εἶχε κύψει ἐντὸς διὰ τοῦ ἀνοίγματος. Ἀλλ᾽ ἡ Πεπερού, ὅλη προσέχουσα, φαίνεται, εἰς τὰ ἔσω τῆς οἰκίας συμβαίνοντα, δὲν εἶχεν ὦτα διὰ τὰς ὄπισθέν της ριπτομένας ἐρωτήσεις.
Ἄλλη τῶν γυναικῶν ἔτρεξε καὶ ἀνῆλθε τετάρτη εἰς τὴν οἰκίαν, ἥτις ἦτο ὁρατὴ ἀπὸ τὸ πλάγι τοῦ προαυλίου τοῦ φούρνου, τετρακόσια περίπου βήματα ἀπέχουσα. Ἀλλ᾽ ἡ Πεπερού, ζῶν φραγμὸς ἐγειρόμενος εἰς τὸ ἄνοιγμα τῆς θύρας, δὲν ἐπέτρεπεν αὐτῇ νὰ προχωρήσῃ.
― Τί εἶναι; ἠρώτα ἡ γυνή.
Ἡ Πεπεροὺ ἔκαμεν αὐτῇ νεῦμα: «Σιώπα».
Ἡ γυνὴ ἔλαβεν ὑπομονὴν κ᾽ ἐπερίμεινεν ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτά. Αἱ κραυγαὶ εἶχον παύσει ἐν τῷ μεταξύ. Χαμηλαὶ φωναὶ καὶ ψιθυρισμοὶ ἠκούοντο. Ἡ Βγενιὼ ἐνουθέτει, ὡς φαίνεται, τοὺς ἐνοίκους τῆς οἰκίας.
Ἐν τῷ μεταξὺ πέμπτη γυνὴ εἶχε φθάσει κάτω τῆς κλίμακος. Αὕτη ἦτο ἡ γραῖα Σκεύω, ἡ γνώριμός μας, ἥτις ἂν καὶ δὲν ἐκυριεύετο τόσον ἀπὸ τὸ δαιμόνιον τῆς πολυπραγμοσύνης, ὅσον αἱ νεώτεραι ἐκ τοῦ φύλου της, ἐσκέφθη ἴσως ὅτι εἰς τὴν οἰκίαν ἐκείνην θὰ εἶχον ἀνάγκην παρηγορίας καὶ συμβουλῆς, καὶ ἔτρεξε μὲ τὰ γηρατεῖα της νὰ φθάσῃ.
Ἡ τετάρτη γυνή, ἡ ἀναβᾶσα κατόπιν τῆς Μαρίας τῆς Πεπεροῦς, ἔμεινεν ὑπομονητική, ἐλπίζουσα ὅτι ἐκείνη θ᾽ ἀπεφάσιζε τέλος, ἀφοῦ θὰ ἀπέκαμνεν ἀκροαζομένη, νὰ λύσῃ τὴν σιωπὴν ὅπως πληροφορήσῃ καὶ αὐτὴν τὰ τρέχοντα. Ἀλλ᾽ αἴφνης ἡ Πεπερού, ἔσπρωξε μὲ τὸν ἀγκῶνα τὴν ὄπισθέν της ἱσταμένην, καὶ κατέβη μὲ ὁρμὴν τὴν κλίμακα, κινδυνεύσασα ν᾽ ἀνατρέψῃ εἰς τὸν δρόμον της καὶ τὴν γραῖαν Σκεύω, ἥτις ἐπάτει τὸν ἕνα πόδα εἰς τὸ κάτω σκαλοπάτιον.
Ἡ Σκεύω παρεμέρισεν ἔμφοβος, καὶ ἡ ἄλλη γυνὴ κατέβη τρέχουσα κατόπιν τῆς Πεπεροῦς. Ἀμφότεραι εἶχον ὑποπτεύσει ὅτι ἀπειλητικός τις κίνδυνος εἶχεν ἀποδιώξει τὴν Πεπεροὺ ἀπὸ τὴν θύραν τῆς οἰκίας.
Ἀλλ᾽ οὐδὲν τοιοῦτον ὑπῆρχεν. Ἡ Πεπερού, φειδομένη τῶν λόγων της ὅπως διηγηθῇ τὸ πρᾶγμα εἰς μίαν τῶν γυναικῶν, ἔτρεχεν ἁπλῶς διὰ νὰ διηγηθῇ τὴν ἱστορίαν εἰς ὅλας συνάμα.
Δὲν ἦτο τίποτε σοβαρὸν τὸ πρᾶγμα, ἂν καὶ ἐφαίνετο κάπως ἔκτακτον. Ἡ Γαρουφαλιά, ἡ σύζυγος τοῦ Γιάννη τοῦ Μπρίκου, πορθμέως ἁλιεύοντος μὲ τὴν βαρκούλα του εἰς τὰ πέριξ τοῦ λιμένος, ἔκλαιε καὶ δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθῇ. Τῆς εἶχαν εἰπεῖ ὅτι ὁ ἄνδρας της, ὅστις ἔλειπεν ἀπὸ δύο ἡμερῶν μὲ τὴν βάρκαν, εἶχε «σπορκαρισθῆ»*.
Ὁ δήμαρχος εἶχε κηρύξει χθὲς ἐπιχόλερον τὴν νῆσον Τσουγκριᾶν. Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὅστις ἔλειπεν ἀπὸ προχθές, δὲν τὸ ἤξευρε, καὶ εἶχε προσεγγίσει εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, εἶχεν ἀποβιβασθῆ μάλιστα ἐπάνω εἰς τὴν μικρὰν νῆσον.
Ἰδὼν τὰ τρεχαντήρια, τὰ ὁποῖα εἶχον φθάσει τὴν προτεραίαν, καὶ μὴ γνωρίζων ὅτι ἦσαν ὑπὸ κάθαρσιν, ἢ ἴσως ἐλπίζων νὰ διαλάθῃ, ἐπλησίασε διὰ νὰ τοὺς πωλήσῃ ἀκριβὰ τοὺς ὀρφούς, τὰς συναγρίδας καὶ τοὺς ἀστακούς, ὅσους εἶχε ψαρεύσει. Ἄλλοι ὅμως τὸν εἶδαν, καὶ τὸν κατήγγειλαν εἰς τὸν ὑγειονόμον, καὶ ὁ ὑγειονόμος τὸν ἔβαλε καραντίνα ἄλλας τόσας ἡμέρας, ὅσας θὰ ἐτέλουν καὶ τὰ πλοῖα, τὰ ὁποῖα εἶχον φθάσει ἐξ ἐπιχολέρων μερῶν. Καὶ διὰ τοῦτο ἡ Γαρουφαλιά, ἡ γυναίκα του, ἔκλαιε καὶ παρηγορίαν δὲν εἶχε. Καὶ τὸ πρᾶγμα ἔκαμε τὰς γυναίκας νὰ καγχάσωσιν.
Ἡ Βγενιὼ ἡ Ἀλαφίνα ἔφθασεν ἀκολουθουμένη ὑπὸ τῆς Δεσποινιῶς, ἥτις ἐπροσπάθει νὰ φθάσῃ διὰ πηδημάτων τὰ μεγάλα βήματα τῆς εὐσώμου ἀμαζόνος. Ἡ Βγενιὼ ἐπεκύρωσε μὲ ὀλίγας λέξεις τὰ λεχθέντα ὑπὸ τῆς Πεπεροῦς προσθεῖσα ὅτι ἡ γρια-Σκεύω ἡ Σαβουρόκοφα ἀνέβη ἀρτίως εἰς τῆς Γαρουφαλιᾶς καὶ ἤρχισε νὰ τὴν παρηγορῇ, λέγουσα ὅτι καὶ ὁ υἱὸς αὐτῆς περιμένεται νὰ φθάσῃ καὶ θὰ μείνῃ ἐπὶ ἡμέρας εἰς τὴν καραντίνα, καὶ ὅτι θὰ εἶναι μαζὶ εἰς τὴν καραντίνα ὁ Γιάννης, ὁ ἄνδρας τῆς Γαρουφαλιᾶς, καὶ ὁ Σταῦρος ὁ υἱὸς αὐτῆς, τῆς Σαβουρόκοφας!
Νέοι καγχασμοὶ τῶν γυναικῶν ὑπεδέχθησαν τὴν διήγησιν τῆς Βγενιῶς. Ἀκολούθως ἡ Ζαχαροὺ ἐπανῆλθεν εἰς τὴν πάνην* της, διότι ἦτο φόβος νὰ ξυνίσουν τὰ ψωμιά, καὶ ἤρχισε νὰ πανίζῃ τὸν φοῦρνον.
Κάτω εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, παρὰ τὸν αἰγιαλόν, εὑρίσκετο ἡ οἰκία τῆς γραίας Γερακίνας, χήρας καὶ χαροκαμένης. Ἦτο οἰκία καὶ ἦτο μαγαζεῖον. Κτίριον μακρόν, στενόν, ἰσόγειον, μὲ πόρταν ἀπ᾽ ἐπάνω πρὸς τὸν παράλληλον τῆς ἀγορᾶς λιθόστρωτον δρόμον, πόρταν ἀπὸ κάτω πρὸς τὴν παραθαλάσσιον λωρίδα, τὴν χρησιμεύουσαν ὡς κέντρον τῆς πολίχνης καὶ ὡς ἀγοράν. Ἡ πόρτα εἶχε κιοπένι*, κατὰ τὸν παλαιὸν τρόπον, μὲ τὸ ἓν θυρόφυλλον κομμένον εἰς δύο μέρη. Τὸ ἄνω θυρόφυλλον ἔκλειε διὰ μανδάλου πρὸς τὸ ἀνώφλιον, τὸ κάτω θυρόφυλλον ἔκλειε διὰ σύρτου προσαρμοζομένου ἐκ τοῦ ἄλλου θυροφύλλου, τοῦ ἀκεραίου, καὶ παντοτινῶς κλειστοῦ μὲ τοὺς σκωριασμένους στροφεῖς του. Δίπλα εἰς τὴν πόρταν ἦτο μικρὸν στενὸν παράθυρον, καὶ δίπλα εἰς τὸ παράθυρον ἀνήρχετο τὸ κλῆμα πρὸς τὴν ὀροφήν, σχηματίζον μεγάλην κρεβατιὰν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐκρέμαντο τὸ φθινόπωρον μαῦρα ἀετονύχια, μεγάλα ὄψιμα σταφύλια, ὡριμάζοντα τὸν Ὀκτώβριον, ὁσάκις οἱ νυκτερινοὶ διαβάται καὶ οἱ μοσχομάγκαι τοῦ δρόμου τοὺς ἔδιδον καιρὸν νὰ ὡριμάσωσιν.
Εἶτα ὁ ἥλιος ἐκιτρίνιζε βαθμηδὸν τὰ φυλλώματα τῆς κληματαριᾶς, ἡ ὑγρασία τὰ ἐσάπιζε καὶ ὁ ἄνεμος τὰ ἀπέσπα ἀπὸ τὸ κλῆμα, καὶ τὰ ἔστρωνεν ἐπὶ τῆς γῆς, ἢ τὰ ἐσκόρπιζεν εἰς τὴν ἄμμον πρὸς τὴν θάλασσαν. Εἶτα οἱ κλάδοι ἔμενον ἔρημοι, ἡπλωμένοι μαῦροι ἐπὶ τῶν βεργῶν καὶ καλάμων τῆς κρεβατιᾶς, καὶ ὁ χειμὼν τοὺς ἐστόλιζε μὲ ἁγνὰ κοσμήματα τῆς ἀσπίλου χιόνος, καὶ ὁ ξηρὸς βορρᾶς ἐσκλήρυνε καὶ ἐστίλβωνε τὴν χιόνα εἰς δακτυλοειδεῖς κρυστάλλους, κρεμαμένους κάτω, ὡς δῶρα οὐρανίας δρόσου συμπυκνωμένης, δεικνύοντας τὴν γῆν, ἀπὸ τὴν πιότητα τῆς ὁποίας θὰ προέλθῃ εὐφορία καὶ βλάστησις καὶ πᾶσα ἀγαθωσύνη.
Ἔξω εἰς τὴν ὑπήνεμον μεσημβρινὴν ἀγοράν, καθ᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα, εἰς τὰ καφενεῖα καὶ τὰ καπηλεῖα, καθ᾽ ὅλον τὸ θέρος, ὑπὸ αὐτοσχεδίους τέντας ἔμπροσθεν τῶν μαγαζείων, οἱ ἄνδρες καθήμενοι ἐχαρτοπαίκτουν ἢ συνεζήτουν, ἢ ἐκακολόγουν συνήθως μὲν τὸν ἑκάστοτε δήμαρχον, κατὰ προτίμησιν δὲ τοὺς διδασκάλους καὶ τοὺς ἱερεῖς. Μέσα εἰς τὸ ἰσόγειον, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς γῆς, ἡ θεια-Γερακίνα ὕφαινεν εἰς τὸν ἀργαλειόν της, ἢ ἔνεθε μὲ τὴν ρόκαν της.
Κάτω εἰς τὴν ἀκρογιαλιὰν τὰ κύματα ἔπληττον τοὺς βράχους, καὶ προσέπαιζον ἐπὶ τῆς ἄμμου, ἐρχόμενα, φεύγοντα, ροφώμενα, ἀέναα καὶ ἀκούραστα. Ἐπάνω εἰς τὸ ἰσόγειον πτωχικὸν οἴκημα, ἠρεμία καὶ εὐάρεστος θερμότης ἐβασίλευεν εἰς τὸ πρόσωπον τῆς σεβασμίας οἰκοδεσποίνης μὲ τὴν ἀργυρᾶν κόμην, καὶ μὲ τὴν μαύρην μανδήλαν τὴν καλύπτουσαν τὴν κεφαλήν, τὸν τράχηλον καὶ τοὺς ὤμους της, καὶ εἰς τὰ πρόσωπα τῶν συγγενῶν της γυναικῶν, ὅσαι διεσκορπισμέναι εἰς τὰ ἄκρα τῆς πολίχνης, ἤρχοντο καθημερινῶς νὰ τὴν ἐπισκέπτωνται, ἐκτοπισμένην πλησίον τῆς ἀγορᾶς, ἐν μέσῳ τῶν μαγαζείων καὶ τῶν δημοσίων γραφείων.
Ἐμπρὸς εἰς τὴν πρόσοψιν τῆς οἰκίας, δίπλα εἰς τὴν κληματαριάν, ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ἦτο τὸ ὑποτελωνεῖον, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὸ ὑγειονομεῖον. Ὀπίσω, πρὸς τὸν ἐπάνω δρόμον, ἀπὸ τὴν ἄλλην πόρταν, ἤρχετο ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν μὲ τὴν φαιδρὰν λαλιάν των, περιβομβῶν ὡς κυψέλην τὴν οἰκίαν τῆς γριᾶς Γερακίνας, τὴν ἰσόγειον, τὴν μακρὰν καὶ στενήν, τὴν μὲ δύο εἰσόδους καὶ ἐξόδους.
Ὅσον σεβασμία γυνὴ καὶ ἂν ἦτο ἡ γραῖα Γερακίνα, ἐκ τῆς διαρκοῦς προσεγγίσεως πρὸς τὰ ἀρχεῖα καὶ πρὸς τὰ μαγαζεῖα, μετέλαβεν ὀλίγον τοῦ ἀνδρικοῦ ἤθους, ἦτο γνωστὴ εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἀγορᾶς, εἰς τοὺς ὑγειονομοφύλακας καὶ εἰς τοὺς τελωνοφύλακας, καὶ ἦτο ἡ μόνη γυνὴ ἥτις ἠδύνατο νὰ ἐμφανίζηται ἀτιμωρητὶ ἐν μέσῳ τῆς διατριβῆς τῶν ἀνδρῶν, διασχίζουσα κατὰ πλάτος τὴν ἀγοράν, καὶ κατερχομένη εἰς τὴν ἄμμον τοῦ αἰγιαλοῦ διὰ πρόχειρον πλύσιμον ἢ ἄλλην οἰκιακὴν ὑπηρεσίαν. Καὶ εἰς τὴν οἰκίαν της ἤρχοντο ὅλαι αἱ συγγενεῖς της καὶ αἱ μὴ συγγενεῖς της αἱ θέλουσαι νὰ πληροφορηθῶσί τι ἀποβλέπον αὐτὰς ἢ τὸ δημόσιον, ἐνδιαφέρον ἢ ἁπλῶς περίεργον, ἢ νὰ μάθωσι περὶ τῶν ἀπόντων συζύγων καὶ τῶν υἱῶν των, ὅσοι δὲν ἐνθυμοῦντο συχνὰ νὰ στείλωσι γράμματα. Καὶ ἡ Σκεύω, ἥτις ἦτο καὶ αὐτὴ μακρινὴ συγγενὴς τῆς θεια-Γερακίνας ―διότι οἱ γενιές* της δὲν εἶχαν μετρημό, τόσον πολλαὶ ἦσαν― ἀφοῦ παρηγόρησε τὴν Γαρουφαλιάν, τὴν ἀνήσυχον διὰ τὴν τύχην τοῦ ἀνδρός της, τοῦ τεθέντος ἀπροσδοκήτως ὑπὸ κάθαρσιν, διέτρεξε τὸ μῆκος τῆς πολίχνης, καὶ ἀπὸ λιθόστρωτον εἰς λιθόστρωτον, ἀπὸ κατήφορον εἰς κατήφορον, ἀπὸ στενούραν εἰς στενούραν, ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Γερακίνας.
* * *
Κάτω εἰς τὴν ἀγοράν, μεγάλη καὶ ἔκτακτος κίνησις ἐπεκράτει ἀπὸ πρωίας τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Παρὰ τὴν ἀποβάθραν τοῦ τελωνείου, πολλὰ πλοιάρια δεμένα, μ᾽ ἕνα ναύτην ἐπ᾽ αὐτῶν, μὲ τὰ πηδάλια εἰς τὴν θέσιν των, ἐφαίνοντο ἕτοιμα πρὸς ἀπόπλουν. Ἐπὶ τῆς ἀποβάθρας ἐφαίνοντο σωροὶ ξυλικῆς, δοκῶν καὶ σανίδων, αἱ ὁποῖαι δὲν μετεκινήθησαν ἀπὸ τῆς πρωίας ἐκεῖθεν, ὡς θὰ συνέβαινεν ἂν ἦσαν προωρισμέναι πρὸς μεταφορὰν ἐντὸς τῆς πόλεως, ἀλλ᾽ εἶχον ὄψιν τινὰ ὡς νὰ ἦσαν διὰ μβαρκάρισμα, καὶ τοῦτο, ἐνῷ δὲν εἶχον κουβαληθῆ ἀπὸ τὴν ξηράν, ἡ δὲ νῆσος καίτοι δασώδης, δὲν παρῆγε βεβαίως οἰκοδομήσιμον ξυλείαν.
Τέσσαρες ἢ πέντε ἡλιοκαεῖς ἄνδρες ἐκάθηντο εἰς τὸ κεφαλόσκαλον, ἀπέναντι τῶν ἀρχείων, περιμένοντες πότε νὰ εὐαρεστηθῇ νὰ ἔλθῃ ὁ ὑγειονόμος καὶ ὁ ὑποτελώνης. Ἦσαν στιβαροί, λάσιοι, μὲ γυμνὰ τὰ στήθη, μὲ μαύρας τὰς κνήμας καὶ ἀνασηκωμένα πανταλόνια. Ἦσαν πορθμεῖς. Συνωμίλουν ζωηρῶς, περισσότερον μὲ τὰς χειρονομίας παρὰ μὲ τὰς λέξεις, ρίπτοντες διαφόρους ὑπαινιγμούς, καὶ δὲν ἐφαίνοντο τρέφοντες μεγάλην πρὸς ἀλλήλους ἐμπιστοσύνην.
Δύο ἢ τρεῖς ἄλλοι, βραχύσωμοι κυρτοί, μὲ ὀγκώδη κορμόν, δὲν ἔπαυον νὰ φέρωσι γῦρον περὶ τοὺς σωροὺς τῆς ξυλείας. Ἀπέναντί των καθήμενος ἄλλος ὁμότεχνός των, τοὺς ἔρριπτε σκώμματα, καὶ ἐμειδία πονηρῶς, ἐξηπλωμένος ἐπί τινος μπαγκέτας, ἔξωθεν τοῦ καφενείου.
Μέσα εἰς τὸ καφενεῖον, κατὰ ὁμάδας ἀνὰ δύο ἢ τρεῖς καθήμενοι περὶ τὰς τραπέζας, οἱ πελάται συνωμίλουν ἡσύχως. Ἔκυπτον πρὸς τὰ ὦτα ἀλλήλων, καὶ δὲν ἐνεπιστεύοντο εἰς τοὺς παραπλεύρως καθημένους. Ὁ καφετζής, γηραιὸς πρῴην ναυτικός, μὲ τὴν ποδιὰν λευκήν, καθαράν, μὲ τὸ βρακίον κοντὸν ἐπὶ τοῦ γόνατος, εἰς μάτην περιήρχετο ἀπὸ ὁμίλου εἰς ὅμιλον. Δὲν ἠδύνατο νὰ κλέψῃ λέξιν.
― Τὸ ἐλάχιστο νὰ πίνανε καὶ καφέδες, ἔλεγε, θὰ βρισκόμουνα σὲ δουλειά· μὰ αὐτοὶ τίποτε δὲν πίνουνε, κρυφὰ μιλοῦνε, κ᾽ ἐμένα τίποτε δὲ μοῦ λένε.
Δίπλα εἰς τὸ καφενεῖον, εἰς τὸ ὑποδηματοποιεῖον τοῦ Γερασίμου Δ. Γερασίμου, ἐκεῖ ἦτο ἡ μεγάλη συζήτησις. Τὸ μικρὸν ἐκεῖνο μαγαζεῖον ὑπῆρξεν ἀπὸ εἰκοσαετίας τὸ κυριώτερον πολιτικὸν κέντρον τοῦ τόπου, τὸ κέντρον τῆς βαρύτητος. Πᾶς ὑποψήφιος δήμαρχος, καθῆκόν του ἐνόμιζε νὰ ἐγκολπωθῇ τὸν Γεράσιμον Δ. Γερασίμου. Θέσις δημοτικοῦ συμβούλου ―καὶ ἰδιαιτέρου συμβούλου― ἦτο τὸ μικρότερον ἀξίωμα τὸ ὁποῖον ἠδύνατο νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ. Ὁ Γεράσιμος ἐδέχετο τὸ δῶρον, ὑπεστήριζε τὸν νέον ὑποψήφιον, περιμένων ἐν τῷ μεταξὺ νὰ ἔλθῃ κατάλληλος εὐκαιρία διὰ νὰ τὸν ὑποσκελίσῃ εἰς τὰς μελλούσας ἐκλογάς, εἶτα εὐθὺς μετὰ τὴν ἐγκαθίδρυσίν του, τὸν ἐγκατέλειπεν, ἔχριε νέον ὑποψήφιον, καθίστα τὸ μαγαζεῖόν του τὸ κέντρον τῆς ἀντιπολιτεύσεως καὶ τῆς ραδιουργίας κατὰ τοῦ νέου δημάρχου, καὶ ὁ νέος ὑποψήφιος τὸν ἐνεκολποῦτο πάλιν μετὰ διπλασίας ἀπὸ τὸν παλαιὸν θερμότητος. Ἐν τῷ μεταξύ, ἐμπορικῶς δὲν ἐξήρχετο ζημιωμένος ἀπὸ τὰς ἐπιχειρήσεις ταύτας, καὶ ἀπὸ τοῦ ὑποδηματοποιείου, διὰ βαθμιαίων ἐξελίξεων καὶ μεταμορφώσεων, τὸ ἐργαστήριόν του μετεβλήθη εἰς καπηλεῖον, εἶτα εἰς ἐμπορικόν, τελευταῖον εἰς λέσχην.
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Γεράσιμος Δ. Γερασίμου εἶχε σπουδαίαν συζήτησιν πρὸς τὸν Ἀνθέμιον Δουκαΐδην, πρώην ἐμπορορράπτην, καὶ νῦν δικολάβον. Ἀμφότεροι ἦσαν ἀπύλωτα στόματα. Ἠδύναντο νὰ φωνάζωσι συγχρόνως καὶ οἱ δύο ἐπὶ ὥρας, χωρὶς ν᾽ ἀπαντῶσιν εἰς τὰ ἐπιχειρήματα ἀλλήλων, ἀκολουθοῦντες μόνον τὴν σειρὰν τῶν ἰδίων συλλογισμῶν των. Ἦτο μονόλογος ἐν διπλῷ μᾶλλον ἢ διάλογος. Ἀπετείνοντο μετὰ χειρονομιῶν καὶ ἐπαφῶν τῶν βραχιόνων καὶ τῶν ὤμων, πρὸς τοὺς ἀκροατὰς μᾶλλον ἢ πρὸς ἀλλήλους. Καὶ οἱ ἀκροαταὶ δυσκόλως ἠδύναντο νὰ ἐννοήσωσι, διότι δὲν ἤξευρον ἀπ᾽ ἀρχῆς τίποτε. Ἐπρόκειτο περὶ ἐργολαβίας, περὶ ξυλείας, περὶ κατασκευῆς παραπηγμάτων, καὶ περὶ καθάρσεως διὰ τοὺς ἐπιβάτας τῶν καταπλεόντων πλοίων. Τόσον μόνον ἐνόησαν ἀμυδρῶς. Ἑκάτερος εἶχε τὸν ὑποψήφιόν του ξυλέμπορον καὶ τὸν ὑποψήφιόν του ἀρχιτέκτονα. Καὶ ἑκάτερος τὸν ὑπεστήριζε διὰ φωνῶν μέχρι διαρρήξεως τοῦ λάρυγγός του, μέχρι διασπαραγμοῦ τῶν ὤτων τῶν ἀκροατῶν.
* * *
Τέλος εὐηρεστήθη νὰ φθάσῃ ὁ κὺρ ὑγειονόμος. Κατόπιν του ἔφθασεν ὁ κὺρ δήμαρχος, ὁ κὺρ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Οἱ θεαταὶ εἶδον τότε καὶ ἐνόησαν ὅτι ἐπρόκειτο περὶ μειοδοτικῆς δημοπρασίας. Ἀλλὰ μόλις ἐπρόφθασαν νὰ τὸ ἐννοήσωσι, καὶ ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ κήρυκος «Κατεκυρώθη» κτλ. Ἐφαίνετο ὅτι ἦσαν «κατακυρωμένα» ἐκ τῶν προτέρων, καὶ ὅτι ὅλα ἐγίνοντο ἁπλῶς διὰ τὸν τύπον. Οἱ ἁρμόδιοι ὑπέγραψαν τὸ πρωτόκολλον, ὁ εἰρηνοδίκης, ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς, ἐνέκρινεν ὁριστικῶς τὸ ἀποτέλεσμα ἐπὶ τόπου, διὰ τὸ κατεπεῖγον, οἱ τέσσαρες ἡλιοκαεῖς καὶ γυμνόστερνοι λεμβοῦχοι ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὸ κεφαλόσκαλον κ᾽ ἔτρεξαν εἰς τὴν ξυλικήν, οἱ τρεῖς κυρτοὶ βραχύσωμοι, ἀπογοητευθέντες ἔπαυσαν νὰ φέρωσι γύρους κ᾽ ἐζήτουν εἰς μάτην νὰ βοηθήσωσιν εἰς τὴν ἐπιβίβασιν τῶν δοκῶν καὶ σανίδων. Οἱ λεμβοῦχοι τοὺς ἀπώθησαν, λέγοντες ὅτι δὲν εἶχον ἀνάγκην τῶν ἐκδουλεύσεών των, καὶ ὁ ἀντικρὺ ἐξηπλωμένος μεγαλόσωμος γεννάδας, ὁ ἀρχηγὸς τῆς συντεχνίας, τοὺς ἔστειλε τελευταῖον σκῶμμα, λέγων: «Δὲ σᾶς τό ᾽λεγα ἐγώ;»
Οὗτοι ἦσαν ἀχθοφόροι, οἵτινες ἐπέμενον νὰ πιστεύωσιν ὅτι ἡ ξυλεία, ἀφοῦ εἶχεν ἐκφορτωθῆ ἐπὶ τῆς ἀποβάθρας, ἦτο προωρισμένη νὰ μεταφερθῇ ἐντὸς τῆς πολίχνης. Ἀλλ᾽ ὁ ἀρχηγὸς τῆς συντεχνίας, ὅστις ἦτο πολὺ σοφώτερος, τοὺς εἶχε προειπεῖ ὅτι μάτην ἐπερίμεναν, καὶ ὅτι ἡ ξυλεία, καθὼς ἠξεύρει αὐτός (καὶ τοῦτο τὸ ἔλεγε μυστηριωδῶς) θὰ μεταφερθῇ ὀπίσω πάλιν διὰ θαλάσσης.
Ἐκ δευτέρου ἤχησε τὸ σφυρίον τοῦ κήρυκος, καὶ ἠκούσθη πάλιν τὸ «Κατεκυρώθη». Αὕτη ἦτο δευτέρα δημοπρασία. Τὴν πρώτην φορὰν ἐπρόκειτο περὶ προμηθείας ξυλείας, καὶ ἐκ δύο ἐμποροπλοιάρχων, οἵτινες εἶχον φέρει ξυλικὴν μὲ τὰ πλοῖά των, ἐπροτιμήθη ὡς ἔχων «τὰς καλυτέρας συστάσεις» ὁ εἷς. Τὴν δευτέραν φορὰν ἐπρόκειτο περὶ ἐργολαβίας πρὸς κατασκευὴν παραπηγμάτων, καὶ μεταξὺ τριῶν ἢ τεσσάρων ἀνταγωνιστῶν, ἐπροτιμήθη πάλιν εἷς, ὡς «παρέχων ὅλας τὰς εὐκολίας». Εἰς τὴν μίαν περίπτωσιν, καὶ ἂν ὁ δεύτερος ἐπρόσφερεν εὐθηνότερον τὸ πρᾶγμα, δὲν θὰ ἦτο δεκτός, διότι εἶναι «κατεπεῖγον» καὶ διότι «κατεκυρώθη». Εἰς τὴν ἄλλην περίπτωσιν ἦτο γνωστὸν ὅτι οὐδεὶς ἀρχιτέκτων θὰ κατήρχετο τόσον χαμηλά, διότι ἴσως νὰ εἶχεν ἴχνη τινὰ εὐσυνειδησίας εἰς τὴν ἐργασίαν του.
Τὰ πράγματα ἦλθαν τόσον ραγδαῖα καὶ ἀπροσδόκητα, ὥστε κανεὶς σχεδὸν τῶν παρεστώτων ἐν τῇ ἀγορᾷ δὲν ἐνόησε τίποτε. Ἀκόμη ὀλιγώτερον ἐνόησαν αἱ γυναῖκες αἱ συνηθροισμέναι εἰς τὴν οἰκίαν τῆς γραίας Γερακίνας, ὧν δύο προέκυπτον διὰ τοῦ παραθύρου, καὶ ἄλλαι τρεῖς ἐκοίταζον διὰ τῆς θύρας. Ἀλλ᾽ αἱ ἐκ τοῦ ἀσθενοῦς φύλου ἔχουσι τοῦτο τὸ πλεονέκτημα, ὅτι ὄχι μόνον χρωματίζουσιν, ἀλλὰ καὶ μεταπλάττουσι διὰ τῆς φαντασίας πᾶν τὸ πραγματικόν, ἀναπληροῦσαι τὸ ἐλλεῖπον, καὶ αἱ πελάτιδες τῆς γραίας Γερακίνας, βλέπουσαι μόνον, ἦσαν ἱκαναὶ νὰ φαντάζωνται καὶ νὰ προσθέτωσι καὶ νὰ βεβαιῶσι πράγματα, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε εἶχον συμβῆ. Ὅ,τι εἶναι παράδοσις ἐν τῇ ἱστορία, ὅ,τι ἔχει τὴν χροιὰν τοῦ θρύλου καὶ τῆς φήμης, ἀπὸ γυναικείαν φαντασίαν βεβαίως ἐξῆλθεν.
Ἡ γραῖα ὅμως Σκεύω, ἐπειδὴ εἶχε σπουδαῖον ἐνδιαφέρον καὶ ὄχι ματαίαν πολυπραγμοσύνην καὶ περιέργειαν, δὲν ἠρκεῖτο εἰς τὰς εἰκασίας τῶν ὁμοφύλων της, οἵας ἠδύνατο νὰ σχηματίσῃ καὶ αὐτή, ἐὰν ἤθελε, καὶ πολὺ πιθανωτέρας. Ἀλλ᾽ ἐσυλλογίζετο τὸν υἱόν της, τὸν γυιόκα της, τὸν μονάκριβόν της, τὸν πάπον* της, τὸν σταυραετόν της, ὅστις ἐπεριμένετο νὰ φθάσῃ, ὅστις θὰ ἔμενεν ἐπὶ ἡμέρας εἰς τὴν καραντίναν, καὶ διὰ τοῦτο αὐτὴ ἐπεθύμει νὰ μάθῃ, νὰ γνωρίσῃ ὅ,τι πραγματικῶς συνέβαινε.
Διὰ συγγενικῆς προσλιπαρήσεως ἔπεισε τὴν γρια-Γερακίνα νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὴν θύραν, καὶ νὰ κοιτάξῃ ὅπως εὕρῃ κάποιον, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ ἔχῃ θάρρος διὰ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ.
Ἑκατὸν βήματα μακρὰν ἦτο ἡ τράπεζα τῆς δημοπρασίας, περὶ ἣν εὑρίσκοντο ὁ δήμαρχος, ὁ εἰρηνοδίκης, ὁ ὑγειονόμος, ὁ ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, ὁ γραμματεὺς καὶ οἱ μειοδόται, ἀσχολούμενοι εἰς τὴν ὑπογραφὴν τῶν πρωτοκόλλων. Ὁλόγυρα ἵσταντο οἱ περίεργοι, ἱκανοὶ τὸν ἀριθμόν, ἄνδρες καὶ παιδία. Παρέκει ἐκάθηντο καπνίζοντες τοὺς ναργιλέδες των σοβαροὶ γέροντες ναυτικοὶ ἀπόμαχοι. Κατέμπροσθεν ἐξηπλοῦτο πλατεῖα καὶ λιθίνη ἀποβάθρα, ἀπὸ τὸ ἔδαφος τῆς ὁποίας οἱ λεμβοῦχοι ἐξηκολούθουν νὰ μεταφέρωσι τὰς διπλοσανίδας καὶ τὰ πέταυρα εἰς τὰς φελούκας των, ἐρίζοντες θορυβωδῶς μὲ τοὺς ἀχθοφόρους, οἵτινες ἐπέμενον ὅτι «ἔδωσαν χέρι» εἰς τὸ «μπαρκάρισμα τοῦ κερεστὲ*» καὶ εἶχον περικυκλώσει ἤδη τὸν ἐργολάβον ἀρχιτέκτονα, ζητοῦντες νὰ πληρωθῶσιν. Ἀντικρὺ ὁ μεγαλόσωμος βαστάζος ἐξηκολούθει νὰ τοὺς μυκτηρίζῃ λέγων ὅτι δὲν εἶχαν τύχη σήμερα. Μέσα εἰς τὸ καφενεῖον, ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ καφετζής, ὁλομόναχος ἐκοίταζε μελαγχολικὸς ἀπὸ τὸ παράθυρον, ἀναλογιζόμενος ὅτι δὲν εἶχε πωλήσει ἀπὸ τὸ πρωὶ οὔτε τρεῖς καφέδες. Καὶ ᾤκτειρε τὰ μέτρα τῶν καθάρσεων, τὰ ὁποῖα φέρουσι στάσιν εἰς τὸ ἐμπόριον. Δίπλα, εἰς τὸ ὑποδηματοποιεῖον, ὁ Γεράσιμος Δ. Γερασίμου καὶ ὁ Ἀνθέμιος Δουκαΐδης, ἐξηκολούθουν ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς δημοπρασίας νὰ λογομαχῶσι, λέγων ὁ καθεὶς ὅτι ὁ καλύτερος ἐργολάβος ἦτο ὁ ἰδικός του.
Ἡ Γερακίνα ἐπροχώρησεν ἀποφασιστικῶς πρὸς τὸ μέρος, ὅπου ἐγίνετο ἡ δημοπρασία, καὶ ἡ Σκεύω ἐξελθοῦσα ἐστάθη ἐπὶ τῆς μικρᾶς βαθμίδος, ἔξω τοῦ κατωφλίου. Ἡ πρώτη ἐκοίταξε νὰ ἴδῃ κανένα οἰκεῖον νὰ τὸν φωνάξῃ. Ἀλλ᾽ ὅλοι οἱ παρόντες ἐκεῖ ἵσταντο προσηλωμένοι περὶ τὴν τράπεζαν τῆς μειοδοσίας.
Ἐπί τινα λεπτὰ τῆς ὥρας ἡ γραῖα ἵστατο διστάζουσα, βλέπουσα καὶ αὐτὴ πρὸς τὸ μέρος τῆς δημοπρασίας, ἀνατολικῶς. Εἶτα στρέψασα τυχαίως τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ δεξιά, παρετήρησε τὸν μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστην τὸν καφετζήν, ὅστις ἦτο εἷς τῶν μακρινῶν συγγενῶν της. «Νά ποιὸν πρέπει νὰ ρωτήσω, ἀγκαλὰ… δὲ θὰ ξέρῃ πολλὰ πράγματα». Εἶπε καὶ ἐπλησίασεν εἰς τὸ παράθυρον τοῦ καφενείου, ἔσωθεν τοῦ ὁποίου ἵστατο ὁ ἀγαθὸς γέρων.
― Δὲ μοῦ λές, Ἀναγνώστη, τοῦ λέγει, τί τρέχει σήμερα, καὶ γιατί γίνεται ὅλο αὐτὸ τὸ νταβατούρι;
― Δημοπρασία θαρρῶ πὼς κάνουνε, ἀπήντησε μεθ᾽ ἑτοιμότητος ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης.
― Πὼς κάνουνε δημοπρασία τὸ βλέπω, μὰ σὲ τί ἀπάνου;
― Δὲ βλέπεις; Ἀπάνου στὸ τραπέζι ἐκεῖ, ἀπήντησεν ὁ καφετζής.
Ἡ θεια-Γερακίνα ὑπέθεσεν ὅτι κάτι εἶχαν ἐπάνω στὸ τραπέζι, καὶ ἔστρεψεν ἀποτόμως τὴν κεφαλήν. Ἀλλὰ τὸ πλῆθος ἔκρυπτεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς της τὴν τράπεζαν, ὡς καὶ τοὺς ὑπαλλήλους.
Εὐτυχῶς τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ὁ κορυφαῖος τῶν βαστάζων, ὅστις ἦτο ἐξηπλωμένος ἐπάνω εἰς τὴν μπαγκέταν, ἔξωθεν τοῦ καφενείου, ἀπεφάσισε ν᾽ ἀνασηκωθῇ ὀλίγον ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ ἀκούσας τὴν συνομιλίαν τοῦ καφετζῆ καὶ τῆς γραίας, ἔσπευσε νὰ λάβῃ μέρος.
― Βγάζουνε στὴ δημοπρασία τὴν ξυλικὴ γιὰ τὰ παραπήγματα, εἶπε.
― Ποιὰ παραπήγματα; εἶπεν ἡ θεια-Γερακίνα.
― Νά, παράγκες θὰ φτιάσουνε μέσα στὸν Τσουγκριᾶ.
Καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἐπεθύμει νὰ εὕρῃ ἄνθρωπον διὰ νὰ διηγηθῇ ὅ,τι ἤξευρε, καὶ δὲν εἶχεν εὕρει κανένα, διότι οἱ «δικοί του ἦσαν ὅλοι ντουβάρια», ἔλεγεν, ἐννοῶν τοὺς συναδέλφους του ἀχθοφόρους, ἤρχισεν εὐθὺς νὰ διηγῆται, χαρτὶ καὶ καλαμάρι, εἰς τὴν θεια-Γερακίναν, ὅσα ἐγνώριζε, κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἀκριβῆ. Ἐπειδὴ ἡ χολέρα ἐθέριζε κόσμον εἰς τὰ μέρη τῆς Τουρκιᾶς, ἡ ἑλληνικὴ Κυβέρνησις εἶχε διατάξει νὰ γίνεται αὐστηροτάτη ἡ καραντίνα. Ἐκτὸς τοῦ ὑπάρχοντος λαζαρέτου εἰς τὴν νῆσον, διετάχθη νὰ γίνῃ προσωρινὸν ἔκτακτον λαζαρέτον ἡ ἐρημόνησος Τσουγκριᾶς, ἀνατολικομεσημβρινῶς κειμένη, παρὰ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος. Τὸ ἔκτακτον τοῦτο λαζαρέτον ὠνόμαζόν τινες λοιμοκομεῖον, ἐνῷ τὸ ἄλλο, τὸ σύνηθες, ἦτο λοιμοκαθαρτήριον. Εἰς τὸ λοιμοκομεῖον θὰ ἔμενον τὰ πλοῖα καὶ οἱ ἐπιβάται εἰκοσιμίαν ἡμέρας, εἰς τὸ λοιμοκαθαρτήριον ἄλλας ἕνδεκα. Τὸ ὅλον τριανταδύο ἡμέρας καραντίνα.
Ἕως τώρα εἶχον φθάσει δύο τρία μεγάλα πλοῖα καὶ πέντε ἢ ἓξ μικρά, εἰς τὸν Τσουγκριᾶν. Ἐπεριμένοντο ὅμως καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα… Ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου Τσουγκριᾶ ὀλίγιστα ὑπῆρχον καταλύματα, δύο ἢ τρία κελλία πρὸς χρῆσιν τῶν καλογήρων ―διότι ἡ νῆσος ἦτο ἀφιέρωμα εἰς τὴν Παναγίαν (ἦτο κτῆμα τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ)― καὶ ἐπειδὴ θὰ ἐχρειάζοντο ὑπόστεγα διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιβατῶν, ὅσοι ἦτο πιθανὸν νὰ ἔλθωσι, καὶ ἐπειδὴ ἐμέσαζεν ἤδη ὁ Αὔγουστος καὶ ἐπλησίαζαν τὰ πρωτοβρόχια, διὰ τοῦτο ἡ Κυβέρνησις διέταξε κατεπειγόντως νὰ κατασκευασθῶσι παραπήγματα ἐπὶ τῆς μικρᾶς νήσου, διὰ νὰ εὕρωσι στέγην ὅσοι θὰ ἤρχοντο δυστυχεῖς ἀπὸ τὰ χολεριασμένα μέρη, φεύγοντες τὴν φοβερὰν νόσον. Αἱ ἀρχαὶ ἔβγαλαν σήμερον εἰς τὴν δημοπρασίαν τὴν προμήθειαν τοῦ ὑλικοῦ διὰ τὰ παραπήγματα, καὶ τὴν κατασκευὴν τῶν παραπηγμάτων αὐτῶν. Εἰς τὴν προμήθειαν τοῦ ὑλικοῦ, ἐπροτιμήθη διὰ τόσες χιλιάδες κομμάτια, πρὸς τόσα τὸ κομμάτι, ὁ καπετὰν Κωσταντὴς ὁ Καβαρδίνας, ἀπὸ τὸ Λιτόχωρον. Τὴν κατασκευὴν τῶν παραπηγμάτων τὴν ἐπῆρε, διὰ 7,812 δραχμάς, ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης, ὁ ἀρχιτέκτων. Αὐτὰ συνέβησαν σήμερον.
―Ἄ! γιὰ τοῦτο, μαθές… ἔκαμεν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ καφετζής.
Ὁ κορυφαῖος τῶν βαστάζων ἐπέστρεψεν εἰς τὴν μπαγκέταν του, καὶ ἡ θεια-Γερακίνα εἰς τὸ σπίτι της.
* * *
Ἀληθινά, δὲν τῆς ἐκαλοφάνη τῆς γριᾶς Σκεύως, ὅταν ἔμαθε τὴν νέαν εἴδησιν, ὅτι ὁ ὑιός της ἔμελλε λοιπόν, ὅταν ἔλθῃ ―διότι θὰ ἤρχετο, σίγουρα, αὐτὸ ἡ γρια-Σκεύω τὸ ἐπίστευεν ἀκραδάντως― νὰ διατρίψῃ εἴκοσι μίαν ἡμέρας εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, καὶ ἄλλας ἕνδεκα εἰς τὰ Λαζαρέτα, σωστὰς τριανταδύο ἡμέρας καραντίνα. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τοὐλάχιστον, ὅταν ἤρχετο ἀπὸ τὸ ταξίδι ὁ καπετὰν Γιαλής, ν᾽ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του, ἔκαμνεν ἕνδεκα ἡμέρας, ἢ δεκατέσσαρας ἡμέρας, ἢ καὶ τρεῖς ἑβδομάδας εἰς τὰ Λαζαρέτα, ὄχι εἰς αὐτὸ τὸ νεώτερον κοινὸν λαζαρέτο, ἀλλ᾽ εἰς τὰ παλαιὰ Λαζαρέτα, σιμὰ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, καὶ τότε ἡ Σκεύω, μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες, καπετάνισσες ἢ ἄλλες ὁποὺ εἶχαν τοὺς ἄνδρας των ἢ τοὺς συζύγους των εἰς τὴν καραντίναν, ἔτρεχε κάθε βράδυ εἰς τὴν καραντίναν, καὶ ὅλαι εἶχαν τὰ κοφινάκια των γεμᾶτα. Καὶ ἦτο ἡ μόνη φορὰ ὁποὺ ἤρχοντο τὰ καλάθια γεμᾶτα ἀπὸ τὴν πόλιν, ἀντὶ νὰ γυρίζουν γεμᾶτα ἀπὸ τὴν ἐξοχήν. Ἡ Σκεύω εἶχεν ἕνα καλαθάκι λεπτόν, μικρόν, ψιλολογιὰ* καμωμένο, μὲ λεπτοτάτας βέργας ἁγιοκλήματος καὶ μὲ στιλπνοτάτας σχίζας λείου καλάμου, ἀριστούργημα καλαθοποιΐας, ὁποῖα μόνον εἰς τὴν νῆσον ἐκείνην κατασκευάζονται. Τὸ ἔφερε κάθε βράδυ γεμᾶτον ἀπὸ τυρόπιττες, ἀπὸ αὐγά, καὶ ἀπὸ μοσχᾶτα σταφύλια ― διότι ἦτο Αὔγουστος καθὼς τώρα. Τὰ σταφύλια ἐκομίζοντο εἰς τὰ Λαζαρέτα, εἰς τὸ πεῖσμα τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ ἰατροῦ, ὅστις δὲν ἤξευρε τί ἔλεγε. Νὰ εἶναι κλεισμένοι οἱ ἄνθρωποι, φυλακωμένοι μέσα εἰς τὰ πλοῖα, ἐπὶ ἑβδομάδας, Αὔγουστον μῆνα, καὶ νὰ μὴν ἔχουν σταφυλάκι νὰ βρέξουν τὸ στόμα των! Καὶ ποῦ τὸ ηὗρε γραμμένο; Λέει πουθενά, στὸ γιατροσόφι μέσα, ὅτι πρέπει νὰ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ ἕνα κακὸ διὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸ ἄλλο; ― Καὶ ἔφθαναν κάθε βράδυ, βασίλευμα ἡλίου, αἱ γυναῖκες, πέρα στὰ Λαζαρέτα, ἀντικρὺ τοῦ χωρίου, ἐκεῖθεν τῆς λίμνης καὶ τοῦ ναυπηγείου, σιμὰ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον. Καὶ ἄδειαζαν τὰ καλαθάκια τους ἐπάνω εἰς ἕνα χαμηλὸν βράχον, εἰς τὴν ἀκρογιαλιά, καὶ ἔβγαιναν οἱ βάρκες ἀπὸ τὰ καΐκια ὁποὺ ἦσαν εἰς τὴν καραντίνα, καὶ ἔπαιρναν τὲς τυρόπιττες, τὰ αὐγά, τὰ μποκάλια μὲ τὸ βαθὺ ξανθὸν μοσχᾶτον, τὰ φλωροκίτρινα μοσχᾶτα σταφύλια, τὰ γλυκὰ μεγάλα καλαμόσυκα καὶ τὰ χνοώδη ὡς παρειὰς παρθένου εὔχυμα ροδάκινα. Καὶ οἱ ναῦται ἀπεχαιρέτιζον τὲς γυναῖκες κράζοντες «Καλὴ νύχτα!» Καὶ αἱ γυναῖκες ἀπήντων μακρόθεν «Καλὴ νύχτα! καλὴ νύχτα σας! καλὸ πράτιγο*!» Καὶ ἡ κάθε μία εἰς τὸν ἄνδρα της ἔλεγε: «Καλὴ νύκτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραϊτέ μου!» Καὶ εἰς τὸν υἱόν της ἡ κάθε μία ἔλεγε: «Καλὴ νύκτα, καναρίνι μου! πουλί μου! ξαπεταρούδι μου!» Καὶ πολλάκις ἐπρόσθετον παρανομασίαν τινά, κατὰ τὸ ὄνομα ἑκάστου. Ἂν ὁ ἐκτελῶν τὴν κάθαρσιν ὠνομάζετο Γιαλής, ὡς ὁ σύζυγος τῆς θεια-Σκεύως, τότε τὸ θωπευτικὸν ὄνομα ἦτο «Γιαλέινέ μου». Ἐὰν ἐκαλεῖτο Γεώργιος, «Γεωργανάκη μου». Ἐὰν ἐκαλεῖτο Εὐστάθιος «Σταθένιε μου», ἢ «Ἀρέθα μου», ἐκ τοῦ ὀνόματος ἄρχοντός τινος, προεστοῦ τῆς κώμης Προμυρίου, τοῦ Πηλίου ὄρους. Ἂν ἐκαλεῖτο Ἀλέξανδρος, ἡ προσηγορία ἦτο «Ἀλεξανδριανέ μ᾽ ἀέρα». Ἂν ὁ προσφωνούμενος ἦτο πλοίαρχος, τότε εἰς τὸ ὄνομά του προσετίθετο τὸ τουρκικὸν ὄνομα ρεῒζ ἢ ρεὶζ (καπετάνος), ὡς ἑξῆς: «Κωνσταντὴ-ρείζη μου, Γιαννάκη-ρείζη μου», κτλ.
Ἦσαν ποθεινοὶ οἱ καιροὶ ἐκεῖνοι, ὅταν ὑπῆρχον ἀκόμη τὰ παλαιὰ Λαζαρέτα. Ἁπλοῦν ἄκομψον κτίριον, τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια φαίνονται ὡραῖα σήμερον εἰς ὅσους ἐγήρασαν ἀρκετά, ὥστε νὰ προτιμῶσι τὰς παλαιὰς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν σύγχρονον πραγματικότητα. Βορειανατολικῶς, πέραν τοῦ κτιρίου ἐξετείνετο ὁ κάμπος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἔβοσκον τὰ ὀλίγα πρόβατά των δύο πτωχοὶ ποιμένες, καταβαίνοντες τρὶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ ἀντικρὺ βουνόν, διὰ νὰ ποτίσουν τὰ μικρὰ κοπάδια των εἰς τὴν κοπάναν*, ἐκεῖ ἀπὸ τὸ πηγάδιον μὲ τὸ δροσερὸν νερόν, πλησίον εἰς τὴν λίμνην, ὅπου ὁ γερο-Ξυλοπόδαρος, ἰσόβιος ἐνοικιαστής, ἐπαιδεύετο ὅλην τὴν ἡμέραν μὲ τὴν χωρὶς καρίναν σκάφην του, διὰ νὰ συλλάβῃ τὰ κεφαλόπουλα ποὺ ἐγλιστροῦσαν εἰς τοὺς βάλτους, καὶ τὰ χέλια, τὰ ὁποῖα ἐχώνοντο ἄπιαστα μέσα εἰς τὸν βοῦρκον. Ἐκεῖθεν τῆς λίμνης, ἐπὶ τῆς πλατείας λωρίδος τῆς ἄμμου, οἱ κρότοι, οἱ δοῦποι καὶ οἱ θόρυβοι τῶν ναυπηγῶν, τῶν πριονιστῶν καὶ τῶν καλαφατῶν, ἀντήχουν, ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας, κρότοι εὐάρεστοι εἰς ὦτα ὑγιῶν ἀνθρώπων, παρατεινόμενοι καὶ χρωματιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἠχώ, ἥτις τοὺς ἐδέχετο ὡς ποθεινὴν συντροφίαν εἰς τὰ μονήρη σπήλαιά της, γύρω εἰς τὰ βουνά. Ὁλόγυρα αἱ εὐωδίαι τοῦ θύμου, τοῦ σχοίνου, τῆς φασκομηλέας, τοῦ ὑσσώπου, ἀνήρχοντο, ὡς δι᾽ ἀκάπνου θυμιατηρίου, θυμίαμα εἰς τὸν οὐράνιον θόλον. Ἡ χλόη τῆς κοιλάδος, τάπης ἀτίμητος τῆς φύσεως, ἐξηπλοῦτο φθάνουσα μέχρι τῶν ἄκρων ὁρίων της εἰς τοὺς θάμνους, οἱ θάμνοι ἀνεῖρπον μέχρι τῆς λόχμης εἰς τὴν μέσην τοῦ βουνοῦ, καὶ ἡ λόχμη ἀνεπτύσσετο εἰς δάσος ἀπὸ τὴν μέσην ἕως τὴν κορυφήν.
Δὶς τῆς ἡμέρας διήρχετο τὴν κοιλάδα φιλάγαθος ἀνήρ, πεντηκοντούτης, γηράσας πρόωρα, ὡς νὰ μὴν ἀντεῖχεν εἰς τὸ κοινωνικὸν δηλητήριον, τὸ ὁποῖον ἐνωρὶς ἤρχισε ν᾽ ἀναπτύσσηται εἰς τὰς τάξεις τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Κυρτός, σιωπηλὸς καὶ μελαγχολικός, ὁ Γιαννιὸς τῆς Μαργαρίτας ἀνήρχετο τὸ πρωὶ εἰς τὸ μονάκριβο κτῆμά του, εἰς τὸ προσφιλές του τιμάριον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐπὶ τοῦ ζυγώματος τοῦ ὄρους, ἀνάμεσα εἰς δύο κορυφάς. Τὸ μικρὸν κτῆμα ἦτο ἀγρὸς ἅμα καὶ ἄμπελος, ἐλαιὼν καὶ κῆπος. Ἐξηπλοῦτο ἀπὸ τοῦ ὑψώματος τοῦ ζυγοῦ, μέχρι τῆς ἀκρογιαλιᾶς, πρὸς τὸ πέλαγος τοῦ βουνοῦ· ἐκαρποφόρει ἄνωθεν ἱκανὰ ἐκ τῶν προϊόντων τῆς γῆς, καὶ μετεῖχε κάτωθεν τῶν προϊόντων τῆς θαλάσσης. Ἐπὶ τῶν αἱμασιῶν του ἔκειντο πεπαινόμενα εἰς τὸν ἥλιον μακρυλὰ καρπούζια, τὰ κλήματα ἐκάμπτοντο πολυβριθῆ ἀπὸ μεγάλας περκαζούσας καὶ μαυροβολούσας σταφυλάς. Ἀνὰ τὰς πεζούλας μικραὶ συκαῖ τεσσάρων ἢ πέντε ἐτῶν φυτείας ἔφερον ἤδη τὸν γαλακτερὸν καὶ ψωμωμένον καρπόν των, παραπολὺ ἐρεθιστικὸν διὰ ν᾽ ἁπλώσῃ παρθένος τὴν ἁβρὰν κυανόφλεβα χεῖρα εἰς ἕνα τῶν κλώνων. Ἔνθεν καὶ ἔνθεν, εἰς τὰ σύνορα τοῦ κτήματος καὶ τοῦ δάσους, βάτοι ἐδείκνυον τοὺς μαύρους λοβώδεις καρπούς των, παρὰ τὴν ἀποσκαφὴν* τῆς ἀμπέλου, καὶ κόμαροι τὸ φθινόπωρον ἔμελλον νὰ ὡριμάσωσιν ὑπομονητικῶς τοὺς ἰδικούς των εἰς τὰς θερμοτέρας ἀκτῖνας τοῦ χλιαινομένου ἡλίου.
Κάτω, εἰς τοὺς βράχους, μαύρους ἀπὸ τὸ κῦμα, ἀποπνέοντας ἅλμην, μυστηριώδεις ἀπὸ τὸ πέλαγος, ἡ θάλασσα, ἀφοῦ ἔσκαπτε καρτερικῶς λάκκους ἐπὶ τῆς κορυφῆς τῶν βράχων, τοὺς ἐγέμιζεν εἶτα ἀποτόμως ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας της, καὶ ὁ σεβάσμιος ὁ κὺρ Γιαννιός, τοῦ ὁποίου τὸ κτῆμα εἶχεν ἀνατολικὸν σύνορον τὴν θάλασσαν, εὕρισκε δράκας ἅλατος διὰ ν᾽ ἁλατίζῃ πρὸς πρόχειρον πρόγευμα τὲς πεπεριές, τὰ ἀγγουράκια καὶ τὰς τομάτας, τὰς ὁποίας ὁ ἴδιος, ἐξ ἔρωτος, ἐκαλλιέργει. Ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, εἰς τὰς σπηλαιώδεις ὑπονόμους τοῦ κύματος καὶ εἰς τὰς τραχείας ὑφάλους, μεγάλα παγούρια καὶ κάβουροι, βόσκοντες εἰς τὸν ὑποβρύχιον λειμῶνα, ἦσαν ἀρκετὰ χειροήθεις εἰς τὰς προσπαθείας τοῦ μπαρμπα-Γιαννιοῦ, καὶ πέραν τῶν ἀπωτέρων βράχων, ἀνάμεσα εἰς τὴν λευκάζουσαν ἐκεῖ πρὸς τὸ πέλαγος νῆσον, τὴν οὖσαν προσφιλὲς ἐνδιαίτημα γλάρων καὶ ἀγρίων περιστερῶν, καὶ εἰς τρεῖς μεγάλους σκοπέλους, κλίνοντας τὴν κορυφήν των πρὸς τὴν ἀκτήν, ἀφ᾽ ἧς πρὸ μακρῶν αἰώνων ἀπεσπάσθησαν, τὰ δελφίνια ἔπαιζον εἰς τὸ κῦμα, καὶ ἡμιλλῶντο εἰς τὸν δρόμον μὲ τὴν ἐλαφρὰν βαρκούλαν, τὴν πλέουσαν μὲ τὸ λευκὸν πανίον της πρὸς τὴν ἀντικρὺ νῆσον.
Ἔμπροσθεν τοῦ κτιρίου πρὸς δυσμὰς βλέποντος, πρὸς τὴν πόλιν, ἵστατο μετρίου μεγέθους μονῆρες δένδρον, δρῦς, ἐκτοπισθεῖσα ἐκεῖ μακρὰν τῶν κραταιῶν συντρόφων της τοῦ δρυμῶνος, διὰ νὰ δροσίζῃ μὲ τὴν σκιάν της τοὺς ἐν στενοχωρίᾳ καὶ ἀποκλεισμῷ ταξιδιώτας, τοὺς τελοῦντας τὴν κάθαρσιν εἰς τὸ λαζαρέτον. Ἐκεῖ ὑπὸ τὴν σκιὰν ἐκείνην πολλοὶ ρεμβασμοὶ ἀνειλίχθησαν ἀοράτως ἀνερχόμενοι ἀνὰ τοὺς χλωροὺς κλῶνας καὶ τὴν ἀνήλιον φυλλάδα τοῦ μονήρους δένδρου, καὶ πολλοὶ πόθοι ἐστάλησαν ὑπερπόντιοι πέραν εἰς τὴν χαρίεσσαν πολίχνην μὲ τοὺς λευκοὺς τοίχους καὶ μὲ τὰ κυανᾶ παράθυρα καὶ τοὺς κομψοὺς ἐξώστας, ὅπου χαριέσταται βαθύμαλλοι κεφαλαὶ προέκυπτον συχνά, καὶ ὅπου γαλανὰ ἢ μαῦρα ὄμματα ἔστελλον κρυφοὺς ἔρωτας καὶ γλυκεῖς ἱμέρους ὑπεράνω τοῦ κύματος πέραν τοῦ λιμένος.
* * *
Ἡ γραῖα Σκεύω διετήρει, μία ἐκ τῶν ὀλίγων πράγματι εὐαισθήτων γυναικῶν, τὰς ἀναμνήσεις ταύτας, τὰς ὁποίας ἀκροθιγῶς ὑπῃνίχθημεν ἐν τῷ προηγουμένῳ κεφαλαίῳ, καὶ δὲν τῆς ἐκαλοφάνη, εἴπομεν, ὅταν ἔμαθεν ὅτι ὁ υἱός της θὰ διέτριβεν εἴκοσι μίαν ἡμέρας μέσα εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, καὶ ἄλλας ἕνδεκα εἰς τὰ νέα λαζαρέτα. Δὲν θὰ ἠδύνατο πλέον νὰ γεμίζῃ τὸ εὔπλεκτον κομψὸν καλαθάκι της μὲ οἰκιακὰ δῶρα διὰ τὸν υἱόν της, ὅπως τὸ ἐγέμιζε τὸ πάλαι διὰ τὸν σύζυγόν της. Δὲν θὰ ἠδύνατο τὸ βράδυ-βράδυ, ὅταν θὰ ἐχαμήλωνεν ὁ ἥλιος ἕως τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, νὰ σηκωθῇ νὰ πάρῃ γεμᾶτον τὸ καλαθάκι της, καὶ νὰ ὑπάγῃ, τὸ γιαλὸ-γιαλό, τὴν ἄμμο-ἄμμο πέραν εἰς τὸν μέγαν ἀρσανὰν τῆς πόλεως, σιμὰ εἰς τὴν λίμνην, ἀντικρὺ εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, διὰ νὰ φέρῃ τὸ καλαθάκι της εἰς τὸν υἱόν της. Τώρα θὰ ἐχρειάζετο νὰ κάμῃ φτερά, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, εἰς τὴν νῆσον τῆς Εὐαγγελίστρας, πρὸς τὸ πέλαγος, διὰ νὰ φέρῃ τὸ καλαθάκι της εἰς τὸν υἱόν της. Θὰ ἐχρειάζετο νὰ κάμῃ θαῦμα ἡ Παναγίτσα της, ἡ μικρά της ἀσημωμένη καὶ μαλαμοκαπνισμένη Παναγίτσα, διὰ νὰ τῆς δώσῃ τὴν δύναμιν νὰ περιπατήσῃ ἀπάνω εἰς τὸ κῦμα, βαστάζουσα τὸ μικρὸν εὔπλεκτον καλαθάκι της διὰ νὰ τὸ φέρῃ εἰς τὸν υἱόν της, πρὸς ἀνακούφισιν τῆς στενοχωρίας του εἰς τὴν καραντίναν. Διότι οἱ πορθμεῖς καὶ οἱ λεμβοῦχοι, οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ καιροῦ, θὰ τὴν ἔσκωπτον σκληρῶς καὶ θὰ τὴν ἐπεριγέλων, ἐὰν τοὺς παρεκάλει νὰ τὴν πάρωσιν εἰς τὴν φελούκαν των, ὅπως τὴν φέρωσιν εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, νὰ ἴδῃ ἀπὸ μακρὰν τὸν υἱόν της. Καὶ δὲν τῆς ἔμενε πλέον, εἰμὴ νὰ στέλλῃ τὸ μικρὸν εὔπλεκτον καλαθάκι, γεμᾶτον ἀπὸ δῶρα τοῦ οἴκου καὶ τῆς ἀμπέλου, σκεπασμένον μὲ πετσέταν λεπτοϋφασμένην μεταξωτήν, νὰ στέλλῃ τὸ καλαθάκι εἰς τὸν υἱόν της, χωρὶς νὰ δύναται νὰ ὑπάγῃ μόνη της.
Δὲν τῆς ἐκαλοφάνη βέβαια… ἀλλὰ πόσον περισσότερον τῆς ἐκακοφάνη ὅταν τὸ βράδυ, ἐπανερχομένη ἀπὸ τῆς ἐξαδέλφης της, τῆς Γερακίνας, γεμάτη ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ὑποψίας, ἐνῷ ἀνέβαινε τὸ λιθόστρωτον τὸ φέρον εἰς τὴν ἐπάνω γειτονιά, πατοῦσα σιγὰ-σιγά, ἐλαφρὰ-ἐλαφρά, μὲ ὅλα τὰ ἑξηνταπέντε χρόνια της, ἀπὸ λιθάρι εἰς λιθάρι, ἀπὸ στενὸν εἰς στενόν, ἀπὸ γωνίαν εἰς γωνίαν, διὰ τοῦ παραθαλασσίου δρόμου πέραν τῆς ἀγορᾶς, πόσον τῆς ἐκακοφάνη ὅταν μία βαρκούλα, ἡ ὁποία εἶχε κατεβάσει τὸ πανάκι της καὶ ἤρχετο μὲ τὰ κωπία πρὸς τὴν ἄμμον, ἐπλησίασε μέχρι βολῆς τουφεκίου εἰς τὸν παραθαλάσσιον ἀνηφορικὸν δρόμον, δι᾽ οὗ ἀνέβαινεν αὐτή, ἐπλησίασεν φέρουσα τρεῖς ἐπιβάτας, ἕνα ἡλικιωμένον, καὶ δύο παιδία, καὶ ὅταν ἓν τῶν παιδίων, μία κλήρα*, ἡ πλάσις αὐτοῦ τοῦ καιροῦ, τῆς ἐφώναξε σκληρῶς:
― Θεια-Σαβουρόκοφα! ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος στὸν Τσουγκριᾶ, ἀπὸ χολέρα!
* * *
Τώρα, τὸ παλαιὸν λαζαρέτον ἔμεινεν ἐρείπιον, διηγούμενον εἰς τὸν ἐννοοῦντα τὴν μυστηριώδη γλῶσσάν του ἐπισκέπτην, τοὺς φόβους, τὰς ἀγωνίας, τὰ βάσανα, τὰς ἐπιθυμίας, τὰς ἐλπίδας, τὴν ὑπομονήν, τὴν ἐγκαρτέρησιν, τὰς θυσίας, τοὺς πόνους, τὰς νόσους, τοὺς θανάτους, τοὺς λυγμούς, τὰ δάκρυα, τὴν ἀπελπισίαν, ὅλα ὅσα εἶδε καὶ ἤκουσε κατὰ καιρούς, ἀπὸ τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ ἐντεῦθεν. Τὸ δένδρον ἵσταται ἀκόμη ὀρθόν, ἀλλ᾽ ἐν παρακμῇ καὶ ὤχρᾳ φύλλων τίς οἶδεν ἂν ἐνθυμῆται τοὺς ρεμβασμοὺς ὅσους ἐσκίασεν ὑπὸ τοὺς γαμψοὺς καὶ οὔλους, τοὺς ἐν σχήματι διαδήματος ἀνερχομένους κλῶνάς του, καὶ τοὺς καημοὺς τοὺς ὁποίους ἐδρόσισεν ὑπὸ τὸ φύλλωμά του. Ἀλλ᾽ ὁ εἷς τοῖχος τοῦ κτιρίου, γυμνὸς ἀπὸ τὸν ἄνεμον, μαυρισμένος ἀπὸ τὴν καταιγίδα, ἵσταται κυρτὸς καὶ σημειοῖ τὸ μέρος ὅπου ἠγείρετο τὸ κτίριον, καὶ ὁ βράχος τῆς παραλίας μετὰ πόθου ἀναπολεῖ τὰς φαιδρὰς λαλιὰς τῶν γυναικείων χαιρετισμῶν, ὅσοι ἀντήχησάν ποτε ὑπεράνω τοῦ κύματος τούτου. Πρὸ τεσσαρακονταετίας σχεδόν, ἡ Κυβέρνησις ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ παλαιὸν λαζαρέτον, τὸ ὁποῖον ἦτο εἰς τὸν μυχὸν τοῦ ἀνατολικοῦ λιμένος, καὶ διέταξεν νὰ κτίσωσι νέα λαζαρέτα μεσημβρινότερον ἐπὶ τῆς αὐτῆς παραλίας, ἓν περίπου μίλιον ἀπώτερον, πρὸς τὸ ἀνατολικὸν στόμιον τοῦ λιμένος. «Ἀπὸ Θεὸ κι ἀπ᾽ ἀφεντιὰ»* τὰ νέα λαζαρέτα ἐκτίσθησαν, κατὰ τὸ σχέδιον τοῦ μηχανικοῦ τῆς Κυβερνήσεως. Τρία κτίρια, τὰ δύο ὑψηλότερα ἐπὶ τοῦ βουνοῦ, τὸ τρίτον χαμηλότερον πρὸς τὴν παραλίαν. Ἐν μέσῳ τῶν τριῶν μεγάλη στέρνα, αἰωνίως στειρευμένη ἀπὸ νερόν. Κάτωθεν τοῦ τρίτου λαζαρέτου, ὑψηλή, πλατεῖα μαρμαρίνη κλῖμαξ, καὶ κάτωθεν τῆς κλίμακος πλατεῖα καλοκτισμένη ἀποβάθρα ἐπὶ τῆς θαλάσσης.
Τὰ τρία νεόδμητα κτίρια διετηρήθησαν ἐπὶ ἓν ἔτος ἐν καλῇ καταστάσει, ὕστερον, ἐπειδὴ ἐβράδυνεν εὐτυχῶς ν᾽ ἀκουσθῇ μεγάλη ἐπιδημία, ἔμειναν ἀκατοίκητα καὶ οὐδέποτε ἐπεσκευάσθησαν πλέον. Τώρα, ὅπως εἶναι μακρά, λευκὰ καὶ χαμηλά, φαίνονται μακρόθεν ὡς τρία λευκόμαλλα ἀρνία, ἀποπλανηθέντα ἀπὸ τὸ κοπάδι τοῦ γερο-Κοντζιδάκη, πλαγιασμένα ἐκεῖ μὲ τὸ λυκόφως τῆς ἑσπέρας, κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς, μηρυκάζοντα εἰς τὸ ἐφαπλούμενον σκότος.
Τέλος, ἦλθε τὸ 1865, καὶ ἡ χολέρα ἐκομίσθη τὸ θέρος εἰς τὴν ἀνατολικὴν Εὐρώπην, πιθανῶς, ὅπως πάντοτε, διὰ τῶν μουσουλμάνων προσκυνητῶν τῆς Μέκκας. Αἱ δύο «μεγάλαι μουσουλμανικαὶ δυνάμεις», ἡ μία μὲ τὸ χρυσοφόρον ἰνδικὸν κράτος της, ἡ ἄλλη μὲ τὰς προσοδοφόρους της κτήσεις ἐν Ἀλγερίᾳ, δὲν ἀπεφάσισάν ποτε νὰ θέσωσι περιορισμούς τινας εἰς τὰ ταξίδια τῶν μωαμεθανῶν ὑπηκόων των, καὶ δὲν εὗρον ποτὲ συμφέρον νὰ βιάσωσι τὴν Πύλην ὅπως ἐφαρμόσῃ τελεσφόρα ὑγειονομικὰ μέτρα εἰς τὴν κοιτίδα τοῦ μωαμεθανισμοῦ ἐν Ἀραβίᾳ. Ἡ ταλαίπωρος Ἀνατολὴ ὑπῆρξε καὶ τότε, ὡς τώρα καὶ πάντοτε, ὑπό τε γεωγραφικὴν καὶ κοινωνικήν, ὑπὸ πολιτικὴν καὶ θρησκευτικὴν ἔποψιν, ἄφρακτος ἀμπελών. Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ περί τινος μελλούσης ἡμέρας, ὅτε θὰ ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος.
Ἐναντίον τῆς χολέρας τοῦ 1865 διετάχθησαν ἐν Ἑλλάδι μακραὶ καὶ αὐστηραὶ καθάρσεις. Τότε τὰ νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια τοῦ τόπου δὲν ἤρκεσαν πλέον καὶ δὲν ἐκρίθησαν κατάλληλα διὰ τὸν σκοπὸν τῶν καθάρσεων, καὶ διετάχθη πρὸς τοῖς ἄλλοις νὰ συσταθῇ ἔκτακτον λοιμοκαθαρτήριον ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου Τσουγκριᾶ. Τὰς πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου εἶχαν καταπλεύσει ὀλίγα πλοῖα. Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ὁ ἀριθμὸς τῶν κατάπλων ἐδιπλασιάσθη.
Τὴν ἑπομένην ἑβδομάδα εἶχον ἔλθει πλείονα τῶν 30 μεγάλων ἱστιοφόρων, καὶ πάμπολλα μικρὰ καΐκια. Περὶ τὰ μέσα τοῦ Αὐγούστου, ὁ ἀριθμὸς τῶν βρικίων, καὶ μεγάλων σκουνῶν, τῶν καθαριζομένων περὶ τὴν νῆσον Τσουγκριᾶν, ἀνῆλθεν εἰς πεντήκοντα, καὶ τὰ μικρὰ καΐκια ὑπερέβησαν τὰ ἑκατόν. Τὰ ἑκατὸν πεντήκοντα ταῦτα πλοῖα εἶχον φέρει πλείονας τῶν τρισχιλίων ἐπιβατῶν, ἐκτὸς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πληρωμάτων. Ἔξω, εἰς τὸν Τσουγκριᾶν μεγάλη δραστηριότης ἐπεκράτει. Ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης, ὅστις εἶχεν ἀναλάβει τὴν κατασκευὴν τῶν παραπηγμάτων, εἶχεν ἀρχίσει μετὰ ζήλου τὴν ἐργασίαν του. Εἶχε συναινέσει χάριν τῆς ἐργασίας, νὰ «σπορκαρισθῇ»* ἑκουσίως, ἤτοι νὰ συγκοινωνήσῃ ἐξ ἀνάγκης μὲ τοὺς ἐν καθάρσει καὶ μετάσχῃ καὶ αὐτὸς τῆς καθάρσεως. Εἰς τὴν ἀπόφασίν του ταύτην τὸν ἠκολούθησαν φιλοτίμως τέσσαρες ἐκ τῶν συναδέλφων του τεκτόνων ἐργαζόμενοι ὑπὸ τὰς διαταγάς του. Ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης ἐκάρφωνε μικρὰν δοκὸν ἐδῶ, μίαν σανίδα ἐκεῖ, καὶ εἶτα ἔτρεχε παρέκει. Ἤρχιζεν ἓν παράπηγμα, ἐκάρφωνε τρεῖς σανίδας διὰ τοῖχον, δύο πέταυρα διὰ στέγην, εἶτα τὸ ἄφηνεν ἀτελές, καὶ ἤρχιζεν ἄλλο παράπηγμα.
Ἀφοῦ εἶχεν ἐμπήξει ἕνα πάλον εἰς τὴν γῆν, ἀρκετὰ στερεὰ ὥστε νὰ μὴ ἀνατρέπεται ὑπὸ τοῦ ἐλαφροῦ ἀνέμου, καὶ ἀρκετὰ ρηχά, ὥστε νὰ σείηται ὅλος εἰς πᾶσαν ἐπαφήν, ἐκάρφωνεν ὁριζοντίως μίαν δοκίδα, ἐνεπήγνυε δεύτερον πάλον εἰς τὸ ἀμμῶδες ἔδαφος, ἐκάρφωνε μίαν σανίδα ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, τὴν ἄφηνεν ἀκάρφωτην ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ εἶτα μετέβαινεν εἰς ἄλλο παράπηγμα. Ἄφηνεν ἕνα τῶν τεχνιτῶν του, τὸν νεώτερον, ν᾽ ἀποτελειώσῃ τὸ παράπηγμα, καὶ αὐτὸς ἔτρεχε νὰ θεμελιώσῃ ἄλλο. Εἶτα μετεκάλει τὸν μαθητευόμενόν του εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε δώσει ἐντολὴν ν᾽ ἀποτελειώσῃ τὸ ἡμιτελὲς παράπηγμα, καὶ τὸν διέταττε νὰ ἐργασθῇ εἰς τὸ δεύτερον, ἀφήνων μὲ δύο σανίδας καὶ μὲ τρεῖς ἀστηρίκτους δοκίδας κλονούμενον τὸ παλαιόν. Ἐντὸς μιᾶς ἑβδομάδος εἶχε κατασκευάσει οὕτω πλείονα τῶν εἴκοσι παραπήγματα, μεγάλα καὶ μικρά, ἀλλ᾽ ὀλίγα τούτων εἶχον φατνωμένας μὲ σανίδας τὰς πλευράς, κανὲν δὲν εἶχε σκεπασμένην μὲ στέγην τὴν κορυφήν, ὅπως στεγάσῃ ἀνθρώπους. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ πρωτοβρόχια ἤρχισαν πρώιμα, καὶ ἡ συρροὴ τῶν ταξιδιωτῶν ἦτο μεγάλη. Πολλοὶ τῶν ταξιδιωτῶν ἐπροτίμων νὰ μένωσιν ἐπὶ τῶν πλοίων, εἰς τὰ ὁποῖα ἄλλως θὰ ἐστενοχωροῦντο νὰ μένωσι περισσότερον. Γυναῖκες, παῖδες καὶ κοράσια ὑπέφερον ἐπὶ τῶν πλοίων, ἂν καὶ ἦσαν ἠγκυροβολημένα ταῦτα.
Πάμπολλαι ἑλληνικαὶ οἰκογένειαι εἶχον ἔλθει ἐσπευσμένως ἐπὶ τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ ἰστιοφόρου τὸ ὁποῖον ἠδυνήθησαν νὰ εὕρωσιν, ὀλίγαι οἰκογένειαι δυτικῶν καὶ λεβαντίνων, καί τινες ἑβραϊκαί. Πολλοὶ τῶν πλοιάρχων ἐξήσκουν τὴν φιλανθρωπίαν μὲ τὸ ἀζημίωτον, ἐπιβιβάζοντες εἰς τὰ σκάφη των ὅσον τὸ δυνατὸν πλείονας ἐπιβάτας.
Ὅπως συμβαίνει πάντοτε ἐν καιρῷ πανικοῦ φόβου, μέγας συνωστισμὸς καὶ σπουδὴ ἀλόγιστος καὶ τυφλὴ φυγὴ εἶχον ἐπέλθει. Ὁ πρῶτος σαστισμὸς τῆς φυγῆς εἶχε συναντήσει δεύτερον σαστισμόν, τὸν σαστισμὸν τῶν ἐπειγόντων μέτρων εἰς τὰ ἑλληνικὰ παράλια. Ἔξω εἰς τὴν πολίχνην αἱ τοπικαὶ ἀρχαὶ εἶχον ἐκτελέσει τὴν προμήθειαν τοῦ ὑλικοῦ καὶ τὴν συμφωνίαν τῆς κατασκευῆς τῶν προσωρινῶν καταλυμάτων. Μέσα εἰς τὴν ἐρημόνησον, ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης ἐφιλοτιμεῖτο νὰ κατασκευάσῃ πολλὰ παραπήγματα εἰς μίαν ἡμέραν καὶ κατεσκεύασε ἐντὸς δύο ἑβδομάδων πλεῖστα ἡμιτελῆ. Πέταυρον μισοκαρφωμένον, ἀποσπώμενον τὴν νύκτα, ἀπὸ τὸ φύσημα τῆς αὔρας, ἔπιπτεν εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς μισοκοιμισμένης γυναικὸς καὶ τοῦ πιπιλίζοντος τὴν θηλήν της βρέφους εἰς τὸ πλευρόν της.
Στύλος μισοεμπεπηγμένος εἰς τὸ ἀμμῶδες ἔδαφος, θιχθεὶς ἀπὸ τὸν τανυόμενον πόδα τοῦ ρέγχοντος ὑπτίου ἀνδρός, ἔπιπτεν ὁμοῦ μὲ ὅλον τὸ παράπηγμα, καὶ ἐπλάκωνε τὴν κοιμωμένην οἰκογένειαν, πλησίον τοῦ βάλτου, εἰς τὴν παραλίαν. Γογγυσμοὶ καὶ θρῆνοι ἤρχισαν ν᾽ ἀκούωνται ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ἡ τερπνή, ἡ πρασινίζουσα πευκόφυτος καὶ ἐλαιόφυτος νῆσος, ἐφαίνετο ὡς μικρὰ γωνία πρῴην ἐρημικοῦ παραδείσου, εἰς ἣν ἐπέδραμον αἴφνης δαίμονες ὁδηγοῦντες κολασμένας ψυχὰς τὰς ὁποίας ἐτέρποντο νὰ βασανίζωσιν ἐν αὐτῇ τῇ Ἐδέμ, ὅπως καταστήσωσι σκληροτέραν τὴν κόλασιν.
Δὲν λέγομεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἦσαν ἐκτάκτως κακοί. Ἀλλοῦ ἴσως εἶναι χειρότεροι. Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες διὰ ν᾽ ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν. Ἀλλὰ ταῦτα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἀληθεύει ὅτι, εἰς τὴν ἐρημόνησον, τὴν χρησιμεύουσαν ὡς αὐτοσχέδιον λοιμοκαθαρτήριον, τὸ κρέας ἐπωλεῖτο ὑπὸ ἐλαστικῆς συνειδήσεως κερδοσκόπων ἀντὶ τριῶν δραχμῶν κατ᾽ ὀκάν, ὁ ἄρτος ἀντὶ ὀγδοήκοντα λεπτῶν καὶ ὁ οἶνος ἀντὶ δραχμῆς. Ὅσον διὰ τὸ νερόν, ἐπειδὴ τὸ μόνον πηγάδιον τὸ ὑπάρχον ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου ταχέως ἐστείρευσε, κατήντησε νὰ πωληθῇ πρὸς δύο δραχμὰς ἡ στάμνα.
Φυσικά, ἡ μεγάλη πληθὺς τῶν ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιωτῶν ἦσαν ἄνθρωποι πτωχοί. Ὀλίγοι μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν εὔποροι. Οἱ κερδοσκόποι ἀπέθετον τὰ ἐμπορεύματά των εἰς τὴν ἄκραν τῆς ἀπωτάτης ἀκτῆς τῆς ἐρημονήσου, ἐλάμβανον τὰ λεπτά των καὶ ἔφευγον. Ἡ χολέρα δυνατὸν νὰ κολλᾷ εἰς κάθε πρᾶγμα, ἀλλ᾽ εἰς τὰ χρήματα ὄχι.
Ἐλέχθη ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων, τῶν παρασταθέντων τότε ὡς θυμάτων τῆς χολέρας, ἀπέθανον πραγματικῶς ἐκ πείνης. Ἴσως νὰ μὴν ὑπῆρξεν ὅλως χολέρα. Ἀλλ᾽ ὑπῆρξε τύφλωσις καὶ ἀθλιότης καὶ συμφορὰ ἀνήκουστος. Οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι πάσχοντες, ἐσκληρύνοντο κατ᾽ ἀλλήλων, εἰς ἐπίμετρον, καὶ καθίστων τὴν δεινοπάθειαν ἀπείρως μεγαλυτέραν. Οἱ εὔποροι ἐκ τῶν καθαριζομένων ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν πτωχῶν, καὶ ἐμέμφοντο αὐτοὺς ὡς παραιτίους τῆς δυστυχίας δι᾽ αὐτῆς τῆς παρουσίας των. Οἱ πτωχοὶ ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν εὐπόρων, καὶ τοὺς ᾐτιῶντο ὡς προκαλοῦντας τὴν ἀκρίβειαν τῶν τροφίμων διὰ τῆς εὐπορίας των. Ὅλοι ὁμοῦ οἱ ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιῶται ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν κατοίκων τῆς πολίχνης, καὶ τοὺς κατηγόρουν ἐπὶ ἀσυνειδήτῳ αἰσχροκερδείᾳ καὶ σκληρότητι, ἐνῷ τὸ ἀληθὲς ἦτο ὅτι δέκα μόνον ἄνθρωποι ἐκ τῆς ἐμπορικῆς καὶ τυχοδιωκτικῆς τάξεως, ἥτις πουθενὰ δὲν λείπει, ἦσαν οἱ αἰσχροκερδεῖς καὶ οἱ σκληροὶ ἐκμεταλλευταὶ τῆς δυστυχίας. Οἱ κάτοικοι τῆς πολίχνης ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν ταξιδιωτῶν, καὶ ἐμίσουν αὐτούς, διότι εἶχον ἔλθει νὰ τοὺς φέρωσι τὴν χολέραν. Κακὴ ὑποψία, δυσπιστία καὶ ἰδιοτέλεια χωροῦσα μέχρις ἀπανθρωπίας, ἐβασίλευε πανταχοῦ. Ὅλα ταῦτα ἦσαν εἰς τὸ βάθος καὶ ὁ φόβος τῆς χολέρας ἦτο εἰς τὴν ἐπιφάνειαν. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χολέρα ἦτο μόνον πρόφασις, καὶ ὅτι ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν ἀνθρώπων ἦτο ἡ ἀλήθεια. Τὸ δαιμόνιον τοῦ φόβου εἶχεν εὕρει ἑπτὰ ἄλλα δαιμόνια πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἶχε λάβει κατοχὴν ἐπὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἀνθρώπων.
* * *
Πρωὶ καὶ ἑσπέρας καθ᾽ ἑκάστην κατέπλεον πλοιάρια εἰς τὴν ἐρημόνησον, ἐκεῖ εἰς τὴν ἄκραν τῆς κρημνώδους ἀκτῆς, παρὰ τὸν Ἅγιον Φλῶρον. Ναΐσκος ἐπ᾽ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Φλώρου καὶ Λαύρου, ὧν ἡ μνήμη τελεῖται τῇ 18 τοῦ Αὐγούστου, ὑπῆρχε τὸ πάλαι πέραν τῆς ἀκτῆς ἐκείνης, ἔσωθεν τοῦ ὅρμου. Σήμερον ὁ παλαιὸς ναΐσκος ἦτο ἐρείπιον. Ὁ πάτερ Νικόδημος ὁ Μανασσής, ὁ ἐπίτροπος τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐπὶ τῆς μικρᾶς νήσου, ἐνθυμήθη τὴν ἡμέραν, καὶ παρεκάλεσεν ἐκθύμως τοὺς δύο Ἁγίους, νὰ ἐλευθερώσωσιν αὐτὸν ἀπὸ τοὺς χολεριασμένους, ἐλευθερώνοντες τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν χολέραν. Δέκα ἡμέρας πρότερον, πρὶν καταπλεύσωσι τὰ ἐπιχόλερα πλοῖα καὶ τεθῇ ὑπὸ κάθαρσιν ἡ νῆσος, ὁ πάτερ Μανασσὴς εἶχε τὸ ἐξ αἰγῶν κοπάδι του, τὰ ἐρίφιά του, τὸ γάλα του, τὲς μυζῆθρές του, τὰ τυριά του, τὸν κῆπόν του μὲ τὰ ὀπωροφόρα δένδρα, τὸν σικυῶνά του μὲ τὰς κολοκύνθας, τὰς τομάτας καὶ τὰ λαχανικά, τὴν ἄμπελόν του μὲ τὰς σταφυλάς, ὅλα ἐν ἀκμῇ καὶ ἀφθονίᾳ. Δέκα ἡμέρας ὕστερον, οἱ τράγοι εἶχον σφαγῆ καὶ τὰ ἐρίφια εἶχον θυσιασθῆ, αἱ μυζῆθραι εἶχον καταφαγωθῆ, καὶ αἱ αἷγες, καταπατηθέντος τοῦ χόρτου, εἶχον στειρεύσει· ὁ κῆπος εἶχε δῃωθῆ, καὶ ὁ σικυὼν σχεδὸν εἶχεν ἐκριζωθῆ, καὶ ἡ ἄμπελος εἶχε μείνει ἔρημος σταφυλῶν. Ὁ πάτερ Νικόδημος ἔτιλλε τὰς ὀλίγας τρίχας, ὅσας εἶχε περὶ τοὺς κροτάφους, ἐτράβα τὸ σφηνοειδὲς γένειόν του, καὶ ἔλεγε: «Τί λόγο θὰ δώσω τώρα στὸν ἡγούμενο, ἐγώ; Τί θὰ πῶ τώρα στὸν οἰκονόμο;»
Τὴν πρωίαν ἐκείνην τῆς 18 Αὐγούστου εἶχον καταπλεύσει, ὡς συνήθως, αἱ λέμβοι εἰς τὴν ἄκραν τῆς ἀκτῆς καὶ εἶχον κομίσει τρόφιμα. Μεταξὺ τῶν συνήθων πορθμέων ἦσαν ὁ Γιάννης ὁ Νυδραῖος, ὁ Δημήτρης ὁ Τσοῦνος, ὁ Γιαννιὸς ὁ Ντεληβάρκας, ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι καὶ ἄλλοι. Ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι ἔκαμνε πέντε καὶ ἓξ ταξίδια καθ᾽ ἑκάστην, μεταξὺ τῆς πολίχνης καὶ τοῦ Τσουγκριᾶ. Ἦτο ἀκούραστος. Ἔλεγε «τώρα θὰ βάλω ἀτμό». Καὶ ἐξήρχετο πράγματι ἀχνὸς ἀπὸ τοὺς ρώθωνας καὶ τὸ στόμα του, καὶ παρ᾽ ὀλίγον νὰ ἐξέλθῃ ἀχνὸς ἀπὸ τὰ ἰδρωμένα στέρνα καὶ τὸν τράχηλόν του. Μὲ τὸν ἕνα ἡράκλειον βραχίονα ἤλαυνε τὴν κώπην, μὲ τὸν ἄλλον ἴθυνε τὸ πηδάλιον, μὲ τοὺς ὀδόντας ἐκράτει τὴν σκόταν τοῦ πανιοῦ. Εἶχεν ἕνα σύντροφον παιδίον δεκατετραετές, τὸν υἱόν του τὸν Γεώργιον. Εἰς τὴν πρῷραν τῆς βάρκας ἐφόρτωνε ψωμία καὶ κάνιστρα μὲ ὀπώρας καὶ ζεύγη ὀρνίθων δεμένων τοὺς πόδας, καὶ βοτίλιες μὲ ρούμι, εἰς τὸ ἀμπάριον ἐφόρτωνε σάκκους ἀλεύρου καὶ ὀρυζίου καὶ ζαχάρεως, εἰς τὴν πρύμνην ἐφόρτωνε φλάσκες γεμᾶτες κρασὶ καὶ στάμνες μὲ νερόν. Αὐτὸς ἵστατο ἀνάμεσα εἰς δύο φλάσκες, τὰς ὁποίας «ἐχαιρετοῦσε» κάποτε, διὰ νὰ δροσίζηται εἰς τὸ ταξίδιον, καὶ εἶτα τὲς ἀπεγέμιζε μὲ νερόν· ὁ υἱός του ὁ Γιώργης, ἐπάτει ἀνάμεσα εἰς ζεῦγος ὀρνίθων δεμένων καὶ εἰς βοτίλιαν μὲ ρούμι. Ἐκοίταζε πότε ἔβλεπεν ἀλλοῦ ὁ πατήρ του, ἔσκυπτε διὰ νὰ διευθετήσῃ τὲς κόττες, ποὺ ἦσαν ζαλισμένες καὶ σχεδὸν δὲν ἔβγαζαν φωνήν, ἥρπαζε τὴν βοτίλιαν μὲ τὸ ρώμι, κ᾽ ἔπινε μικρὰν δόσιν. Ὅλοι οἱ ἰατροὶ τὸ ἐσύσταιναν ὡς ἰατρικόν. Ἦτο ἀγγλικὸν ρώμι, καὶ μὲ ὀλίγας δόσεις ἐγίνετο κανεὶς «ζούνα»*.
Τὴν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι εἰς τὸ τελευταῖον ταξίδιόν του εἶχε φέρει διὰ τῆς λέμβου του κ᾽ ἕνα νεωστὶ διορισθέντα «βαρδιάνον». Ἕκαστον πλοῖον τιθέμενον ὑπὸ κάθαρσιν ἦτο ὑπόχρεων νὰ προσλάβῃ ἕνα βαρδιάνον, ἤτοι φύλακα. Ἐὰν τὸ πλοῖον ἦτο μεγαλύτερον, ἔπαιρνε καὶ δύο τοιούτους φύλακας. Οἱ βαρδιάνοι οὗτοι ἦσαν γηραιοὶ ναῦται ἢ ἄλλοι ἄνθρωποι τοῦ τόπου πτωχοί, οἵτινες, χάριν μικροῦ μισθοῦ, ἐδέχοντο νὰ «σπορκαρισθοῦν», ἤτοι νὰ τεθῶσιν ὑπὸ κάθαρσιν, ὅπως ἐπιβλέπωσι τὴν ἀκριβῆ τήρησιν τῆς καθάρσεως ἐπὶ τῶν πλοίων. Ὁ πλοίαρχος τοῦ καθαριζομένου πλοίου ἦτο ὑπόχρεως νὰ δίδῃ αὐτοῖς μισθὸν καὶ τροφήν. Πλείονας τῶν πενῆντα τοιούτους βαρδιάνους εἶχον κουβαλήσει ἤδη ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι καὶ οἱ ἄλλοι βαρκάρηδες. Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον εἶχε φέρει σήμερον ὁ Ἀλέξης ἦτο μικρόσωμος καὶ στρογγύλος τὸν κορμόν, καὶ σπανός. Ἐφόρει πλατεῖαν βράκαν, καὶ ἐπὶ τῆς βράκας μέγα ταμπάρον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει, ὡς ἔλεγε, διὰ νὰ μὴ κρυώνῃ τὴν νύκτα εἰς τὴν κουβέρταν* τοῦ καραβιοῦ, ὅπου θὰ ἐκοιμᾶτο, καὶ ἦτο ζαρωμένος τὸ πρόσωπον. Ἐκαλεῖτο, καθὼς ἐγράφη εἰς τὰ βιβλία τοῦ ὑγειονομείου, μπαρμπα-Σταμάτης Γυρατσίνης.
Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ἐπερίμενε τὴν τελευταίαν βαρκαδιὰ τοῦ Ἀλέξη εἰς τὴν ἄκραν τῆς ἀκτῆς τοῦ Ἁγίου Φλώρου. Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὁ λεμβοῦχος, ὅστις εἶχε σπορκαρισθῆ ἀκουσίως, ὡς εἴπομεν ἐν ἀρχῇ τοῦ παρόντος διηγήματος, εἶχεν εὕρει δουλειάν, κ᾽ ἐξετέλει χρέη βαρκάρη ἐντὸς τῆς νήσου, μεταξὺ τῶν ἄλλων σπορκαρισμένων. Παρελάμβανε τὸ μεγαλύτερον μέρος τῶν ἐμπορευμάτων, τῶν κομιζομένων ἡμερησίως ἀπὸ τὴν ἀκτὴν τοῦ Ἁγίου Φλώρου, καὶ τὰ μετέφερεν εἰς τὸν ἄλλον κάβον, παρὰ τὸν Λαλαριᾶν, ὅπου ἦσαν τὰ παραπήγματα.
Εἶχε νυκτώσει ἤδη, καὶ ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος μετέφερεν ἐν σπουδῇ τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου τὰ ἀπέθετε ταχέως τὸ Παποράκι, εἰς τὴν λέμβον τὴν ἰδικήν του. Ἰδὼν δὲ αἰφνιδίως εἰς τὸ λυκόφως τὸν βραχύσωμον γέροντα, ὅστις εἶχεν ἔλθει μὲ τὴν φελούκαν τοῦ Ἀλέξη:
― Μπά! αὐτὸς πάλιν ποιὸς εἶναι; εἶπεν.
Ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι ἀπήντησε μακρόθεν, ἐνῷ ἔφευγε, μὲ κωμικὴν καὶ πλαστὴν φωνήν:
― Αὐτὸς εἶναι ὁ μπαρμπα-Σταμάτης ὁ Γυρατσίνης.
Ὁ Μπρίκος ἀνεσκίρτησε, τὸ μὲν ἐκ φόβου, τὸ δὲ ἐκ δυσπιστίας καὶ ἀπορίας.
―Ὁ μπαρμπα-Σταμάτης ὁ Γυρατσίνης εἶναι πεθαμένος τώρα ἀπὸ δῶ καὶ δυὸ χρόνια, εἶπεν.
Ἐκεῖνος περὶ οὗ ἐγίνετο ἡ φιλονικία αὕτη ἔφερε τὸν δάκτυλον εἰς τὸ στόμα καὶ ἐπέβαλε σιωπὴν εἰς τὸν Μπρίκον τὸν βαρκάρην.
― Χαιρετίσματα ἀπὸ τὴ γυναῖκά σου, τὴ Γαρουφαλιά, Γιάννη, τοῦ εἶπε.
― Μπά!… τίνος φωνὴ εἶναι αὐτή; εἶπεν ὁ Μπρίκος.
Καὶ ἐκτύπα τὸ μέτωπόν του διὰ νὰ ἐνθυμηθῇ.
― Ἡσύχασε τώρα, παιδί μου, καὶ θὰ σοῦ πῶ τί τρέχει, εἶπεν ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἐκάλουν μπαρμπα-Σταμάτην Γυρατσίνην… Ἀλλὰ πρῶτα, ἤθελα νὰ σ᾽ ἐρωτήσω κ᾽ ἐκρατήθηκα ὣς τώρα, μὴ ξέρῃς τί γίνεται ὁ Σταῦρος τοῦ Γιαλῆ, ὁ γυιὸς τῆς Σκεύως;
Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος διὰ μιᾶς ἀνεγνώρισε τὸ λαλοῦν πρόσωπον.
―Ἄ! σὺ εἶσαι, εἶπε… καὶ πῶς αὐτό;
― Σιώπα τώρα… καὶ θὰ σοῦ πῶ… Πές μου τί γίνεται ὁ Σταῦρος..
―Ὁ Σταῦρος… εἶπαν πὼς… ἦτον ἄρρωστος… ποιὸς ξέρει… ἐτραύλισεν ὁ Γιάννης· ἐδῶ, ὅπως καταντήσαμε, ποιὸς ἐρωτᾷ γιὰ τὸν ἄλλον, ἂν ζῇ ἢ ἂν ἀπέθανε;
Τὸ πρόσωπον τὸ παρουσιαζόμενον ὡς βαρδιάνος, ἔρρηξε σπαρακτικὴν κραυγὴν ἀπελπισίας καὶ συνῆψεν ἐν ἀγωνίᾳ τὰς χεῖρας.
―Ὁ Σταῦρος πέθανε! εἶπεν.
Ὁ Γιάννης ἀνένευσεν.
―Ὄχι, δὲν εἶπα τέτοιο πρᾶμα, εἶπε· σοῦ λέω τὴν ἀλήθεια… Τί, θέλεις νὰ σὲ περιγελῶ; Δὲ ξέρω ποῦ εἶναι καὶ τί γίνεται.
Ὁ μπαρμπα-Σταμάτης ὁ Γυρατσίνης ἡσύχασεν ἐν μέρει. Εἶτα αὐτὸς καὶ ὁ Γιάννης, ἀφοῦ εἶχαν μεταφερθῆ τὰ πράγματα εἰς τὴν βάρκαν, ἐπεβιβάσθησαν εἰς τὴν φελούκαν τοῦ Μπρίκου, καὶ ἀπεχαιρέτισαν μακρόθεν τὸν Ἀλέξην τὸ Παποράκι. Ὁ Γιάννης ἔλαβε τὰ κωπία, κ᾽ ἐξεκίνησαν.
* * *
Ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, καθ᾽ ἣν ἡ θεια-Σκεύω, ἐπιστρέφουσα ἀπὸ τὴν οἰκίαν τῆς Γερακίνας, ἤκουσε τὸ δυσοίωνον ἄγγελμα, τὸ ὁποῖον τῆς ἔστειλεν ἐν τῇ ἀώρῳ καὶ ἀσυνειδήτῳ σκληρότητί του ἓν παιδίον ἀπὸ μίαν βάρκαν: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος στὸν Τσουγκριᾶ ἀπὸ χολέρα…», ἡ Σκεύω δὲν ἤκουσε πλέον ἄλλην φωνὴν ἢ αὐτὴν καὶ μόνην, τὴν ἀντηχοῦσαν εἰς τὰ ἐνδόμυχά της, καὶ χαραχθεῖσαν μὲ πυρίνους χαρακτῆρας ἐπὶ τῆς μητρικῆς καρδίας· καὶ δὲν ἔζησε πλέον ἄλλην ζωήν, ἢ τὴν συνεχομένην μὲ τὴν ζωὴν καὶ μὲ τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της, καὶ ἀντανακλωμένην ἀπὸ τὴν κινδυνεύουσαν ὕπαρξιν ἐκείνου.
Ἐπανῆλθεν, ἡ ἔρημη, εἰς τὸ σπιτάκι της. Πῶς ηὗρε τὸν δρόμον; Ποῦ ἐπάτησεν; Ἀπὸ ποῦ ἐπέρασε; ― Ποῖος ἐνθυμεῖτο; Ἤνοιξε τὴν θύραν της. Πῶς ἠμπόρεσε νὰ γυρίσῃ τὸ κλειδὶ εἰς τὴν κλειδότρυπαν; Εἰσῆλθε. Πῶς δὲν ἔπεσεν εἰς τὴν μέσην τοῦ δρόμου;
Ἐγονάτισεν ἐμπρὸς εἰς τὴν Παναγίτσαν της, τὴν μικρὰν ἀσημωμένην Παναγίτσαν, τὴν ἴσην μὲ τὸ τρυφερὸν καὶ λευκὸν μέτωπον τριετιζούσης ἀθῴας κόρης. Ἐγονάτισεν ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἁι-Νικόλα της, ἐκεῖνον ὅστις ὑπῆρξε συνταξιδιώτης τοῦ ἀνδρός της εἰς τὰ ταξίδια, συγκολυμβητὴς καὶ σωτὴρ εἰς τὰ ναυάγια. Ἐκράτησε τὸ μέτωπόν της μὲ τὰς δύο χεῖρας διὰ νὰ μὴν ἐκραγῇ, τοὺς κροτάφους της διὰ νὰ μὴ ραγισθοῦν, τὴν καρδίαν της διὰ νὰ μὴ σταματήσῃ. Ἐδοκίμασε νὰ κάμῃ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἡ χείρ της ἡ δεξιὰ ἦτο μολυβδίνη. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», καὶ ἡ γλῶσσά της δὲν ἐγύριζε, καὶ τὰ χείλη της δὲν ἐκινοῦντο, μόνον ἡ ἔννοια τῆς προσευχῆς ἐσχηματίζετο εὐτυχῶς εἰς τὸν νοῦν της. Εἶτα ἀφῆκεν αἴφνης μίαν κραυγήν, καὶ ἤρχισαν νὰ τρέχωσι ποταμὸς τὰ δάκρυά της. Τότε ᾐσθάνθη ἀνακούφισιν καὶ συνέλαβε μικρὰν ἐλπίδα.
Προσηυχήθη ἐπὶ μακρὸν διὰ τὸ παιδί της ― διότι φεῦ! δὲν ἀμφέβαλλεν ὅτι ἡ κλήρα* τῆς εἶχεν εἴπει τὴν ἀλήθειαν, καὶ οὐδ᾽ ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ ζητήσῃ ἐπιβεβαίωσιν τῆς εἰδήσεως.
Ἔμεινεν ἐπὶ ὥρας γονατιστή, καὶ ὅταν ἐπῆλθεν ὁ κάματος, καὶ ἐξηπλώθη αὐθορμήτως ἐπὶ τοῦ μικροῦ ἐστρωμένου χαμηλοῦ σοφᾶ* της, τότε συνέλαβε μίαν ἀπόφασιν καὶ εἶπε μεγαλοφώνως: «Βαρδιάνος στὰ σπόρκα θὰ πάω. Βαρδιάνος στὰ σπόρκα!»
* * *
Ἐξημέρωσεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν. Ἡ θεια-Σκεύω ἐπῆγε νὰ ἐνταμώσῃ τὴν θυγατέρα της τὴν ἄκληρην, ἥτις εἶχε τὴν οἰκίαν της εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τοῦ χωρίου. Ἡ γυνὴ αὕτη εἶχεν ἕνα ἀνδράδελφον ὅστις ἦτο φύλαξ τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Τώρα, ὡς ἦτο ἑπόμενον, ἦτο μόνον ἐπὶ ψιλῷ ὀνόματι, πράγματι δὲ διέτριβεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἦτο ὑπηρέτης τοῦ ἐπιστάτου τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Διότι ἐκτάκτως διὰ τὴν περίστασιν, εἶχε διορισθῆ ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου ὁ κ. Ρώνυμος, ἄνθρωπος ἀπὸ ἱστορικὴν οἰκογένειαν, ὡς ἐλέγετο.
Ἡ θεια-Σκεύω δὲν εἶπε τίποτε εἰς τὴν θυγατέρα της, εἰμὴ μόνον ὅτι ἔμαθεν ὅτι εἶχεν ἔλθει ὁ Σταῦρος καὶ ὅτι ἦτο εἰς τὴν καραντίναν. Τῆς εἶπαν μάλιστα ὅτι ἦτο ὀλίγον ἄρρωστος, ἀλλὰ δὲν εἶχε φόβον. Ἡ κόρη της ἡ ἄκληρη δὲν ἔδειξε μεγάλην συγκίνησιν ἅμα ἤκουσε τὸ ἄγγελμα τοῦτο. Αὐτὴ εἶχε καταδαπανηθῆ σωματικῶς καὶ χρηματικῶς ὅλη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, εἰς ἰατρικὰ καὶ βότανα, προσπαθοῦσα ν᾽ ἀποκτήσῃ κληρονόμον. Ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα μετρίως τὴν ἐνδιέφερον. Ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὴν μητέρα της ὅτι τὸ τελευταῖον βότανον, τὸ ὁποῖον τῆς εἶχε δώσει ὁ ἐμπειρικὸς τῆς γειτονιᾶς, τῆς ἔφερε κακὰ συμπτώματα. Ἡ Σκεύω τὴν ἐσυμβούλευσε δι᾽ ἑκατοστὴν φορὰν νὰ εἶναι προσεκτική, νὰ φυλάγεται ἀπὸ φάρμακα, καὶ νὰ ἔχῃ πεποίθησιν ὅτι, μόνον ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θ᾽ ἀποκτήσῃ κληρονόμον.
Εἶτα ἡ γραῖα ἐζήτησε νὰ ἐνταμώσῃ τὸν ἀνδράδελφον τῆς κόρης της, ἐπὶ προφάσει ὅτι ἤθελε νὰ λάβῃ πληροφορίας διὰ τὸν Σταῦρον, καὶ νὰ τοῦ ζητήσῃ νὰ τὴν εὐκολύνῃ, ἂν ἤθελε νὰ τοῦ στείλῃ κάτι τι εἰς τὴν καραντίναν. Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἔστειλε πτωχήν τινα, ἥτις ἔζη ἐκτελοῦσα διαφόρους ὑπηρεσίας εἰς τὰ σπίτια τῆς γειτονιᾶς, εἰς τὴν κατοικίαν τοῦ ἐπιστάτου τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ ἀνδραδέλφου της. Ὁ φύλαξ τῆς ἐπιστασίας, ὅστις διήρχετο ὥρας τινὰς καθ᾽ ἑκάστην μαγειρεύων εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἐπιστάτου, καὶ τὸ ὑπόλοιπον τῆς ἡμέρας ἐδαπάνα εἰς τὸ ἀπέναντι καπηλεῖον ὅπου κατήρχετο διὰ νὰ ψωνίσῃ, δὲν ἦτο ἄνθρωπος δυσεύρετος. Ἀκριβῶς τὴν ὀγδόην ὥραν τῆς πρωίας, ὅταν ἔφθασεν ἡ ἀπεσταλμένη τῆς νύμφης του, ὁ μπαρμπα-Νίκας εὑρίσκετο εἰς τὴν τρίτην ἐπίσκεψίν του εἰς τὸ καπηλεῖον. Εἶχε κατέλθει ἅπαξ, λίαν πρωί, διὰ ν᾽ ἀγοράσῃ κάρβουνα. Ὁ μικρὸς παντοπώλης τοῦ ἐζύγισε μίαν ὀκὰν κάρβουνα. Ὁ μπαρμπα-Νίκας διέταξε ἐν τῷ μεταξὺ νὰ τοῦ βάλῃ τὸ σύνηθες πρωινόν του ρώμι. Ὁ κάπηλος τοῦ ἔβαλε τὸ ρώμι. Ὁ μπαρμπα-Νίκας τὸ ἔπιε, καὶ συγχρόνως ἤναψε τὸ σιγάρον του. Εἶτα τὸν διέταξε νὰ τοῦ βάλῃ ἓν δεύτερον ρώμι, «τὸ ταχτικό του». Ὁ κάπηλος τοῦ ἔβαλεν. Ὁ φύλαξ τῆς ἐπιστασίας τὸ ἔπιεν, ἔλαβε τὸ δοχεῖον μὲ τὰ κάρβουνα, ἀνῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ προϊσταμένου του, ἤναψε φωτιάν, διὰ νὰ ψήσῃ τὸν πρωινὸν καφὲν τοῦ προϊσταμένου του. Εἶτα κατῆλθεν εἰς τὸ μικρὸν παντοπωλεῖον διὰ νὰ ἀγοράσῃ ζάχαριν. Ὁ μικροκάπηλος τοῦ ἔβαλε τὴ ζάχαριν. Εἶτα ὁ μπαρμπα-Νίκας εἶπε: «Γιά, βάλε μου ἀκόμη ἕνα ρώμι». Ὁ κάπηλος τοῦ ἔβαλε τὸ ρώμι. Ὁ μπαρμπα-Νίκας τὸ ἔπιεν, εἶτα ἔστριψε τὸ σιγάρον του, καὶ διέταξεν ἀκόμη ἓν ρώμι. «Αὐτὸ θὰ τραβήξω ἀκόμη, εἶπεν· εἶναι γιατρικό». Τὸ ἔπιε, καὶ εἶπεν εἰς τὸν κάπηλον νὰ περάσῃ τὰ τέσσαρα ρώμια εἰς τὰ ὀψώνια τοῦ προϊσταμένου του.
Μετὰ μίαν ὥραν, ὁ προϊστάμενος ἐνίφθη, ἐνεδύθη, ἐκάπνισε τέσσαρα τσιγάρα, τοῦ ἐπέρασε τὸ μαχμουρλίκι, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸ καφενεῖον διὰ νὰ πίῃ τὸν δεύτερον καφέν. Μόλις ὁ προϊστάμενος ἔκαμψε τὴν πρώτην γωνίαν τοῦ παραθαλασσίου δρόμου, καὶ ὁ μπαρμπα-Νίκας ἔδειξε τὴν κόκκινην μούρην του, μὲ τοὺς μεγάλους μύστακας καὶ τὸν μεγάλον κοῦκον τὸν ὁποῖον ἐφόρει, ὑπεράνω τοῦ πτερυγίου τοῦ ἐξώστου. Κατέβη εἰς τὸ μικρὸν καπηλεῖον διὰ νὰ ὀψωνίσῃ διὰ τὸ μεσημβρινὸν γεῦμα τοῦ προϊσταμένου του. Εἶπεν εἰς τὸν κάπηλον νὰ τοῦ βάλῃ λάδι καὶ βούτυρον καὶ ρύζι. Ὁ κάπηλος τοῦ τὰ ἡτοίμασεν. Ὁ μπαρμπα-Νίκας διέταξε νὰ τοῦ βάλῃ ἕνα ρώμι, «τὸ δυναμωτικό του», καὶ ὁ κάπηλος τοῦ τὸ ἔβαλε. Εἶτα ἐστρώθη εἰς τὸ καπηλεῖον, ἐκάπνισεν ἀργὰ τὸ τσιγάρον του, καὶ διέταξε νὰ τοῦ βάλῃ «τὸ οὔλτιμο*». Ὁ κάπηλος τοῦ τὸ ἔβαλεν. Ὁ μπαρμπα-Νίκας τὸ ἐρρόφησε. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἔφθασεν ἡ γυνὴ τὴν ὁποίαν εἶχε στείλει ἡ νύμφη του, ἡ θυγάτηρ τῆς Σκεύως. Ἡ γυνὴ τὸν ἐκάλεσεν ἔξω τῆς θύρας καὶ τοῦ ὡμίλησεν:
―Ἐγὼ δὲν ἀδειάζω οὔτε ἴσα μὲ τὸ καπηλειὸ νὰ κατεβῶ, ἀπήντησεν ὁ μπαρμπα-Νίκας· πὲς τῆς συμπεθέρας πολλὰ χαιρετίσματα, ἂν ἀγαπᾷ, ἂς κοπιάσῃ ἐκείνη νὰ μοῦ πῇ τί θέλει· γιατὶ ἐγὼ μαγειρεύω τοῦ ἀφεντικοῦ, καὶ δὲν ἀδειάζω οὔτε στὸ καπηλειὸ νὰ κατεβῶ, νὰ πιῶ κ᾽ ἐγὼ ἕνα ρούμι.
Ἡ γυνὴ ἀπῆλθεν.
Ὁ μπαρμπα-Νίκας ἐπανῆλθεν εἰς τὸ καπηλεῖον καὶ διέταξε τὸν κάπηλον νὰ τοῦ βάλῃ «τὸ κόντρα οὔλτιμο»*. Τὸ ἔπιεν, εἶπεν εἰς τὸν κάπηλον νὰ περάσῃ τὰ τρία ρούμια εἰς τὰ ὀψώνια τοῦ ἀφεντικοῦ, καὶ λαβὼν τὰ ὀψώνια ἀνῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν.
* * *
Ἀποτέλεσμα τῆς συνεντεύξεως τῆς Σκεύως καὶ τοῦ Νίκα, ἥτις συνέβη ἐπὶ τοῦ ἐξώστου τῆς οἰκίας τοῦ ἐπιστάτου, ἦτο ὅτι ὁ μπαρμπα-Νίκας συνεκινήθη μέχρι δακρύων εἰς τὴν ἀπίστευτον ἀνακοίνωσιν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκαμεν ἡ γραῖα συμπεθέρα του. Ὁ μπαρμπα-Νίκας ἦτο ἀγαθὸς τὰ ἄλλα ἄνθρωπος, καὶ ἓν μόνον ἐλάττωμα εἶχεν ὅτι, ἐνῷ ὁ προϊστάμενος τοῦ εἶχεν ἄδειαν νὰ περνᾷ μόνον τρία ἢ τέσσαρα τὸ πολὺ ρώμια τὴν ἡμέραν εἰς τὸν λογαριασμὸν τῶν ὀψωνίων τοῦ ἐπιστάτου, αὐτὸς ἐπέρνα συνήθως τὸ διπλάσιον, ἐνίοτε καὶ παραπάνω.
Ὁ μπαρμπα-Νίκας διεμαρτυρήθη ἀσθενῶς κατὰ τοῦ παραδόξου σχεδίου τῆς Σκεύως, εἶτα ἐνέδωκεν, ὑπεσχέθη τὴν ἐγκάρδιον συνδρομήν του καὶ τὴν ἀπέπεμψε.
Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῆς Σκεύως, ὁ μπαρμπα-Νίκας, στενοχωρημένος, κατέβη εἰς τὸ καπηλεῖον, σπογγίζων τοὺς ὑγροὺς ὀφθαλμούς του, ἤναψεν ἓν τσιγάρον, καὶ διέταξε τὸν κάπηλον νὰ τοῦ βάλῃ «τὸ πρίμο σεγκόντο»*.
Τὴν μεσημβρίαν, ὅταν ἔφθασεν ὁ ἐπιστάτης ἀπὸ τὸ καφενεῖον, ὅπου εἶχε παίξει τρεῖς ρωσικὲς πρέφες καὶ δύο πικέτα, καὶ εἶχε συζητήσει ἐπὶ δύο ὥρας πολιτικά, ὁ μπαρμπα-Νίκας, ὅστις ἐξηκολούθει νὰ εἶναι συγκεκινημένος ἀκόμη ἀπὸ τὴν μετὰ τῆς Σκεύως συνέντευξιν, καὶ ὅστις δὲν εἶχε καταβῆ πλέον εἰς τὸ καπηλεῖον, ἀφότου ἔπιε τὸ «πρίμο σεγκόντο», ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὸν προϊστάμενόν του, τὸν ὑπηρέτησε μὲ ἔκτακτον προθυμίαν καὶ περιποίησιν, τὸν ἀφῆκε νὰ φάγῃ, καὶ εἰς τὰ ἐπιδόρπια, ἀφοῦ ὁ κ. Ρώνυμος ἔφαγε τρία τεμάχια ἐκλεκτοῦ ροδακίνου καὶ ἔπιε δύο ποτήρια εὐώδους μοσχάτου, ὁ μπαρμπα-Νίκας ἔφερε τρεῖς γῦρες περὶ τὴν τράπεζαν, καὶ εἶτα ἤρχισε νὰ προοιμιάζεται εἰς τὸν προϊστάμενόν του διὰ μίαν μικρὰν ὑπόθεσιν.
Αὐτὸς ἀπαιτήσεις πολλὰς δὲν εἶχε. Δὲν ἦτον ὡσὰν μερικοὺς ἄλλους ὁποὺ δὲν ἀφήνουν ἡσύχους τοὺς προστάτας των, μὲ τὰς ἀτελειώτους ἀπαιτήσεις, τὰς ὁποίας παρουσιάζουν. Περιπλέον ἤξευρε νὰ γνωρίζῃ χάριν εἰς τὸν εὐεργέτην του. Δὲν ὡμοίαζε μὲ ἄλλους, ὁποὺ γίνονται γῆ νὰ τοὺς πατήσῃς ἐνόσῳ ἔχουν τὴν ἀνάγκην σου, κ᾽ ὕστερα, ὅταν τοὺς παρακαλέσῃς γιὰ ἀσπροῦ* πρᾶμα, «ποῦ σ᾽ εἶδα, ποῦ σὲ ξέρω». Αὐτὸς ἤξευρε νὰ διατηρῇ τὴν εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν καλοθελητήν του ἐφ᾽ ὅρου ζωῆς του. Ἕνας πτωχὸς συγγενής του τοῦ εἶχε φορτωθῆ ― μὰ εἶναι ἀλήθεια καὶ ἀξιολύπητος― ὁ μπαρμπα-Σταμούλης ὁ Καρδαράκης, ἔτσι τὸν λένε. Ἠμπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καὶ δύσκολο αὐτὸ ποὺ ζητεῖ, μὰ εἰς αὐτόν, ἀλήθεια, φαίνεται μεγάλο πρᾶμα. Γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι τὸν κύριον ἐπιστάτην τὸν παραφορτώνονται πολλοί, μὲ πολλὰς καὶ μεγάλας ἀπαιτήσεις. Ἂς εἶναι. Λαμβάνει κι αὐτὸς τὸ θάρρος νὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ τοῦ κάμῃ τὴν χάριν νὰ τὸν βάλῃ αὐτὸν τὸν συγγενῆ του, τὸν Σταμούλην Καρδαράκην, βαρδιάνον εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ καράβια ποὺ εἶναι στὴν καραντίνα, καὶ ποὺ ἔρχονται καθημερινῶς. Θὰ τὸ γνωρίζῃ μεγάλην χάριν τοῦ κὺρ ἐπιστάτη. Ἠμπορεῖ μάλιστα, ἂν δὲν ὑπάρχῃ κατὰ τὸ παρὸν ἄλλη θέσις, νὰ τὸν συστήσῃ νὰ μβῇ βαρδιάνος, νὰ τὸν βάλῃ βαρδιάνον, εἰς αὐτὸ τὸ μεγάλο καράβι ποὺ ἦρθε χθές, ποὺ εἶναι καὶ ντόπιοι ἄρρωστοι ἀπὸ χολέρα, καθὼς λέγουν, ἕνας Σταῦρος τοῦ Γιαλῆ, γυιὸς τῆς Σκεύως, ὁ λοστρόμος τοῦ καραβιοῦ καὶ ἄλλοι, ἀπάνω εἰς τὸ καράβι. Ἠμπορεῖ ὁ κύριος ἐπιστάτης, ἐκ συμφώνου μὲ τὸν λιμενάρχην καὶ μὲ τὸν ὑγειονόμον, νὰ ὑποχρεώσουν τὸν πλοίαρχον αὐτοῦ τοῦ καραβιοῦ νὰ πάρῃ καὶ δεύτερον βαρδιάνον, σιμὰ εἰς τὸν πρῶτον ποὺ πῆρε, ὡς μεγάλο παρτίδο* ποὺ εἶναι. Καὶ ἄλλα καράβια ἐπῆραν βαρδιάνους διπλοῦς. Καὶ ἂν δὲν γίνεται πάλιν εἰς τὸ ἴδιο καράβι, νὰ πάῃ δεύτερος, ἂς πάῃ σ᾽ ἕνα ἄλλο καράβι, ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ἦρθαν καὶ ἔρχονται καθημερινῶς. Αὐτὸ ἤθελε νὰ παρακαλέσῃ τὸν κύριον ἐπιστάτην. Αὐτὸς δὲν θὰ εἶχε τὸ θάρρος ποτέ. Μὰ αὐτὸς ὁ συγγενής του, ἐκεῖνος τοῦ ἐπαραφορτώθη. Τὸ σωστὸν εἶναι ὅτι εἶναι πτωχὸς ἄνθρωπος καὶ εἶναι ἀξιολύπητος. Σταμούλη Καρδαράκη, ἔτσι τὸν λένε.
Ὁ κ. Ρώνυμος, ἀνακεκλιμένος ἐπὶ τοῦ καναπέ, κατὰ τὸ ἥμισυ ἤκουε τὸν ὑπάλληλόν του καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ ἐρρέμβαζεν ἢ ἐκοιμᾶτο. Τέλος τοῦ ἀπήντησε:
― Πῶς μπόρεσες νὰ πῇς τόσα πολλὰ λόγια διὰ τόσον μικρὰν ὑπόθεσιν, μπαρμπα-Νίκα;…Ἐσὺ ἄλλοτε δὲν συνηθίζεις νὰ λὲς τόσα πολλὰ λόγια…
―Ἀλήθεια, ἀπήντησεν ὁ μπαρμπα-Νίκας… μὰ κ᾽ ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα σκοπό… Αὐτὸς ὁ συμπέθερός μου, ὁ Σταμούλης ὁ Καρδαράκης…
―Ἂς εἶναι, ὑπέλαβεν ὁ ἐπιστάτης. Φέρε τον τὸ βράδυ εἰς τὸ λιμεναρχεῖον, καὶ θὰ ἰδοῦμε…
Ὁ μπαρμπα-Νίκας εὐχαρίστησε κ᾽ ἐξῆλθε.
* * *
Τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας, ἥτις ἦτο ἡ 17 Αὐγούστου, βραχύσωμον γερόντιον παρουσιάσθη ἐνώπιον τοῦ κὺρ ὑγειονόμου, τοῦ ἐπιστάτου τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, καὶ τοῦ λιμενάρχου οἵτινες εἶχον συνέλθει εἰς συμβούλιον ἐν τῷ λιμεναρχείῳ. Εἰς τὸν προθάλαμον εὑρίσκοντο πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι γηραιοί, πρῴην ναῦται, οἵτινες ἐπερίμεναν νὰ μάθωσιν ἂν ἔγινε δεκτὴ ἡ προσφορά των. Ἦσαν ὅλοι ὑποψήφιοι φύλακες τῶν ὑπὸ κάθαρσιν πλοίων, βαρδιάνοι. Δὲν ἐβράδυναν δὲ νὰ μάθωσιν ὅτι ἦσαν δεκτοί.
Τὸ γερόντιον, περὶ οὗ 〈ὁ〉 λόγος, ἐφαίνετο προστατευόμενον ἀπὸ τὸν φύλακα τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, τὸν μπαρμπα-Νίκαν, ὅστις, χωρὶς νὰ παρίσταται συνεχῶς, χωρὶς νὰ φαίνεται συνοδεύων, εἰσήρχετο, ἐξήρχετο, ἐπλησίαζεν εἰς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου ὅπου συνεδρίαζον οἱ τρεῖς δημόσιοι λειτουργοί, ἔβαινε πλησίον τοῦ γεροντίου, ἔκυπτεν εἰς τὸ οὖς αὐτοῦ, ἔλεγε δύο λέξεις καὶ ἀπεσύρετο.
Τέλος ἐδόθη διαταγὴ νὰ εἰσαχθῶσιν οἱ περιμένοντες. Οἱ ἓξ γέροντες πρῴην ναυτικοὶ ἐπλησίασαν ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον εἰς τὴν θύραν τοῦ ἰδιαιτέρου γραφείου, ἔβγαλαν τοὺς κούκους των, τὰ κασκέτα, ἢ τὰ χονδρὰ σκιάδιά των, εἶπεν ἕκαστος τὸ ὄνομά του, ἐνεγράφη εἰς τὸ βιβλίον τῶν ὑπὸ κάθαρσιν πλοίων καθὼς καὶ εἰς τὸ ἰδιαίτερον βιβλίον τῶν φυλάκων τῆς καθάρσεως, ἔλαβε μικρὰν προκαταβολὴν ἀπέναντι τοῦ μισθοῦ ὃν θὰ ἐλάμβανε ὡς βαρδιάνος, καὶ ἀπεσύρθη. Τελευταῖος ἐδόθη διαταγὴ νὰ εἰσαχθῇ ὁ μικρὸς γέρων, τὸν ὁποῖον ἐφαίνετο ὅτι ἐπροστάτευεν ὀ μπαρμπα-Νίκας.
Τὸ γερόντιον εἶχε ρυτίδας εἰς τὸ πρόσωπον καὶ ἦτο σπανόν. Ἐφόρει πλατεῖαν βράκαν, γελέκον καὶ τσάκαν* ἀπὸ ξεθωριασμένον βελοῦδον. Ἐφαίνετο ὡς ζῶν ἀναχρονισμὸς μεταξὺ τῶν ἄλλων ναυτικῶν, οἵτινες ἐφόρουν συνήθως τὰς καθημερινὰς στενὰ ἀμπαδίτικα. Ἐσηκώθη μετὰ διστακτικοῦ βήματος, καὶ ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ἐσωτερικοῦ γραφείου. Ὁ μπαρμπα-Νίκας τὸν συνώδευεν ἐγγὺς ἐκ τῶν ὄπισθεν.
― Ποιὸς εἶν᾽ αὐτὸς πάλι; εἶπεν ὁ λιμενάρχης μὲ δύσπιστον βλέμμα. Πρώτην φορὰν τὸν βλέπω. Δὲν μοῦ φαίνεται γιὰ θαλασσινός.
―Ἄ! ἐσὺ εἶσαι, μπαρμπα-Σταμάτη Γυρατσίνη! ἀνέκραξεν ὁ ὑγειονόμος, ἅμα ἰδὼν τὸ γερόντιον.
―Ἐγὼ εἶμαι, κὺρ ὑγειονόμε, ἀπήντησε μετ᾽ ἀποφάσεως τὸ γερόντιον.
― Δὲν μοῦ τὸν εἶπες Σταμάτη Γυρατσίνη, μπαρμπα-Νίκα, εἶπεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν ὑπάλληλόν του ὁ ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Κάπως ἀλλοιῶς μοῦ τὸν εἶπες.
― Ναί…ναί… Σταμάτης Γυρατσίνης ἤθελα νὰ πῶ, κύριε ἐπιστάτη, εἶπε τραυλίζων ὁ μπαρμπα-Νίκας· δὲ θυμούμουν καλὰ τὸ ὄνομα.
Ὁ ἐπιστάτης ἐπαραξενεύθη.
― Τί συγγενής σου εἶναι αὐτός, ὁποὺ δὲ θυμᾶσαι τὸ ὄνομά του; εἶπε μετὰ μικροῦ καγχασμοῦ.
Ὁ μπαρμπα-Νίκας ἤρχισε νὰ ξύῃ ἐν ἀμηχανίᾳ τὸ κρανίον του. Εἶχε κοιμηθῇ δύο ὥρας μετὰ τὸ δειλινόν, καὶ ὅταν ἐσηκώθη, εἶχε πίει μόνον ἕνα ρώμι. Ἦτο σχετικῶς νηφάλιος.
Αἴφνης τὸ βλέμμα του ἔλαμψεν ἐκ νοημοσύνης. Ἔσκυψε πρὸς τὸν ἐπιστάτην καὶ τοῦ εἶπε:
― Τὸν λένε καὶ Καρδαράκη… μὰ αὐτὸ εἶναι παρατσούκλι, καὶ δὲν τὸ δέχεται ὁ ἴδιος… τὸ καθ᾽ αὑτὸ ὄνομά του εἶναι Σταμάτης Γυρατσίνης.
―Ἄ! ἔκαμεν ὁ ἐπιστάτης, ὅστις ἐπείσθη ἐντελῶς.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ὑγειονόμος ἀπηύθυνεν ἐκ νέου τὸν λόγον πρὸς τὸν μικρόσωμον γέροντα:
― Καὶ τί γίνεσαι, Γυρατσίνη;… Γεράσαμε, μπαρμπα-Σταμάτη, γεράσαμε…
― Γεράσαμε, κύριε ὑγειονόμε, ἐτραύλισε τὸ γερόντιον.
Ὁ ὑγειονόμος ἦτο ἀγαθὸς γέρων, ὑπερεβδομηκοντούτης, πρῴην συνταξιοῦχος, καὶ τώρα εἶχεν ἐπανέλθει ἐκτάκτως εἰς τὴν ὑπηρεσίαν, ἕνεκα τῆς περιστάσεως. Τὰ χωριστὰ ὑγειονομεῖα εἶχον καταργηθῆ χάριν οἰκονομίας, σχεδὸν πανταχοῦ τοῦ Κράτους, συγχωνευθέντα ἀλλαχοῦ μὲ τὰς λιμενικὰς καὶ ἀλλαχοῦ μὲ τὰς τελωνειακὰς ἀρχάς. Ἕνεκα τῆς χολέρας, οὐ μόνον διωρίσθη ἐπιστάτης τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, ἀλλ᾽ ἀνεσυστήθη καὶ τὸ ὑγειονομεῖον τοῦ τόπου, καὶ διωρίσθη ἔκτακτος ὑγειονόμος, ἄλλος παρὰ τὸν ὑγειονομικὸν ἰατρόν, ὁ τέως συνταξιοῦχος, λαμβάνων τὴν σύνταξίν του καὶ μικρὸν ἐπιμίσθιον.
Ἐπὶ Ὄθωνος, καὶ πρὶν ἀκόμη, ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυβερνήτου, εἶχε διατελέσει ὁ ἴδιος ὑγειονόμος εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, ἐντελῶς ἀμετάθετος σχεδόν, ἐπὶ τριακονταετίαν. Ἐγνώριζεν ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς πολίχνης, καὶ μάλιστα τοὺς ὁμήλικας μὲ αὐτόν· μόνον ὅτι δὲν ἐνθυμεῖτο πλέον τίνες ἔζων ἀκόμη καὶ τίνες εἶχον ἀποθάνει. Εἰς τὰ χάσματα ταῦτα τῆς μνήμης συνετέλεσαν καὶ αἱ μακραὶ διατριβαὶ τὰς ὁποίας εἶχε κάμει ἐσχάτως εἰς τὰς Ἀθήνας, χάριν τῆς συντάξεώς του καὶ τοῦ βαθμοῦ του. Διότι πρὸς τοῖς ἄλλοις ἦτο ὑπολοχαγὸς τῆς φάλαγγος τῶν Ἀγωνιστῶν. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἦτο γέρων καὶ ἔπασχε τὴν ὅρασιν, ἐξέλαβε τὸν Σταμούλην Καρδαράκην ὡς Σταμάτην Γυρατσίνην. Ὁ τελευταῖος ἦτο ἀποθαμένος πρὸ πολλοῦ, ἀλλ᾽ ὁ γέρων ὑγειονόμος τὸν ἐνόμιζε ζῶντα. Ὁ δὲ Σταμούλης Καρδαράκης εἶχεν, ὡς φαίνεται, συμφέρον νὰ μὴ ἐξαγάγῃ τὸν ὑγειονόμον ἐκ τῆς ἀπάτης· πράγματι, ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ὁ μπαρμπα-Νίκας εἶχε συστήσει εἰς τὸν προϊστάμενόν του ὡς Σταμούλην Καρδαράκην, ἐδέχθη τὸ χηρεῦον ὄνομα τὸ δοθὲν αὐτῷ ὑπὸ τοῦ ὑγειονόμου ὡς αἴσιον καὶ ἀπὸ Θεοῦ σταλμένον, καὶ δὲν θὰ τὸ ἤλλαζε μὲ ὅλα τὰ ὀνόματα τοῦ κόσμου, οὔτε μὲ τὸ ἰδικόν του. Τὰ λοιπὰ διεξήχθησαν μετὰ σχετικῆς εὐκολίας. Μόνος ὁ λιμενάρχης, γηραιὸς πλωτάρχης τοῦ Β. ναυτικοῦ, ἐφαίνετο ἔχων ὑποψίας. Ἐκοίταζε δυσπίστως τὸ γερόντιον, κ᾽ ἔλεγεν: Αὐτὸς μοιάζει σὰν γριὰ ζαρωμένη. Μετά τινας ἄλλας διατυπώσεις ἐδόθη τὸ χαρτὶ τοῦ διορισμοῦ εἰς τὸν Σταμάτην Γυρατσίνην, ἐνεχειρίσθη αὐτῷ προκαταβολὴ ἐκ δύο ταλλήρων, καὶ ὁ νεωστὶ διορισθεὶς βαρδιάνος διετάχθη νὰ εἶναι εἰς τὴν θέσιν του, ἐντὸς τῆς ἡμέρας τῆς ἐπαύριον.
* * *
Πράγματι ὁ Σταμάτης Γυρατσίνης ἢ Καρδαράκης ἐπεθύμει νὰ φθάσῃ εἰς τὴν καραντίναν «σύνταχα τὸ πρωί», νύκτα ἀκόμη, εἰ δυνατὸν περὶ τὰ χαράγματα. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ τοῦτο δὲν ἦτο εὔκολον, καθόσον οἱ λεμβοῦχοι δὲν ἠδύναντο νὰ ἔχωσι τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα θὰ μετέφερον ἕτοιμα, πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, διὰ τοῦτο τὸ μυστηριῶδες ὑποκείμενον ἐκρύβη δι᾽ ὅλης τῆς ἡμέρας εἰς τὴν φωλεάν του ἢ εἰς τὴν οἰκίαν του ―διότι δὲν ἠγάπα, φαίνεται, τὸ φῶς― καὶ μόνον τὴν ἑσπέραν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἐπεβιβάσθη εἰς τὴν βάρκαν τοῦ Ἀλέξη.
Τὸν Ἀλέξην τὸ Παποράκι τὸν εἶχε συμφωνήσει διὰ τὴν μεταφορὰν τοῦ νεωστὶ διορισθέντος βαρδιάνου εἰς τὴν ἐρημόνησον ὁ πρόθυμος μπαρμπα-Νίκας, ἀφοῦ εἶχε πίει μαζί του δύο «δυναμωτικά», ἕνα «ταχτικό», τὸ «οὔλτιμο», καὶ τὸ «πρίμο σεγκόντο». Μὲ τὴν διπλωματίαν δὲ τῶν φρονίμων ἀνθρώπων, οἵτινες σπεύδουν νὰ ἐκμυστηρευθῶσι καὶ πωλήσωσιν ἐμπιστοσύνην ἐκεῖ ὅπου προβλέπουν ὅτι δὲν θὰ περάσῃ ἡ ψευτιά, ἀπεφάσισε νὰ διηγηθῇ τὰ πράγματα εἰς τὸν πορθμέα. Ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι βεβαίως δὲν θὰ ἐξελάμβανε τὸν Καρδαράκην ὡς Γυρατσίνην· ἀκόμη ὀλιγώτερον ἠδύνατο νὰ ἐκλάβῃ τὴν Σκεύω τὴν Σαβουρόκοφαν ὡς μπαρμπα-Σταμούλην Καρδαράκην, καὶ διὰ τοῦτο ὁ μπαρμπα-Νίκας ἐπροτίμησε νὰ διηγηθῇ ὅλην τὴν ἀλήθειαν εἰς τὸν Ἀλέξην.
Ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι ἔκαμε τὸν σταυρόν του ἀνάποδα, τὸν ἔκαμε μὲ τὸ ζερβὶ τὸ χέρι, καὶ τέλος τὸ ἐχώνευσεν. Ἐπὶ τέλους τί τὸν ἔμελεν αὐτόν; Ἤθελεν ἡ θεια-Σκεύω νὰ ὑπάγῃ βαρδιάνος εἰς τὰ καράβια τὰ σπόρκα, ἂς ἐπήγαινεν. Αὐτὸς θὰ τὴν μετέφερεν εἰς τὴν ἐρημόνησον, θὰ τὴν ἐξεμβαρκάριζεν εἰς τὸν κάβον, καὶ ἂς ἔκαμνε καλά.
Τρέλα γυναικεία ἦτον καὶ αὐτό, καθὼς τόσαι ἄλλαι. Τῆς εἶχε καρφωθῆ εἰς τὸν νοῦν, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἡσυχάσῃ, πρὶν φθάσῃ εἰς τὴν καραντίναν καὶ εὕρῃ τὸν υἱόν της. Εἴδησιν περὶ αὐτοῦ, τί ἐγίνετο, δὲν ἠμπόρεσε νὰ λάβῃ οὔτε ἀπὸ τὸν Ἀλέξην, οὔτε ἀπὸ ἄλλον βαρκάρην, οὔτε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑγειονομικὴν ὑπηρεσίαν διὰ μέσου τοῦ Νίκα.
Αὐτὴ θὰ ἐπήγαινεν εἰς τὴν καραντίναν, εἰς τὰ καράβια τὰ σπόρκα. Ἂν ἔζη ὁ υἱός της, θὰ τὸν εὕρισκε. Ἂν ἦτον διὰ ζωήν, αὐτὴ θὰ τὸν ὑπηρέτει, αὐτή, καὶ ὄχι ἄλλος θὰ τὸν ἐνοσήλευε. Θὰ ἐβοηθοῦσε τὸ ἔργον τῆς θείας Προνοίας, ἂν ἦτον ἀπὸ Θεοῦ νὰ ζήσῃ. Τὴν χολέραν αὐτὴ δὲν τὴν ἐφοβεῖτο. Εἶχε τὴν προκατάληψιν ὅτι ἦτο ἄτρωτος. Εἶχεν ὑποφέρει ἤδη ἅπαξ ὄχι πολὺ βαρέως ἀπὸ χολέραν, καὶ εἶχε γλυτώσει, νέα ἀκόμη, τῷ 1848, ὅταν ἡ φοβερὰ νόσος ἐνέσκηψεν εἰς τὴν μικρὰν παραθαλάσσιον πολίχνην. Ἐπὶ τέλους, ἂς ἐκολλοῦσε τὴν χολέραν, δὲν τὴν ἔμελεν. Ἂς ἐζοῦσε τὸ παιδάκι της, καὶ ἂς ἀπέθνησκεν αὐτή. Ἂν ἦτο πάλιν διὰ θάνατον, Θεὸς νὰ τὸ φυλάῃ, τὸ παιδί της, τότε θὰ τὸ ἔβλεπε, θ᾽ ἀπέθαινε στὰ χέρια της, δὲν θὰ εἶχε παράπονο. Φθάνει μόνον νὰ τὸν ἐπρόφθανε ζωντανόν, καὶ δὲν θὰ τὸ εἶχε παράπονο. Τέλος ἀπεφάσισε νὰ κάμῃ τὸ παράτολμον τοῦτο διάβημα, καὶ τὰ πράγματα ἤρχοντο εὐνοϊκὰ ἕως τώρα. Ἡ καρδιά της ἦτον ζεστή. Μόνον ἐκρύωσε κάπως, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν ἐρημόνησον, καὶ ηὗρε τὸν Γιάννην τὸν Μπρίκον τὸν γείτονά της. Κατ᾽ ἀρχὰς ἐχάρη ὅταν τὸν εἶδε. Μόνον πόσον ἄτυχα* τῆς ἐφάνη ὅταν ἐκεῖνος δὲν ἤξευρεν, ὡς ἔλεγε, τί γίνεται ὁ υἱός της, ὁ Σταῦρός της. Αὐτὸ δὲν ἦτο καλὸν σημεῖον. Ἢ ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν, καὶ αὐτὸ δὲν ἦτο παρήγορον, οὔτε καθησυχαστικόν, ἢ εἶχεν ἀποθάνει ὁ Σταῦρος καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ μαρτυρήσῃ.
* * *
Εἰς τὸ πέραμα τὸ μεταξὺ τῶν τριῶν κάβων, ἀπὸ τὸν ἔξω κάβον ἕως τὸν μέσα κάβον τοῦ Ἁγίου Φλώρου, καὶ ἀπὸ τὸν μέσα κάβον ἕως τὸν Λαλαριᾶν, ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ἐτραβοῦσε τὰ κωπία, καθήμενος στὰ κάργα*, καὶ ἐλιανοτραγουδοῦσε μέσα του παλαιὰ ναυτικὰ τραγούδια. Δὲν ἠρώτησεν οὔτε μία λέξιν διὰ τὴν γυναῖκά του τὴν Γαρουφαλιά, μετὰ τὰ τυπικὰ χαιρετίσματα, τὰ ὁποῖα τοῦ εἶχεν εἰπεῖ ἡ θεια-Σκεύω. Δὲν τὸν ἔμελεν ἂν ὁ κόσμος ὑπέφερε γύρω του ἢ ἀπέθνησκεν, ἂν ἔπασχεν ἐκ χολέρας ἢ ἐκ πείνης ἢ ἐξ ἄλλων δεινῶν. Αὐτὸς ἐτραγουδοῦσε τοὺς παλαιοὺς σκοπούς του.
Ἡ θεια-Σκεύω, διὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ, ἤρχισε νὰ τοῦ διηγῆται πῶς ἡ γυναίκα του εἶχε τρομάξει ἅμα ἔμαθεν ὅτι αὐτὸς εἶχε σπορκαρισθῆ, πῶς ὑπώπτευε καὶ ἐφοβεῖτο μὴ πάθῃ κακόν, καὶ πῶς αὐτή, ἡ Σκεύω, ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν της διὰ νὰ τῆς δώσῃ θάρρος, εἰποῦσα μάλιστα αὐτῇ ὅτι ὁ ἄνδρας της, ὁ Γιάννης, καὶ ὁ Σταῦρος, ὁ υἱὸς αὑτῆς, τῆς Σκεύως, θὰ ἦσαν μαζὶ εἰς τὴν καραντίνα…
― Βέβαια, θὰ ἔβαλε τὲς φωνὲς κ᾽ ἐμάζωξε τὸν κόσμο πάλι! ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὅστις ἐνθυμεῖτο ἴσως καὶ ἄλλην παραπλησίαν περίστασιν. Ἦτον ἀνάγκη, κατάλαβες, νὰ φωνάξῃ, γιὰ νὰ τὴν ἀκούσουν πὼς ὁ ἄνδρας της ἐσπορκαρίστηκε κ᾽ ἔμεινε στὴν καραντίνα. Δὲν πάει νὰ κουρεύεται;
Ἡ θεια-Σκεύω ἐδάγκασε τὴν γλῶσσάν της κ᾽ ἐκοίταξεν ἔμφοβος τὸν πορθμέα. Δὲν εἶχεν ὑπολογίσει ὅτι ἡ διήγησίς της ἦτο πιθανὸν νὰ ἐξοργίσῃ τὸν Γιάννην.
―Ἐσεῖς οἱ γυναῖκες, κατάλαβες, μὲ συμπαθᾷς νὰ σοῦ πῶ, θεια-Σκεύω, δὲν ἔχετε κουκούτσι μυαλό! Πῶς δὲν ἐμπαρκάρισε κι αὐτὴ νὰ ᾽ρθῇ νὰ μ᾽ εὑρῇ, καθὼς ἐμπαρκάρισες τουλόγου σου κ᾽ ἦρθες νὰ βρῇς τὸ γυιό σου! Πῶς δὲν ἐφόρεσε κι αὐτὴ ἀνδρίκεια, καθὼς τουλόγου σου! Τότε πιὰ θὰ εἴχαμε δυὸ χαρὲς… καὶ τρεῖς τρομάρες. Τώρα τὰ ἔχουμε μεριά, τότε θὰ τὰ ἐκάναμε σωστὸ φόρτωμα.
― Φόρτωμα σᾶς εἶναι οἱ γυναῖκές σας! εἶπε μὲ τόνον μομφῆς ἡ θεια-Σκεύω.
― Φόρτωμα! σωστὸ φόρτωμα! ἀπήντησεν ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος. Δὲν εἶναι ἄλλο χειρότερο φόρτωμα, χειρότερο πανωσάμαρο, ἀπ᾽ τὶς γυναῖκες. Τουλόγου σου πάλι, τί σοῦ ἦρθε, νά ᾽χουμε καλὸ ρώτημα, θεια-Σκεύω, νὰ φορέσῃς τὶς βράκες τοῦ σχωρεμένου τοῦ μπαρμπα-Γιαλῆ, καὶ νὰ κοπιάσῃς στὴν καραντίνα, νὰ περάσῃς γιὰ βαρδιάνος στὰ σπόρκα;
Ἡ θεια-Σκεύω ἀπήντησε μὲ τόνον δεικνύοντα ὅτι ἡ συζήτησις ἦτο ὀχληρὰ δι᾽ αὐτήν.
― Καθεμιὰ χριστιανή, αὐτὴ μοναχὴ ξέρει τὸν πόνο της…
― Καὶ τί θὰ κάμῃς τουλόγου σου τώρα μὲς στὴν καραντίνα; Ἐδῶ καράβια χάνονται, θεια-Σκεύω.
― Θυμήθηκες σὺ γείτονας νὰ πῇς, θυμηθήκατε κανένας ἀπὸ σᾶς τοὺς πατριῶτες, νὰ μοῦ στείλετε ἕνα μαντᾶτο, νὰ μάθω τί γένεται ὁ Σταῦρος;
― Καὶ ποιὸς ξέρει ἐδῶ τί γίνεται ὁ ἄλλος, θεια-Σκεύω; Ἐδῶ εἶναι ποιὸς ξέρει πόσες χιλιάδες κόσμος… Κοίταξε πόσα καράβια!
Ὁ Γιάννης ἐδείκνυε τὴν σειρὰν τῶν ἓξ ἢ ἑπτὰ μεγάλων πλοίων τὰ ὁποῖα εἶχον φθάσει ἀπὸ δύο ἡμερῶν, καὶ ἦσαν ἠγκυροβολημένα εἰς ἀπόστασιν πολλῶν ὀργυιῶν ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, δεξιόθεν τῆς πλεούσης μὲ τὴν πρῷραν πρὸς μεσημβρίαν φελούκας. Ἡ Σκεύω τὰ εἶδεν ὅλα τὰ καράβια τὰ ὁποῖα τῆς ἐδείκνυεν ὁ Γιάννης καὶ τῆς ἐφάνησαν πολλά, πάμπολλα, παραπάνω ἀπὸ ἑκατόν.
Ἀριστερόθεν, κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς, ἦσαν ἀραδιασμένα εἰκοσιπέντε ἢ τριάντα μικροκάικα διαφόρου σκαριοῦ καὶ ἀρματωσιᾶς· γολετιά, βρατσέρες, τρεχαντήρια, κότερα, τσερνίκια, τράτες, σκαμπαβίες καὶ βάρκες. Ἡ Σκεύω τὰ εἶδε, καὶ τῆς ἐφάνησαν πολλά, ἀμέτρητα, παραπάνω ἀπὸ πεντακόσια. Ἡ σελήνη ἀρτίως ἀνατείλασα ἐμοίραζε τὸ φῶς της μεταξὺ τῆς ὑψηλοτέρας συνδένδρου κορυφῆς τῆς ἐρημονήσου καὶ τοῦ φωσφορίζοντος καὶ φλοισβίζοντος ἀπὸ τὴν ἐλαφρὰν αὔραν κύματος, ἔρριπτεν ἀφθόνους τὰς ἀκτῖνάς της ἐπὶ τῶν στιλβόντων ἐξαρτίων τῶν μεγάλων πλοίων, καὶ ἄφηνεν εἰς τὴν σκιάν, ὑπὸ τὴν σκοτεινὴν ἀκτήν, τὴν μακρὰν σειρὰν τῶν μικρῶν πλοίων. Φῶτά τινα ἔλαμπον τῇδε κἀκεῖσε ἐπὶ τῶν πλοίων. Ἠρεμία καὶ σιωπή, ἐκτὸς ἀραιῶν τινων φωνῶν, ἐπεκράτει ἐπὶ τῶν πλοίων, συγκεχυμένη δὲ βοὴ ἠγείρετο ἀπὸ τοῦ ἐδάφους τῆς μικρᾶς νήσου. Ἡ φελούκα εἶχε φθάσει ἤδη ἀντικρὺ εἰς τὸν Λαλαριᾶν, μεγάλην ἴσαλον πεδιάδα πλήρη χονδρῶν καὶ στιλπνῶν χαλίκων, ἐφ᾽ ὧν τὸ φέγγος τῆς σελήνης πῖπτον προσέδιδε γλυκεῖαν μελαγχολικὴν ὄψιν.
Πλησίον ἐκεῖ ἐπὶ τῆς αὐτῆς πεδιάδος, ἐκεῖ ὅθεν ἤρχιζε τὸ χόρτον νὰ φύεται, καὶ θάμνοι νὰ ἕρπωσιν, ἀπὸ τὸν Λαλαριᾶν καὶ ἄνω, ἐφαίνοντο πέντε ἢ ἓξ πρόχειροι σκηναί, μὲ παλαιὰ καραβόπανα, μὲ κώπας καὶ μὲ κοντάρια κατασκευασθεῖσαι. Φῶτα ἔλαμπον εἰς τὸ αὐτὸ μέρος. Ἐκεῖ εἶχον εὕρει προσωρινὴν στέγην ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ὀκτὼ ἢ δέκα οἰκογένειαι, αἱ πρῶται ἐλθοῦσαι ἀπὸ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν. Διότι δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη ἡ μεγάλη συρροή, ἥτις ἤρχισε μετὰ τρεῖς ἢ τέσσαρας ἡμέρας. Καὶ ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ὡμίλει περὶ χιλιάδων κόσμου, ὡς νὰ προέλεγε τὸ μετ᾽ ὀλίγον μέλλον, διότι πράγματι ἐπεριμένοντο πάμπολλα πλοῖα νὰ καταπλεύσωσι μετ᾽ οὐ πολὺ καὶ μέγα θὰ ἦτο τὸ πλῆθος τῶν ταξιδιωτῶν ὅσους θὰ ἔφερον ταῦτα.
Οὐ μακρὰν τοῦ Λαλαριᾶ ἐλθοῦσα ἠγκυροβόλησεν ἡ φελούκα τοῦ Γιάννη τοῦ Μπρίκου. Ὁ βαρκάρης ἐθαλάσσωσεν* ὁ ἴδιος, ἔσυρε τὴν φελούκαν ὀλίγας σπιθαμὰς πρὸς τὴν ἄμμον. Ἡ γραῖα Σκεύω, ὡς νὰ ἐνθυμήθη τὰ νιᾶτα της, ἐσηκώθη, ἐπήδησεν ἐλαφρὰ εἰς τὴν ἄμμον, ἔβρεξεν ὀλίγον τὰ πασουμάκια της εἰς τὸ κῦμα, ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε: «Πάντα κατευόδιο!»
* * *
Τὴν πρωίαν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἥτις ἦτο ἡ 18η Αὐγούστου, ἡμέρα Τετάρτη τῆς ἑβδομάδος, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Φλώρου καὶ Λαύρου, περὶ τὸ λυκαυγές, ὅταν ὁ πάτερ Νικόδημος ὁ Μανασσὴς ἐξύπνησε καὶ κατέβη εἰς τὸν εὐκτήριον οἶκον διὰ νὰ ψάλῃ τὸν ὄρθρον (δὲν ὑπῆρχε ναΐσκος εἰς τὸ μικρὸν μετόχιον, ἀλλὰ μόνον εὐκτήριος οἶκος, ἄνευ θυσιαστηρίου καὶ καταπετάσματος), ἐνθυμήθη τὴν ἡμέραν καὶ παρεκάλεσεν, ὡς εἴπομεν, τοὺς δύο Ἁγίους νὰ ἐλευθερώσωσι τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν χολέραν, ἐλευθερώνοντες αὐτὸν ἀπὸ τοὺς χολεριασμένους· ὅπως τὸν παλαιὸν καιρὸν εἶχον ἐλευθερώσει τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν νοητὴν χολέραν, τὴν εἰδωλολατρίαν, ἀρχιτέκτονες ὄντες, καὶ λαβόντες παραγγελίαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα νὰ κτίσωσι ναὸν εἰδωλολατρικόν, κρημνίσαντες δὲ κάτω τὰ εἴδωλα, καὶ ἀναστηλώσαντες τὴν λατρείαν τοῦ Χριστοῦ, ψάλλοντες ἅμα: «Δόξα σοι Χριστὲ ὁ Θεός, ἀποστόλων καύχημα, μαρτύρων ἀγαλλίαμα…» Ὁ πάτερ Νικόδημος ἀνέγνωσε τὸν ὄρθρον κατὰ τὸν ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, διὰ τοῦ κομβοσχοινίου καὶ τῆς ἐπ᾽ ἄπειρον ἐπαναλήψεως τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Διὰ τοῦτο δὲν ἤνοιξε κἂν τὸ Ὡρολόγιον διὰ νὰ ἰδῇ τίνος Ἁγίου μνήμη ἦτο. Ὡρολόγιον εἶχε τὸν νοῦν του, καὶ τοῦτο ἤρκει. Ὡροσκόπιον εἶχε τὸν ἔναστρον οὐρανόν, μὲ τὴν Πούλιαν, τὸν Πῆχυν, τὸ ἄστρον τοῦ Βορρᾶ καὶ τοὺς τόσους ἀστερισμούς του. Παρακλητικὴν καὶ Μηναῖον εἶχε τὸ κομβοσχοίνι του. Οἱ γονεῖς του δὲν τὸν εἶχον στείλει εἰς τὸν διδάσκαλον, ὅταν ἦτο παιδίον. Εἶχεν ἀνατραφῆ εἰς τὸ βουνόν. Εἶχεν αὐξήσει εἰς τὰς βραχώδεις ἀκρωρείας ὅπου ὡδήγει τὰς αἶγάς του, καὶ ἐτελείωνε τὰς ἡμέρας του εἰς τὴν ἐρημόνησον.
Τὴν προτεραίαν τῆς ἡμέρας ἐκείνης (διότι ἡ διήγησίς μας κινδυνεύει ἴσως νὰ γίνῃ πρωθύστερος, καὶ ὑπεπέσομεν εἰς ἀνακριβείας τινὰς καὶ χρονολογικὰς ἀντιφάσεις, ἐφ᾽ ᾧ ἐπικαλούμεθα τὴν ἐπιείκειαν τῶν ἀναγνωστῶν) εἶχε φθάσει ἀπὸ τὴν πολίχνην καὶ ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης μὲ ὅλους τοὺς μαστόρους του. Ἡ ξυλικὴ εἶχε κομισθῆ τὴν πρὸ αὐτῆς ἑσπέραν, ἓξ ἢ ἑπτὰ βαρκαδιές, μὲ τὰς συνήθεις φελούκας. Ὁ ἀρχιτέκτων ἔφθασε τὴν πρωίαν καὶ ἤρχισε μετὰ ζέσεως τὴν ἐργασίαν του. Ἦτο δὲ ἀνυπόμονος νὰ τελειώσῃ τὰ παραπήγματα, εἰ δυνατόν, ἐντὸς τῆς ἡμέρας. Εἶχεν ὑποχρεωθῆ διὰ τοῦ συμβολαίου, τοῦ συνταχθέντος εὐθὺς μετὰ τὴν δημοπρασίαν, καὶ διὰ τῶν ὅρων αὐτῶν τῆς προκηρύξεως, νὰ κατασκευάσῃ τριάντα μεγάλα παραπήγματα καὶ πενῆντα μικρότερα πρὸς στέγασιν τῶν ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιωτῶν.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 18ης Αὐγούστου περὶ τὴν ἐνάτην ὥραν, εἶχε φθάσει καὶ ἡ Σκεύω εἰς τὴν καραντίναν. Ἡ ταλαίπωρος γραῖα, πρὶν ἀποφασίσῃ νὰ βάλῃ εἰς πρᾶξιν τὸ παράβολον διάβημά της, εἶχε προσπαθήσει διὰ τοῦ μπαρμπα-Νίκα (καὶ τοῦτο ἦτο τὸ πρῶτον αἴτημά της τὸ ὁποῖον ὑπέβαλεν εἰς τὴν μετ᾽ αὐτοῦ συνέντευξιν) νὰ κατορθώσῃ ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ τὴν παραλάβωσιν οἱ λεμβοῦχοι οἱ ἐκτελοῦντες τὰ καθημερινὰ ταξίδια εἰς τὴν ἐρημόνησον, διὰ νὰ τὴν ρίψωσιν ἁπλῶς ἐπάνω εἰς τὸν κάβον τοῦ Ἁγίου Φλώρου, καὶ αὐτὴ εὐχαρίστως θὰ ἐδέχετο νὰ σπορκαρισθῇ ὁμοῦ μὲ τόσους ἄλλους χριστιανούς. Ἀλλ᾽ εἶχε μάθει ὅτι τὸ πρᾶγμα ἦτο ἀδύνατον. Αὐστηρὰ ἀπαγόρευσις ἦτο νὰ μὴ πλησιάζῃ τις, ἐκτὸς τῶν λεμβούχων καὶ τῶν ἐχόντων εἰδικὴν ἄδειαν, εἰς τὴν ἐπιχόλερον νῆσον. Εἰς τὸ ὕψος τοῦ κάβου τοῦ Ἁγίου Φλώρου, εἶχεν ἱδρυθῆ τὴν πρωίαν τῆς Τρίτης, 17 Αὐγούστου, στρατιωτικὸς σταθμός, ἐνισχυθεὶς δι᾽ ἀποσπάσματος ἀρτίως σταλέντος ἐκ Χαλκίδος. Τὸ ἀπόσπασμα συνίστατο ἐξ ἑνὸς ἐνωμοτάρχου, τριῶν χωροφυλάκων, ἑνὸς δεκανέως καὶ ἐννέα ὁπλιτῶν τοῦ πεζικοῦ.
Μέρος τοῦ ἀποσπάσματος ἐστάθμευε διαρκῶς ἐπὶ τοῦ λόφου, τοῦ ὑπερκειμένου τῆς ἀπωτέρας ἀκτῆς ἐφ᾽ ἧς ἀπεβίβαζον τὰ ἐμπορεύματα οἱ λεμβοῦχοι, καὶ ὅταν προσήγγιζε πλοῖον μὴ ἔχον εἰδικὴν ἄδειαν, ἢ ἄτομον περὶ τοῦ ὁποίου δὲν εἶχε γνῶσιν ὁ σταθμάρχης, πάραυτα μία φωνὴ «Στόπ», ἐξερχομένη ἀποκάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα, ὅπου εἶχον ἱδρύσει τὸ στρατόπεδόν των οἱ ἄνδρες τοῦ στρατοῦ, ἠκούετο παγώνουσα τὸ αἷμα τοῦ πλέον τολμητίου. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ὁ σταθμάρχης εἶχε μετρήσει ἀπὸ τῆς πρωίας ὑψηλὰ ἀπὸ τὴν σκοπιάν του ἓξ ἀποβιβασθέντας ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου, καὶ ὁδηγηθέντας εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ προσωρινοῦ λοιμοκαθαρτηρίου. Τὸ ἔγγραφον τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ὑγειονομεῖον ἐμνημόνευεν ἑπτὰ νέους βαρδιάνους στρατολογηθέντας χθές, καὶ μέλλοντας νὰ φθάσωσιν ἐντὸς τῆς σήμερον εἰς τὴν ἐπιχόλερον νῆσον· ὁ ἐνωμοτάρχης εἶχε μετρήσει ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕξ, καὶ ἠπόρει πῶς ἐβράδυνε ὁ ἄλλος. Τέλος ἔφθασε περὶ λύχνων ἁφάς, εἰς τὸ τελευταῖον ταξίδιόν του, ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι.
Ὁ Ἀλέξης τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς στρατιώτας, διότι δὲν παρέλειπε ποτὲ νὰ τοὺς φέρῃ καπνὸν καὶ ρώμι. Οὐχ ἧττον ἅμα ἐπλησίασεν εἰς τὴν ξηράν, δὲν ἐλησμόνησε διὰ καλὸν καὶ διὰ κακὸν νὰ φωνάξῃ μὲ μεγάλην φωνήν:
― Αὐτὸς ποὺ φέρνω εἶναι ὁ ἕβδομος βαρδιάνος γιὰ σήμερα, κύριε σταθιμάρχη!
― Καλά! ἀπήντησεν ἀποκάτω ἀπὸ τὸν πεῦκον μία νυσταλέα φωνή.
Ὁ σταθμάρχης δὲν ἐσκοτίζετο νὰ ἴδῃ καὶ ἐξετάσῃ ὁ ἴδιος τὸν βαρδιάνον. Αὐτὸ δὲν ἦτο ἰδική του δουλειά, ἦτο τοῦ ἰατροῦ. Τί ἀνάγκην εἶχεν αὐτὸς νὰ ἐξετάζῃ γέρους καὶ πτωχοὺς ἀνθρώπους; Ὁ ἰατρὸς ἦτο πράγματι ἡ ἀνωτέρα ἀρχή, μέσα εἰς τὴν νῆσον. Συνεννοεῖτο ἀπ᾽ εὐθείας μὲ ὅλας τὰς ἀρχὰς ἔξω, καὶ συχνὰ ἔγραφε καὶ εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν, ἐκτραγῳδῶν τὴν κατάστασιν. Ὁ σταθμάρχης ἐγέλασε τὴν στιγμὴν ἐκείνην, διότι τοῦ ἐπῆλθεν ἡ ἑπομένη σκέψις, διὰ τὰ συμβαίνοντα, τὰ ὁποῖα τοῦ ἐφαίνοντο ὡς τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς ἰατρικῆς ἐπιθεωρήσεως: «Νὰ σὲ ἐπιθεωρῇ ὁ γιατρὸς ὄχι γιὰ νὰ πάρῃς πράτιγο, ἀλλὰ γιὰ νὰ μβῇς καραντίνα… εἶναι σὰν νὰ σὲ δοκιμάζῃ ἂν εἶσαι καλὸς γιὰ νὰ χολεριασθῇς!»
* * *
Πράγματι, ὁ ἰατρὸς ἐνήργει ὡς ἀνωτέρα ἀρχὴ ἐντὸς τοῦ προσωρινοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, καὶ πρὸς αὐτὸν ὡδηγεῖτο πᾶς νεωστὶ ἐρχόμενος, εἴτε ταξιδιώτης ἦτο ἀπὸ τὰ μακρινὰ χολεριασμένα μέρη, εἴτε ἐργολάβος καὶ ἔμπορος ἐρχόμενος ἐκ τῆς νήσου διὰ νὰ πωλήσῃ τὴν τέχνην του, εἴτε «βαρδιάνος γιὰ τὰ σπόρκα», φύλαξ διὰ τὰ ἐπιχόλερα πλοῖα στρατολογούμενος ὑπὸ τῆς ὑγειονομικῆς ἀρχῆς. Ὁ ἰατρός, πρεσβύτης, ὑπερβὰς τὸ πεντηκοστὸν ἔτος εἶχε σπορκαρισθῆ ἀκουσίως ἐλθὼν τὰς πρώτας ἡμέρας διὰ νὰ ἐπιθεωρήσῃ τοὺς ἐπιβάτας, καὶ μὴ προφθάσας νὰ ἐξέλθῃ ἐγκαίρως ἐκ τῆς ἐρημονήσου, ἥτις ἐκηρύχθη ἐπιχόλερος ἐν τῷ μεταξύ. Ἐκ Γερμανίας καταγόμενος, εἶχε κατέλθει εἰς τὴν Ἑλλάδα κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Ὄθωνος. Ἀπὸ τοῦ 1845 εἶχεν ἀποκατασταθῆ εἰς τὴν νῆσον, εἶχε προσφέρει τὰς ἐκδουλεύσεις του εἰς τὴν χολέραν τοῦ 1848, καὶ δὲν εἶχε παύσει ἔκτοτε ν᾽ ἀναφαίνεται παντοῦ ὅπου ἦτο χολέρα καὶ καραντίνα. Οἱ κατὰ καιροὺς ὑπουργοὶ τῶν Ἐσωτερικῶν, γνωρίζοντες τὴν ἱκανότητά του, τὸν ἀπέσπων πολλάκις ἐκ τῆς νήσου καὶ τὸν ἔστελλον ἐπὶ ἁδρῷ μισθῷ εἰς τὰ μεγάλα κέντρα τῶν καθάρσεων ἐν Ἑλλάδι.
Ὁ ἀγαθὸς ἰατρὸς εἶχεν ἀνάψει τὸ μακρὸν τσιμπούκι του, μὲ τὸ ἠλέκτρινον στόμιον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀχώριστον εἰς πᾶν ταξίδιόν του, καὶ τὸ ὁποῖον εὐτυχῶς ἠδυνήθη νὰ μετάσχῃ τοῦ σπορκαρισμοῦ τοῦ κυρίου του. Εἶχε πήξει μικρὰν σκηνὴν πλησίον ἑνὸς πεύκου, πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ λόφου, ὀλίγον ἀπώτερον τοῦ μέρους ὅπου ἦσαν αἱ ἄλλαι πρόχειροι σκηναί. Ἔξω τῆς θύρας καθήμενος, ἐπί τινος ξηροῦ στελέχους, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἐρρέμβαζε βλέπων τὰ κύματα τῆς θαλάσσης, ἀλλεπάλληλα ἐρχόμενα, ὀρχούμενα καὶ φεύγοντα, ἐφ᾽ ὧν ἀντανεκλῶντο τόσαι τρέμουσαι σελῆναι, καὶ τόσα μηκυνόμενα ὀφιοειδῆ φῶτα ἐκρέμαντο κάτω ἀπὸ τὰς τρόπιδας τῶν ἀραγμένων πλοίων. Ὄπισθέν του τὸ δάσος τῶν πευκῶν, ἀργυρούμενον τὴν κορυφὴν ἀπὸ τὸ ὠχρὸν μελαγχολικὸν φέγγος, ἀδιαπέραστον εἰς τὸ βάθος ἀπὸ τὰς ἀσθενεῖς ἀκτῖνάς του, ἐθρόει κ᾽ ἐμορμύριζεν ἀπὸ μυρίας μυστηριώδεις δονήσεις ὑπὸ τὸ ἐλαφρὸν φύσημα τῆς αὔρας τῆς νυκτερινῆς. Μεγάλη ἦτο ἡ θερμότης, ὁ νότος εἶχεν ἀρχίσει ἤδη νὰ πνέῃ, καὶ μόλις πρὸς τὴν ἑσπέραν εἶχε κόψει ὁ ἄνεμος. Ἄνω εἰς τὸν οὐρανὸν ἐφαίνοντο πρὸς δυσμὰς καὶ πρὸς νότον νέφη τινὰ μελαγχολικὰ καὶ ἡ ἀτμοσφαῖρα, ἡμίγυμνος ἀκόμη μὲ τὰ ἀπομείναντα ράκη τοῦ ἔαρος, μὲ τὰ πρῶτα κιτρινίζοντα φύλλα τοῦ φθινοπώρου, ἐφαίνετο ἐπαιτοῦσα βροχήν.
Ὁ κ. Βίλελμ Βοὺνδ ἐκάπνιζε ταχέως καὶ θορυβωδῶς τὸ τσιμπούκι του, καὶ ἔβγαζε μεγάλας τολύπας καπνοῦ ἀπὸ τὸ στόμα, μετὰ πλαταγισμοῦ τῶν χειλέων, κολλώσας πρὸς στιγμὴν περὶ τὸν μέγαν, παχὺν καστανὸν μύστακά του, καὶ ἀνερχομένας ἑλικοειδῶς εἰς τὸν προέχοντα πρὸς τὸ μέρος τῆς σκηνῆς ἀπώτερον κλῶνα τοῦ πεύκου. Ἐφαίνετο κάπως πεισμωμένος, καὶ δὲν ἀπήντα εἰς τὰ πολλὰ σχέδια τὰ ὁποῖα τοῦ ἐξέθετε λεπτομερῶς, ἀντικρύ του καθήμενος, ὁ ἀρχιτέκτων Εὐστάθιος ὁ Χερχέρης, τὴν προτεραίαν φθάσας, ὅστις περιέγραφε πρὸς τὸν ἰατρὸν τὴν προσεχῆ ἐργασίαν του, καὶ ἐξεθείαζε τὰ παραπήγματα τὰ ὁποῖα ἔμελλε νὰ κατασκευάσῃ, ὡς τέλεια εἰς τὸ εἶδός των. Ὁ κ. Βίλελμ Βοὺνδ ἐλικνίζετο τερπόμενος ἀπὸ τὴν φωνὴν τοῦ ἀρχιτέκτονος, ἀλλὰ δὲν ἐπρόσεχεν εἰς τὰς λέξεις, καὶ ἐνίοτε ἐσφύριζε, καὶ ἐμάσα μισὰς βλασφημίας, τὰς ὁποίας ἀνεμείγνυε μὲ τὸν καπνὸν τοῦ τσιμπουκίου του, καὶ τὰς ἔστελλε νοερῶς ἐναντίον τοῦ ὑγειονόμου καὶ τῶν ἄλλων ἀρχῶν τῆς νήσου.
Διὰ εἰκοστὴν φοράν, ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην του ἓν ἔγγραφον τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει τὴν πρωίαν τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἀπὸ τὸ ὑγειονομεῖον, καὶ ἀνάψας κηρίον τὸ ἀνεγίνωσκε. Τὸ ἔγγραφον διελάμβανεν ὅτι ἀπεστέλλοντο αὐθημερὸν φύλακες διὰ τὰ ἐπιχόλερα πλοῖα, ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν, ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα, εἰς τὸν τόπον τῆς καθάρσεως. Ὁ ἰατρὸς δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ πῶς εἶχον ἔλθει ἕξ, ἐνῷ ἀνεφέροντο ἑπτά, καὶ διατί δὲν εἶχεν ἔλθει ὁ ἕβδομος. Ἔπειτα δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ ἀκόμη, καὶ αὐτὸ τὸν ἐφούρκιζε περισσότερον, τί συνέβαινεν ὡς πρὸς τὸ ὄνομα τοῦ ἑβδόμου. Ὁ Βοὺνδ δὲν εἶχε προσέξει κατ᾽ ἀρχὰς εἰς τὰ ὀνόματα, οὔτε τὸν ἐνδιέφερον ταῦτα. Ἀλλ᾽ ἦτο, ἐκτὸς τῆς ἰδιοτροπίας καὶ τοῦ ὀργίλου χαρακτῆρος, ἀγαθὸς ἀνήρ, καὶ [χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ] εἶχεν ἐνδιαφέρον διὰ τοὺς πτωχοὺς ἀνθρώπους. Χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ, ἐγνώριζεν, ἀπὸ εἰκοσαετίας διατρίβων ἐν τῷ τόπῳ, ὅλα σχεδὸν τὰ ὀνόματα τῆς πολίχνης. Τοῦ ἐφαίνετο λοιπόν, ἦτο βέβαιος μάλιστα, ὅτι ὁ ὡς ἕβδομος ἀναφερόμενος ἐν τῷ ἐγγράφῳ τοῦ φίλου του, τοῦ ὑγειονόμου, ἦτο ἀποθαμένος πρὸ πολλοῦ. Συνήθειαν δὲν εἶχε βεβαίως ὁ ἰατρὸς νὰ προπέμπῃ τοὺς νεκροὺς εἰς τὰς κηδείας. Ἀλλ᾽ εἶχε συνήθειαν νὰ ἐκδίδῃ πιστοποιητικὰ νεκροσκοπίας «ἐνταφιαστήρια», καὶ δι᾽ ἐκείνους τῶν νεκρῶν τοὺς ὁποίους εἶχεν ἐπισκεφθῆ μέχρι τῶν ἐσχάτων στιγμῶν των, καὶ δι᾿ ἐκείνους τοὺς ὁποίους οὐδόλως εἶχεν ἐπισκεφθῆ. Αὐτὸν δὲ τὸν Σταμάτιον Γυρατσίνην ἐνθυμεῖτο πολὺ καλὰ ὅτι τὸν εἶχεν ἐπισκεφθῆ πολλάκις, ὅτι εἶχεν ἀποθάνει στὰ χέρια του, καὶ ὅτι εἶχεν ἐκδώσει πιστοποιητικὸν διὰ τὴν ταφήν του. Τί συνέβαινε λοιπόν; Ἢ πρέπει νὰ ὑπῆρχε δεύτερος Σταμάτης Γυρατσίνης, ἔγγονος τοῦ πρώτου· ἀλλὰ τότε ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ἡλικίαν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ ὄχι ἑξῆντα, οἵα ἐφέρετο ἐν τῷ ἐγγράφῳ· ἢ ὁ δεύτερος Σταμάτης Γυρατσίνης θὰ ἦτο ἀνεψιὸς ἢ πρωτεξάδελφος τοῦ ἀποθανόντος, φέρων τὸ αὐτὸ ὄνομα. Τὸν δεύτερον τοῦτον Σταμάτην Γυρατσίνην οὐδέποτε ἐγνώρισε, καὶ ἦτο περίεργος νὰ τὸν γνωρίσῃ. Τὸ πρᾶγμα τοῦ εἶχε κάμει δυσανάλογον ἐντύπωσιν, ἴσως ἕνεκα τῆς μοναξίας καὶ τοῦ ἀποκλεισμοῦ ἐν ᾧ διετέλει. Ἀλλὰ μόλις εἶχεν ἀνάψει τὸ κηρίον, βήματα ἠκούσθησαν, καὶ ἰδοὺ παρουσιάζεται ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὁ βαρκάρης, ὁδηγῶν τὸν καλούμενον Σταμάτιον Γυρατσίνην, μὲ δειλὸν βῆμα ἀκολουθοῦντα.
Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ἐκράτει μὲ τὴν μίαν χεῖρα φανόν, καὶ μὲ τὴν ἄλλην ἐκράτει τὸ ἔγγραφον τοῦ διορισμοῦ τοῦ βαρδιάνου, τὸ ὁποῖον εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸν καλούμενον Σταμάτην Γυρατσίνην νὰ τοῦ παραδώσῃ, διὰ νὰ τὸ ἐγχειρίσῃ εἰς τὸν ἰατρόν. Ἐπλησίασε, τοῦ συντρόφου του μένοντος ὀλίγα βήματα ὀπίσω, ἐχαιρέτισε καὶ ἔτεινε τὸν φάκελον πρὸς τὸν ἰατρόν:
― Τί ντιάολο τέλεις πάλι; ἀνέκραξεν ἅμα ἀναγνωρίσας τὸν λεμβοῦχον ὁ ἰατρός.
Ὁ Σταμάτης Γυρατσίνης πολὺ θὰ ἐπεθύμει ν᾽ ἀπηλλάσσετο εἰ δυνατὸν τῆς ἀνάγκης τῆς ἐπισκέψεως ταύτης, ἀλλὰ δὲν ἦτο κατορθωτὸν τὸ πρᾶγμα. Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος τοῦ εἶχε δώσει νὰ ἐννοήσῃ ὅτι πᾶς νεωστὶ ἐρχόμενος εἰς τὸν τόπον τῶν καθάρσεων ὤφειλε νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸν ἰατρόν, καὶ ἂν μάλιστα ἦτο βαρδιάνος διὰ τὰ καράβια τὰ σπόρκα, ὁ ἰατρὸς θὰ τὸν ἐδέχετο, θὰ τὸν ἀνεγνώριζε καὶ θὰ τὸν ἐτοποθέτει ὁριστικῶς εἰς ἓν τῶν πλοίων, ἢ καὶ ἔξω εἰς τὴν ξηράν, διότι δὲν ἦτο ὑπόχρεως νὰ λαμβάνῃ ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν τὰς διαταγὰς τοῦ κυρίου ὑγειονόμου ὡς πρὸς τοῦτο. Αὐτὸς δέ, ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὡς ἐκτελῶν τὰ ἔργα τοῦ πορθμέως ἐντὸς τοῦ τόπου τῶν καθάρσεων εἶχεν ἀτομικὴν εὐθύνην διὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς διατυπώσεως ταύτης, καὶ ἂν παρέβαινε τὸ καθῆκόν του, ὑπέκειτο εἰς φυλάκισιν ἀπὸ δύο ἕως πέντε ἐτῶν, καθὼς τὸν εἶχον πληροφορήσει. Τὸ καλὸν μόνον ἦτο, διὰ τὸν Γυρατσίνην, ὅτι ἡ παρουσίασις ἐγίνετο νύκτα. Τὸ ἀκόμη καλύτερον ἦτο ὅτι θὰ ἐδίδετο εἰς τὸ μυστηριῶδες ὑποκείμενον ἡ εὐκαιρία νὰ μάθῃ ἀμέσως διὰ τοῦ ἰατροῦ ποῦ ἦτο καὶ τί ἐγίνετο ὁ Σταῦρος.
Τούτου ἕνεκα ἡ Σκεύω ἠκολούθησε μετ᾽ ἐλπίδος καὶ φόβου τὸν Γιάννην, καὶ τὰ γόνατά της ἔτρεμον. Ἀφοῦ διῆλθον τὸ πλάτος τῆς ἀμμουδιᾶς, ὅπου οἱ πόδες ἐβουλοῦσαν ἕνα δάκτυλον ἐντὸς τῆς ἄμμου, καὶ αἱ ἐμβάδες της ἐγέμισαν ἀπὸ κόκκους ἄμμου, εἰσῆλθον εἰς τὸ μονοπάτιον τὸ διαχαρασσόμενον παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ ἀπεξηραμμένου βάλτου, ἀνάμεσα εἰς τὲς βουρλιές, ὑπὸ τὸ φέγγος τῆς σελήνης, ὅπου τὸ ἔδαφος φαιὸν καὶ λευκὸν ἔστιλβεν ἀπὸ τὴν ἀναλαμπήν. Ἐκεῖ παρὰ τὸν βάλτον, ἀνάμεσα εἰς τρεῖς βουρλιὲς καὶ εἰς δύο συστήματα ἀκανθωδῶν θάμνων, τὸ χῶμα ἐφαίνετο προσφάτως ἀνασκαφέν, καὶ ὑπῆρχον δύο ἐξογκώματα γῆς, τὸ ἓν μακρότερον τοῦ ἄλλου, γείτονα ἀλλήλων κείμενα, ἀποτελοῦντα μᾶλλον ἓν ἐξόγκωμα εἰς δύο.
Ἡ Σκεύω ἤρχισε νὰ τρέμῃ, ἡ μητρικὴ καρδία της ἐταράχθη, καὶ ἤρχισε νὰ πάλλῃ ταχέως καὶ ἀσθενῶς, καὶ λιποψυχία ἐκυρίευσεν ὅλον τὸ εἶναί της, τὰ ὄμματά της ἐσκοτίσθησαν, καὶ τὰ ὦτά της ἤρχισαν νὰ βομβῶσι, καὶ εἰς τὸ ὠχρὸν φῶς τῆς σελήνης δὲν ἦτο ὁρατὴ ἡ ὠχρότης ἥτις ἔβαψε τὸ πρόσωπόν της. Τὰ δίδυμα ἐκεῖνα ἐξογκώματα τῆς γῆς, πολὺ ὡμοίαζον μὲ δύο τάφους, μὲ δύο τάφους νωπούς, προσφάτως καὶ ἴσως αὐθημερὸν σκαφέντας. Ἡ Σκεύω ἔκυψε καὶ εἶδε καλύτερα, καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι εἰς τὴν ἄκραν τοῦ ἑνὸς τῶν δύο λάκκων πρὸς δυσμὰς ὑπῆρχε μικρὸς πρόχειρος σταυρὸς ἐκ καλάμου, μὲ κλωστὴν δεμένος εἰς τὸ κέντρον.
Διότι ἦτο ἀληθὲς καὶ δὲν ἐπεδέχετο ἄρνησιν ὅτι ὁ ἄγγελος ὁ κρατῶν τὸ μέγα δρέπανον εἶχεν ἐπιφοιτήσει αὐθημερὸν εἰς τὴν ἀποκλεισμένην νῆσον. Τὸ μεσονύκτιον πρὸς βαθὺν ὄρθρον τῆς Τρίτης εἶχε τανύσει αἰφνιδίως τὰς πτέρυγάς του ἀπὸ τῶν ἀπωτέρων ἀοράτων κόσμων, καὶ εἶχε λάβει τὸ κέλευσμα τοῦ Ἀιδίου, καὶ εἶχε καταπτῆ ἀπὸ τὰς πύλας τοῦ οὐρανοῦ, καὶ μετά τινα μόρια στιγμῶν χρόνου, ἀσύλληπτα εἰς τὴν διάνοιαν τῶν θνητῶν, εἶχε φθάσει εἰς τὴν ἀφανῆ μικρὰν γωνίαν, τὴν ταπεινὴν καὶ ἄγνωστον, καὶ εἶχεν ἀσκήσει τὸ ἀστόμωτον δρέπανόν του εἰς τὴν κοπὴν τῆς ζωῆς δύο ἁβρῶν πλασμάτων τῶν ὁποίων τὸ βάρος δὲν ᾐσθάνετο χθὲς ἀκόμη ἡ γῆ περισσότερον παρ᾽ ὅσον ταῦτα ᾐσθάνοντο σήμερον ἐπάνω των τὸ βάρος τῆς γῆς. Ἡ μήτηρ μόλις εἶχεν ἐξέλθει προχθὲς ἀκόμη εἰς τὸν λειμῶνα τοῦ κόσμου. Ἄνθος εἶχε κοπῆ ἀπὸ τὸν κῆπον τὸν παρθενικὸν καὶ εἷχεν ἐξαχθῆ διὰ τῆς πύλης τοῦ γάμου. Τὸ βρέφος μόλις εἶχεν ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸ φῶς τῆς ζωῆς. Μήτηρ ἀνεύθυνος καὶ βρέφος ἄκακον· ἡ μήτηρ μετὰ τὰς τρικυμιώδεις συγκινήσεις τοῦ ἔρωτος, μετὰ τὰς γαληνίους ἀπολαύσεις τοῦ γάμου, μετὰ τὰς δεινοπαθείας τῆς κυοφορίας, μετὰ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, τὸ βρέφος μετὰ τὴν πρώτην αἴσθησιν τοῦ πόνου καὶ τὴν πρώτην φωνὴν τοῦ κλαυθμυρισμοῦ, ἀνηρπάγησαν εἰς ἐπουρανίους καλιάς, τὸ τέκνον εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς μητρός, καὶ ἀμφότεροι εἰς τοὺς κόλπους τοῦ ἀγνώστου. Ὁ γάμος εἶχε τελεσθῆ ἐν Σμύρνῃ πρὸ δέκα μηνῶν, τὸ ζεῦγος φεῦγον τὴν χολέραν εἶχεν ἐπιβιβασθῆ ἐκ Σμύρνης. Κατὰ τὸν διάπλουν εἶχεν ἐπέλθει, ἄωρος ἴσως, ὁ τοκετός. Τὸ πλοῖον, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν τόπον τῆς καθάρσεως, ἐκόμιζε δύο τρυφερὰ πλάσματα μόλις ζῶντα, τὴν μητέρα χθὲς καὶ πρώην κόρην, τὸ βρέφος σχεδὸν ἀσώματον. Τὰ σώματα ἡμιθανῆ ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, ἀλλ᾽ ἡ πραεῖα αὔρα τοῦ δάσους δὲν ἦτο ἱκανὴ ν᾽ ἀνακαλέσῃ τὴν φεύγουσαν ζωὴν διὰ νὰ τὴν ἀποδώσῃ εἰς τὰ δύο νεαρὰ ὄντα. Ἡ πνοὴ τοῦ ἀγγέλου, θωπευτικωτέρα καὶ τῆς αὔρας τῆς νυκτερινῆς, ἀπεκοίμισε τὰ δύο ἁβρὰ πλάσματα, καὶ ὁ κραταιὸς βραχίων του ἀπεκόμισε μακρὰν εἰς ἀγνώστους κόσμους τὰ δύο πνεύματα, τὸ ἓν καθ᾽ ἑαυτὸ μακάριον, τὸ ἕτερον κατὰ μέθεξιν εὐδαῖμον.
Ἐλαφρὰ ἡ γῆ ἐκάλυψε τὰ δύο νεαρὰ σώματα, θερμὰ ἀκόμη ἀπὸ τὴν τελευταίαν ἐπαφὴν τῆς ζωῆς, θερμὰ ἀπὸ τοὺς ἀσπασμοὺς τοῦ χηρεύσαντος νυμφίου, θερμότερα ἀπὸ τοὺς ἀσπασμοὺς τῆς ἀπορφανισθείσης μητρός, ἥτις εἶχε συνοδεύσει εἰς τὸ ταξίδιον τὴν τέως εὐτυχῆ κόρην. Καὶ τὰ πνεύματα ἀπέπτησαν καὶ ἵπταντο ἀκόμη μακράν, μακράν, καὶ ὁ ἄγγελος τὰ ἀνεβίβασεν εἰς ἀγνώστους κόσμους, καὶ τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης ἐφλοίσβιζε μακρόθεν λικνίζον τὸ ἁγνὸν βρέφος εἰς τὴν παγωμένην ἀγκάλην τῆς μητρός, καὶ ἡ αὔρα ἡ σείουσα τοὺς θάμνους ἐτόνιζε βαυκαλιστικὸν ᾆσμα εἰς τὸν ὕπνον τῆς μητρὸς καὶ τοῦ τέκνου.
* * *
― Τίνος εἶν᾽ αὐτὸς ὁ τάφος; Ποιὸς πέθανε; ἠδυνήθη νὰ ἐρωτήσῃ μὲ τρέμουσαν φωνὴν ἡ Σκεύω.
Τῆς δυστυχοῦς εἶχε κακοβάλει ὁ νοῦς της διὰ τὸν υἱόν της, καὶ ἐντεῦθεν ὁ φόβος καὶ ἡ μεγάλη ταραχὴ ἅμα εἶδε τοὺς διδύμους τάφους.
Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ἔστρεψεν ἀμελὲς βλέμμα πρὸς τοὺς τάφους, ἐσιώπησε πρὸς στιγμήν, ἔβηξε, καὶ εἶτα εἶπε:
― Μιὰ γυναίκα εἶχε πεθάνει σήμερα ἐδῶ μὲ τὸ παιδί της. Σοῦ εἶπα, θεια-Σκεύω, ποιὸς ἐρωτᾷ ἐδῶ ποιὸς θὰ ζήσῃ καὶ ποιὸς εἶναι γιὰ πεθαμό;
― Καὶ τί γυναίκα ἦτον; ἠρώτησε καθησυχάσασα ἐν μέρει ἡ Σκεύω.
― Σμυρνιά, θαρρῶ, ἦτον… ἢ Πολίτισσα… ποιὸς ξέρει… χθὲς εἶχεν ἔρθει μὲ τὸ καράβι ἐκεῖνο ἐκεῖ.
Κ᾽ ἐδείκνυεν ἀντικρὺ ἓν τῶν πλοίων.
― Πῶς δὲ μοῦ εἶπες, Γιάννη, ἐξηκολούθησεν ἡ Σκεύω, ποῦ εἶναι τὸ καράβι πού ᾽ν᾽ ὁ γυιός μου μαζί;
Τὴν ἐρώτησιν ταύτην ἤθελε νὰ ὑποβάλῃ πρὸ πολλοῦ, ὅταν ἔπλεον ὁμοῦ ἐπὶ τῆς φελούκας, ἀλλὰ τὴν εἶχε προπάρει τόσον ὁ Γιάννης μὲ τὸν βάναυσον τρόπον του, ὥστε ἡ πτωχὴ γυνὴ ἀπεθαρρύνθη καὶ ἀνέβαλε τὴν ἐρώτησιν.
― Καὶ ποῦ ξέρω ἐγώ, θεια-Σκεύω; Εἶπαν πὼς ἦρθε καὶ πὼς ἦτον ἄρρωστος… Ἂν ἦρθε, θὰ εἶναι μὲ κανέν᾽ ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ ξένα καράβια, γιατὶ τὸ ντόπιο, τοῦ καπετὰν Γρατσιώτη, ποὺ ἦτον λοστρόμος μαζί, δὲν ἔχει ἐρθῆ… Ἂν ὁ γυιός σου ἦρθε θὰ πῇ ὅτι εἶχε ξεμβαρκάρει στὴν Πόλη, καὶ μβαρκάρισε μὲ κανένα ξένο, ποὺ ἦτον γιὰ δῶ.
― Καὶ πῶς δὲ μπόρεσες νὰ μάθῃς, Γιάννη; εἶπε μετὰ παραπόνου ἡ Σκεύω.
― Μοῦ κακοφαίνεται κ᾽ ἐμένα, θεια-Σκεύω ποὺ δὲ μπόρεσα νὰ τὸ μάθω… Μὰ ποῦ νὰ ξέρω πὼς ἤσουν νὰ ᾽ρθῇς γιὰ δῶ τουλόγου σου, καὶ πὼς θὰ σ᾽ ἐβλέπαμε βαρδιάνο στὰ σπόρκα;
* * *
Λαβὼν ὁ ἰατρὸς τὸν φάκελον, τὸν ὁποῖον ἔτεινεν αὐτῷ ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, τὸν ἤνοιξε καὶ ἀνέγνωσε τὸ ἐν αὐτῷ ἔγγραφον. Τὸ ἔγγραφον ἦτο οἱονεὶ διορισμὸς καὶ πιστοποιητικὸν ταυτότητος τοῦ ἀποστελλομένου δι᾽ ἓν τῶν ἐπιχολέρων πλοίων φύλακος, τὸν ὁποῖον ὁ ὑγειονόμος ἐπέμενε νὰ ὀνομάζῃ Σταμάτην Γυρατσίνην.
Ὁ ἰατρὸς ἔκαμε ζωηρὸν κίνημα δυσφορίας, καὶ τὸ ἔγγραφον τοῦ ἐξέφυγε τὰς χεῖρας.
― Νὰ πάρῃ ὁ ντιάολος! εἶπε· καὶ ποιὸς εἶν᾿ αὐτὸς ὁ Σταμάτης Γκυρατσίνης;… Φέρε τον ἐντῶ.
Ὁ Γιάννης ἐστράφη πρὸς τὸν ὄπισθέν του ἱστάμενον σύντροφόν του καὶ τὸν ἔδειξε:
― Νά τος! εἶπε.
Ὁ ἰατρὸς ἐμειδίασεν, ἐκάγχασεν, ἐκάπνισε θορυβωδῶς τὸ τσιμπούκι του, ἐπλατάγισε τὰ χείλη, ἀπέπνευσε μεγάλην ἕλικα καπνοῦ ἀπὸ τὸ στόμα, καὶ εἶπε:
―Ἔλα ντῶ! ποιὸς εἶσαι;
Ἡ θεια-Σκεύω ἐπλησίασε τρέμουσα.
―Ἐγὼ εἶμαι, γιατρέ, εἶπε.
― Καὶ εἶσαι τοῦ λόγκου σου, ὁ Σταμάτης Γκυρατσίνης;
Ἡ θεια-Σκεύω ἔκαμε διφορούμενον νεῦμα· κάτι τι τὸ ὁποῖον ἠδύνατο νὰ ἐκληφθῇ ὡς ναὶ καὶ ὡς ὄχι.
Ὁ ἰατρὸς ὕψωσε τὸ κηρίον τὸ ὁποῖον ἐκράτει, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, τὰ ὁποῖα ἐκρέμαντο δι᾽ ἱμάντος ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ του, κ᾽ ἐκοίταξε τὸ μυστηριῶδες ἄτομον.
―Ἔλα σιμότερα, εἶπε.
Μὲ ἀποφασιστικότητα τιμῶσαν αὐτὴν μεγάλως, ἡ θεια-Σκεύω δὲν ἔδωκε καιρὸν εἰς τὸν ἰατρὸν νὰ τελειώσῃ τὴν ἐπιθεώρησίν του, ἀλλὰ κύψασα πρὸς τὸ οὖς του τοῦ εἶπε:
―Ἐγὼ εἶμαι ἡ Σκεύω, ἡ Γιαλινίτσα… ποὺ μὲ λένε κάποτε καὶ Σαβουρόκοφα.
Ὁ ἰατρὸς ἀνετινάχθη ὅλος ἐπὶ τοῦ στελέχους ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο καὶ ἐκάγχασε θορυβωδῶς.
― Χά, χὰ χά!…χὰ χὰ χά! Νὰ πάρῃ ὁ ντιάολος… ἐκεῖνο τὸ ὑγκειονόμο τὸ στραβούλιακα… ποὺ εἶναι καὶ φίλος μου!… χὰ χὰ χά! Καὶ ντὲν ηὗρε ἄλλο ὄνομα νὰ σοῦ ντώσῃ, ἑνὸς ζωντανοῦ, μόνον σοῦ ἔντωσε τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου… χὰ χὰ χά!
Εἶτα ἐπέφερε:
―Ἀν-καλὰ τί λέω ἐγκώ;… τὸ ὄνομα τοῦ ζωντανοῦ εἶναι κάποιου… τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου ντὲν ἔχει ἰντιοκτήτη, εἶναι ἔρμο… Ἔξυπνος ἐφάνη ὁ στραβούλιακας ποὺ σοῦ ἔντωκε τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου.
Εἶτα εὐθὺς ἠρώτησε:
― Καὶ τί σοῦ ἦρτε, Σκεύω, νὰ τὸ κάμῃς αὐτό;
Ἡ Σκεύω τὴν ἐρώτησιν ταύτην ἐπερίμενε.
― Γιὰ τὸ Θεό, γιατρέ, νά ᾽χῃς πολλὴ ζωίτσα… καὶ νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς ὅ,τι ἐπιθυμεῖς… νά ᾽χῃς καὶ καλὴ ψυχή… δὲν μοῦ λές, τί γίνεται ὁ γυιός μου, ὁ Σταῦρος; Εἶναι καλά; πέθανε; ζῆ; τὸν εἶδες τουλόγου σου;
Ὁ ἰατρός, ὅστις ἐξηκολούθει τὴν θορυβώδη εὐθυμίαν του, διεκόπη, ἀνεκάλεσε τὰς προσφάτους ἐκ τῶν ἐπισκέψεων τῆς ἡμέρας ἐντυπώσεις του καὶ εἶπεν:
―Ἄ! Ὁ Σταῦρος… τοῦ Γιαλῆ… Ὁ λοστρόμος… εἶναι γυιός σου. Ἄ! ναί… εἶναι ἄρρωστος… ὑπέφερε πολὺ… μὰ ντὲν ἔχει ἀνάγκη… τὰ ζήσῃ.
Ἡ Σκεύω ἀνέπνευσε.
― Ν᾽ ἁγιάσῃ τὸ στόμα σου, γιατρέ, καὶ τὰ χείλη σου, ποὺ μοῦ εἶπαν τὸν καλὸ τὸ λόγο, νὰ γίνουν μαλαματένια, σὰν τ᾽ Ἁι-Γιαννιοῦ τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ ἰατρὸς ἐκολακεύθη ἐκ τῆς εὐχῆς, ἐμειδίασε, καὶ εἶτα πάλιν ἐπανῆλθεν εἰς τὸν φίλον του, ὡς τὸν ὠνόμαζε, τὸν ὑγειονόμον.
― Μὰ νὰ πάρῃ ὁ ντιάολος, τί τοῦ ἦρτε τοῦ φίλου μου, τοῦ ὑγκειονόμου, τοῦ στραβούλιακα, καὶ σὲ ἀγκαζάρισε γιὰ βαρντιάνο;… Ἢ ἤτελες τουλόγκου σου;
―Ἐγὼ τὸ ἤθελα… δὲν μπόρεσα νὰ μάθω γιὰ τὸ γυιό μου, κ᾽ ἦρθα νὰ τὸν ἰδῶ.
―Ἄ! κ᾽ ἐγκέλασες τὸ ὑγκειονόμο, τὸ στραβούλιακα;
― Δὲν τὸν ἐγέλασα, τόσον ἐγώ, εἶπε μετ᾽ ἀμηχανίας ἡ Σκεύω, ὅσο γελάστηκε μοναχός του.
― Πῶς;
Καὶ ὁ ἰατρὸς ἐξηκολούθει νὰ ροφᾷ μεγάλας εἰσπνοὰς καπνοῦ, νὰ ἐκπέμπῃ πυκνὰ νέφη περὶ τοὺς παχεῖς καστανοὺς μύστακάς του, νὰ ἀκτινοβολῇ ἀπὸ εὐθυμίαν καὶ ν᾽ ἀκροᾶται.
―Ἐγὼ ἤμουν σὰν παλαβή, σὰν τὸ ἔμαθα, ποὺ μοῦ τὸ ἐφώναξε μιὰ κλήρα προχτὲς τὸ βράδυ, ἀπὸ μιὰ βάρκα μέσα, πὼς ὁ γυιός μου εἶναι ἄρρωστος ἀπὸ χολέρα.
―Ἄ!… λοιπόν;
―Ἐγὼ ἐγονάτισα μπροστὰ στὰ κονίσματα, κ᾽ ἐπαρακάλεσα τὴν Παναγίτσα μου, μιὰ μικρὴ Παναγίτσα ἀσημωμένη ποὺ ἔχω, νὰ μὲ λυπηθῇ καὶ νὰ μοῦ στείλῃ καλὰ μαντᾶτα ἀπὸ τὸ Σταῦρο ἢ νὰ μὲ φωτίσῃ τί νὰ κάμω…
― Ὕστερα;
―Ἐμένα ἡ Μεγαλόχαρη καλὰ μαντᾶτα δὲν ηὐδόκησε νὰ μοῦ στείλῃ, γιατὶ ἤμουν ἁμαρτωλή, ἔξω ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ σ᾽ ἐφώτισε νὰ μοῦ δώσῃς, γιατρέ μου… μονάχα μ᾽ ἐφώτισε, σὰν ἦτον πολὺ δύσκολο νὰ μὲ πάρουν οἱ βαρκάρηδες νὰ μὲ φέρουν, ὅπως ἤμουν μὲ τὴ γυναίκεια φορεσιά μου, στὸ νησὶ μέσα γιὰ νὰ βρῶ τὸ γυιό μου, μ᾽ ἐφώτισε νὰ φορέσω ἀντρίκεια καὶ νὰ πάω βαρδιάνος στὰ σπόρκα.
Ὁ ἰατρὸς ἀνεκάγχασε θορυβωδῶς.
―Ἄ! χὰ χὰ χά! ντιάολο! παράξενο! βαρντιάνος στὰ σπόρκα! Ἄ! ντιάολο! Καὶ τὸ στραβούλιακα τὸ ὑγκειονόμο;…
Ἡ Σκεύω ἐξηκολούθησε:
― Σὰν ἔβαλα τὰ φορέματα τοῦ μακαρίτη τ᾽ ἀνδρός μου κ᾽ ἐκοίταξα στὸν καθρέφτη, μοῦ φάνη πὼς μοῦ πήγαιναν καλά, καὶ μοῦ φάνη πὼς ὡμοίαζα, κοντούλα ὅπως εἶμαι, μὲ τὸ γερο-Σταμούλη τὸν Καρδαράκη, τὸν παλιὸ γείτονά μου, ποὺ ἤμαστε ἕναν καιρὸ γειτόνοι στὸν ἐλιώνα, ἀπάνω στὴν Κορακοφωλιά, ποὺ τὸν ἔδωκε τώρα προικιὸ τῆς κόρης του. Σὰν εἶδα πὼς ὡμοίαζα μὲ τὸ Σταμούλη τὸν Καρδαράκη καὶ στὸ μπόι, καὶ στὸ μουστάκι, καὶ σ᾽ ὅλα, ἄρχισα κ᾽ ἐγὼ νὰ καμαρώνω, νὰ σιάζωμαι στὸν καθρέφτη, κ᾽ ἐγύρευα νὰ μοιάσω ἀκόμα πλιότερο μὲ τὸν παλιὸ τὸν γείτονά μου. Ἔβαλα τὸ φέσι καθὼς τὸ φορεῖ ὁ Σταμούλης, ἐζώστηκα τὸ κίτρινο ζουνάρι τρεῖς πιθαμὲς πλατύ, ὅπως τὸ ζώνεται ὁ Σταμούλης, ἔκαμα καὶ τὴ σέλλα* τοῦ βρακιοῦ ὅπως τὴν κάνει ὁ Σταμούλης, ὕστερα, σὰν τὰ ἔβγαλα τὰ ροῦχα, ἔλεγα πότε νὰ τὰ ξαναφορέσω, κι ἀποφάσισα μὲ κάθε τρόπο νὰ ᾽ρθῶ μέσα στὸ νησί, νὰ περάσω γιὰ βαρδιάνος.
Ὁ κ. Βίλελμ Βοὺντ εὕρισκε μεγάλην τέρψιν εἰς τὴν ἀκρόασιν τῆς διηγήσεως ταύτης. Ἠραίωσε τὰ ροφήματα τοῦ τσιμπουκίου του, ἔπαυσε τοὺς πλαταγισμοὺς τῶν χειλέων, ἐγέλα καὶ ἤκουε.
― Λοιπόν;
―Ἐγὼ πῆγα καὶ ηὗρα τὸ Νίκα, τὸ φύλακα ποὺ ἦτον πρῶτα στὰ πέρα Λαζαρέτα, τὸ συμπέθερό μου, καὶ τὸν ἐπαρακάλεσα νὰ κάμῃ νόμο-τρόπο* νὰ καταφέρῃ ἕνα βαρκάρη φίλο του νὰ μὲ πάρῃ, ἔτσι ὅπως ἤμουν, γυναίκα, στὴ βαρκούλα του μέσα, νὰ μὲ φέρῃ στὸ νησί. Ὁ Νίκας μοῦ εἶπε πὼς τὸ βλέπει πολὺ δύσκολο. Δὲν ἄφηναν κανέναν ἄλλον, ἔξω ἀπὸ κεινοὺς ποὺ ἔχουν ἄδεια, νὰ ζυγώσῃ στὴν καραντίνα…
― Ὕστερα;
― Τότες ἔκαμα ἀπόφαση καὶ τοῦ λέω τοῦ συμπέθερου, τοῦ Νίκα: «Γιά νὰ σοῦ πῶ, ξέρεις τί μ᾽ ἐφώτισε ὁ Θεός; Θὰ φορέσω ἀντρίκεια καὶ θὰ περάσω γιὰ βαρδιάνος. Ἐσύ, ποὺ ἔχεις τὰ μέσα, νὰ πῇς τ᾽ ἀφεντικοῦ σου νὰ μὲ γράψῃ στὰ χαρτιά, γιὰ νὰ μὲ βάλουν βαρδιάνο. Ἐδοκίμασα τὰ ροῦχα τοῦ μακαρίτη τ᾽ ἀνδρός μου, καὶ μοῦ ἔρχονται καλά, καὶ μοιάζω μὲ τὸ Σταμούλη τὸν Καρδαράκη ὅταν τὰ φορέσω. Πὲς τοῦ κὺρ ἐπιστάτη πὼς μὲ λένε Σταμούλη Καρδαράκη».
Ὁ ἰατρὸς ἐκάγχασε θορυβωδῶς:
―Ὤ! ντιάολο! καὶ ὕστερα;… πῆες στὸν ἐπιστάτη… καὶ στὸ ὑγκειονόμο, τὸ στραβούλιακα, τὸ φίλο μου; Καὶ πῶς ἀπὸ Καρνταράκης ἔγινες Γκυρατσίνης;
―Ὁ Νίκας, ὁ συμπέθερός μου, σὰν τ᾽ ἄκουσε, τοῦ φάνηκε παράξενο, καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ ἀπὸ τὸ ἕνα μάτι, τόσον ἐπαραπονέθηκε, ποὺ μὲ εἶδε νὰ ἐπιμένω νὰ ᾽ρθῶ νά ᾽βρω τὸ παιδί μου… καὶ μὲ τὸ ἕνα μάγουλο ἄρχισε νὰ γελᾷ… κ᾽ ἐσφόγγιζε τὰ δάκρυά του, καὶ δὲν ἐμάζωνε τὰ χείλη του… Καὶ ὕστερα τὸ εἶπε τοῦ ἐπιστάτη… Κι ὁ ἐπιστάτης, σὰν νὰ τὸν εἶχα ὁρμηνεμένον, τοῦ εἶπε νὰ πάω νὰ παρουσιαστῶ στὸ λιμεναρχεῖο τὸ βράδυ-βράδυ, ποὺ δὲ θὰ μ᾽ ἔβλεπαν καλά…
―Ὤ! ντιάολο! καὶ ηὗρες ἐκεῖ καὶ τὸ ὑγκειονόμο, τὸ στραβούλιακα;
― Τὸ βράδυ-βράδυ πῆγα, κ᾽ ἦτον ἐκεῖ ὁ ὑγειονόμος, κι ὁ ἐπιστάτης, κι ὁ λιμενάρχης, οἱ τρεῖς τους, κλεισμένοι μὲς στὴ μέσα κάμαρη… Κ᾽ ἐμᾶς μᾶς ἔβαλαν νὰ καρτεροῦμε στὴν ὄξου κάμαρη, γιὰ νὰ νυχτώσῃ ἀκόμα, σὰν νὰ τοὺς εἶχα ὁρμηνεμένους… Κι ἄλλοι πέντ᾽ ἓξ γέροι ποὺ καρτεροῦσαν ἐκεῖ, νά ᾽ρθ᾽ ἡ ἀράδα τους, νὰ παρουσιαστοῦν στ᾽ ἀφεντικά, γιὰ νὰ μβοῦν βαρδιάνοι, μ᾽ ἐπῆραν γιὰ ξένο, καὶ μ᾽ ἐρώτησαν, κ᾽ ἐγὼ τοὺς εἶπα πὼς ἤμουν ἀπ᾽ τὰ Εἰκοσιτέσσερα Χωριά. Ὕστερα ἕνας-ἕνας παρουσιάστηκαν κ᾽ ἐπῆραν τὸ χαρτί τους, κ᾽ ἐμβῆκαν βαρδιάνοι. Στὰ ὑστερνὰ ἦρθεν ἡ ἀράδα μου νὰ παρουσιαστῶ κ᾿ ἐγώ.
―Ἔ! καὶ τότε;
―Ἐγὼ ἐμβῆκα μέσα τρέμοντας, καὶ λίγο ἔλειψε νὰ μοῦ φανῇ ὁ οὐρανὸς σφοντύλι. Καὶ πιάστηκα ἀπ᾽ τὴν πόρτα γιὰ νὰ μὴν πέσω. Κι ὅσο νὰ μβῶ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν πόρτα, παρακάλεσα τὴν Παναγιὰ καὶ μὄδωσε θάρρος… Κι ὁ ὑγειονόμος, ἅμα μὲ εἶδε…
―Ἄ!
― Μοῦ λέει, σὰν νὰ τὸν εἶχα ὁρμηνεμένον: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Σταμάτης ὁ Γυρατσίνης;… Τί γίνεσαι Σταμάτη;… Γηράσαμε, Σταμάτη, γηράσαμε…» Κ᾽ ἐγὼ τότε, χωρὶς νὰ τὸ συλλογισθῶ, «Μάλιστα, λέω, ἐγὼ εἶμαι ὁ Σταμάτης ὁ Γυρατσίνης… Τί κάνεις, κὺρ ὑγειονόμε; Εἶσαι καλά;…»
Ὁ ἰατρὸς ἀνεπήδησεν ἀπὸ τοῦ στελέχους ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο, διότι σφοδρὸς γέλως ἀνετίναξεν ὅλον τὸ σῶμά του, καὶ ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ καγχάσῃ ἐν ἀνέσει.
―Ὤ! ντιάολε! ὤ! ντιάολε!… τώρα καταλαβαίνω… σ᾽ ἐπῆρε γιὰ τὸν πεταμένο… Κ᾽ ἐσὺ σὰν σοῦ ἦρτε, σὰ μποῦφος*, ἕτοιμο ὄνομα, τὸ ἐντέχτης, καὶ ἐπαρατήτηκες ἀπὸ τὸ ἄλλο;
― Ναί.
― Ὢ ντιάολο!… τὸ στραβούλιακα… Κ᾽ ἐσὺ εἶπες μέσα σου, τί τέλω νὰ γκυρεύω ἄλλο ὄνομα, ἀφοῦ μοῦ ντίνει αὐτὸ ὁ ὑγκειονόμος. Ἔτσι;
― Ναί.
Ὁ ἰατρὸς ἐξηκολούθει νὰ καγχάζῃ ἐπὶ μακρόν, καὶ ἐπὶ πέντε λεπτὰ τῆς ὥρας δὲν ἔλαβε καιρὸν νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸ στόμα τὸ μακρὸν τσιμπούκι του.
―Ὤ! ντιάβολο! τὸ στραβούλιακα!… Εἶναι παρατηρημένο, ἐπρόσθεσεν, ὡς νὰ ὡμίλει πρὸς ἑαυτόν, ὅτι κανένας, περισσότερο ἀπὸ ἕνα μισόστραβον δὲν ἠμπορεῖ νὰ πῇ μὲ τί ὁμοιάζει ἕνα πρᾶμα ποὺ ντὲν εἶναι ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται… Κατὼς κ᾽ ἕνας στραβομούρης ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ καλύτερα ἀπὸ κάτε ἄλλον μορφασμοὺς καὶ παντομίμες… κ᾽ ἕνας ποὺ ντὲν εἶναι πολὺ καταρόγκλωσσος ἠμπορεῖ νὰ μιμητῇ καλύτερα ἕναν τραυλὸν καὶ ψευντόν… κ᾽ ἕνας μισοαγκράμματος ἠμπορεῖ νὰ ντιαβάσῃ καλύτερα ἕνα κακογκραμμένο γκράμμα.
Ὁ ἰατρὸς ἀνέπνευσε πρὸς στιγμήν, ἐτράβηξε μαζωμένα πέντε ἢ ἓξ ροφήματα καπνοῦ, εἶτα ἐτίναξε τὸ τσιμπούκι του, κ᾽ ἐνῷ τὸ ἐγέμιζεν ἐκ νέου, ἐπανέλαβε:
―Ἔ! Καὶ ὕστερα;… ντὲν ηὗρες καμμιὰ ντυσκολία, καὶ οἱ ἄλλοι, ἔχοντας κολαοῦζο τὸν ὑγκειονόμον, σ᾽ ἐπαραντέχτηκαν γιὰ Σταμάτη Γκυρατσίνη καὶ σὲ ντιώρισαν βαρντιάνο…
―Ὁ ἐπιστάτης κάτι ὑπωπτεύθηκε, ἀπήντησεν ἡ Σκεύω.
―Ἄ!
―Ἐγύρισε καὶ εἶπε τοῦ Νίκα: «Μὰ ἐσὺ αὐτὸν ποὺ μοῦ ἐσύστησες τὸν ἔλεγες Καρδαράκη, τώρα πῶς βρίσκεται Γυρατσίνης;»
―Ἄ! κι ὁ Νίκας τί τοῦ εἶπε;
―Ὁ Νίκας τὰ ἐχρειάστηκε… λίγο ἔλειψε νὰ τὰ χάσῃ.
― Κ᾽ ὕστερα, πῶς μπόρεσε καὶ τὰ μπάλωσε;
― Τὸν ἐφώτισε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ εἶπε, τοῦ ἐπιστάτη: «Τὸν λένε καὶ Καρδαράκη, μὰ αὐτὸ εἶναι παρατσούκλι, καὶ τοῦ κακοφαίνεται… τὸ καθ᾽ αὑτὸ ὄνομά του εἶναι Γυρατσίνης».
Ὁ κ. Βοὺντ ἐκάγχασε θορυβωδέστερον παράποτε.
― Μπράφο! Μπράφο! Χόχ! πραίχτιγ! φερμάχτ!*
Ἤναψε τὸ τσιμπούκι του, εἰσέπνευσε πεντάκις ἢ ἑξάκις, πλαταγίζων τὰ χείλη, καὶ ἐπανέλαβε:
― Κι ὁ ἐπιστάτης ἐγκελάστη μ᾽ αὐτό;
― Γελάστηκε.
― Ὕστερα, σοῦ ᾽ντωκαν τὸ καρτί σου, κ᾽ ἦρτες…
― Μοῦ τό ᾽δωκαν… Μονάχα ὁ λιμενάρχης εἶχεν ἀκόμα κάποια ὑποψία, κ᾽ ἔλεε: «Αὐτὸς φαίνεται σὰ γριὰ ζαρωμένη!»
Ὁ ἰατρὸς ἐκάγχασε διὰ τελευταίαν φοράν, εἶτα ὁ γέλως καὶ ἡ ἐκπνοὴ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθεν ὡς στεναγμὸς ἀπὸ τὸ στόμα του. Εἶχεν ἀποκάμει νὰ γελᾷ.
Ἐσκέπτετο ὅτι ἂν τοῦ παρεσκεύαζε καθημερινῶς ἀνὰ ἓν τοιοῦτον ἐπεισόδιον ὁ φίλος του ὁ ὑγειονόμος, τότε ἡ μοναξία καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς ἐν τῇ ἐρημονήσῳ θὰ διέρρεεν ἀνεπαίσθητος δι᾽ αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ μόνον τὸ συμβὰν τῆς ἑσπέρας ταύτης ἤρκει ν᾽ ἀντισταθμίσῃ πολλῶν ἡμερῶν ἀνίαν εἰς τὴν εὔθυμον καὶ ζωηρὰν φαντασίαν του.
* * *
Πρὸς τὰ ἐξημερώματα ὁ πάτερ Νικόδημος ὁ Μανασσὴς κατέβη ὡς συνήθως ἀπὸ τὸ κελλίον του, διὰ νὰ ψάλῃ τὸν ὄρθρον, διὰ τοῦ κομβοσχοινίου καὶ τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», εἰς τὸ μικρὸν ἰσόγειον χώρισμα τὸ χρησιμεῦον ὡς εὐκτήριος οἶκος. Ὅλην τὴν νύκτα ὁ γέρων μοναχὸς δὲν εἶχε κλείσει τὸ ὄμμα. Ἀφ᾽ ὅτου ἔχασε τὴν ἡσυχίαν του καὶ τὴν προσφιλῆ μοναξίαν του, δὲν εἶχε πλέον ὕπνον εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του οὐδὲ εἰς τὰ βλέφαρά του νυσταγμόν. Ὅ,τι διὰ τοὺς ἄλλους ἦτο ἀποκλεισμὸς καὶ ἀνία ἀφόρητος, δι᾽ αὐτὸν ἦτο πολυθόρυβος συναγελασμὸς ἀνθρώπων καὶ τύρβη τοῦ κόσμου. Ἐκλείετο ἀπὸ ἐνωρὶς εἰς τὸν μικρὸν θαλαμίσκον του, τὸ μόνον ἐκ τῶν πέντε κελλίων τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχαν ἀφήσει, καὶ αφοῦ ἔλεγε τὸ ἀπόδειπνον, μάτην ἐκάλει τὸν ὕπνον νὰ κατέλθῃ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του. Δίπλα, εἰς τὰ συνεχόμενα κελλία, ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ἐνοσηλεύοντο ἀσθενεῖς τοὺς ὁποίους εἶχαν ἐκφέρει τὴν προτεραίαν ἀπὸ τὰ καταπλεύσαντα πλοῖα. Στεναγμοὶ πόνων, ἐνίοτε ρόγχοι ἀγωνίας, ἠκούοντο. Εἶτα ἐπήρχετο σιωπὴ καὶ ἡσυχία, βαρεῖα ὡς κουφόβρασις, ὡς συννεφόκαμα καὶ βεβαρημένη ἀτμοσφαῖρα, κυοφοροῦσα βροχήν. Μόνον πρὸς ὄρθρον βαθύν, εἰς τὸ δεύτερον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁ ὕπνος ἐπῆλθεν εἰς τὸ καταπονημένον σῶμα τοῦ μοναχοῦ, καὶ ἠδυνήθη ν᾽ ἀποκοιμηθῇ ἐπὶ μίαν ὥραν. Εἶτα ἐξύπνησεν ἀπὸ φωνὰς καὶ ἐναγωνίους ὁμιλίας, ἀκουσθείσας ἐκ τοῦ παρακειμένου κελλίου. Εἶτα ἐφόρεσε τὸ ράσον του καὶ ἐξῆλθε.
Κάτω εἰς τὴν ὑπόστεγον αὐλήν, τὴν παραλλήλως ἐκτεινομένην εἰς ὅλην τὴν σειρὰν τῶν κελλίων, δύο μεγάλαι ἀναδενδράδες ἀνήρχοντο ἐπιστέφουσαι τὴν κορυφὴν τῆς στοᾶς, καὶ οἱ πόδες ἐπάτουν ἐφ᾽ ὑψηλῆς πεζούλας, ἐν εἴδει αἱμασιᾶς, πλαισιούσης τὴν ἄμπελον καὶ τὸν κῆπον τὰ ὁποῖα ἦσαν προωρισμένα νὰ δῃωθῶσιν ἀπὸ τὴν ἀνήκουστον ἐπιδρομὴν τὴν ἐπισυμβᾶσαν κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος. Δεξιὰ εἰς τὸν βλέποντα πρὸς μεσημβρίαν ἦτο ὁ κῆπος, ἀριστερὰ ἡ ἄμπελος. Εἰς τὸ μεταξὺ τοῦ κήπου καὶ τῆς ἀμπέλου ἦτο δρομίσκος, φέρων εἰς τὸ πηγάδιον. Εἰς τὸν δρομίσκον κατήρχετό τις διὰ κλίμακος μὲ τρία ἢ τέσσαρα σκαλοπάτια, πατῶν ἐπὶ χόρτων καὶ βρύων, τὰ ὁποῖα ἤρχισαν ἤδη νὰ ξηραίνωνται, πατηθέντα ἀπὸ ἀγνώστους πόδας. Διὰ τοῦ δρομίσκου ἔφθανέ τις εἰς τὸ πηγάδιον τὸ ὁποῖον εἶχεν ὀλίγον νερὸν ἀκόμη, καὶ ὁ πάτερ Νικόδημος κατέβη τὰ τρία σκαλοπάτια, διῆλθε τὸν δρομίσκον, καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν σκιάδα, τὴν καλύπτουσαν τὸ πηγάδιον. Διπλῆ ἀλλόκοτος φλὸξ ἔλαμψεν ἀντικρύ του εἰς τὸ σκότος. Μόλις ἐπάτησε τὸν πόδα ὑπὸ τὴν σκιάδα καὶ δυνατὸς θόρυβος ἀγριμίου φεύγοντος ἠκούσθη. Ὁ πάτερ Νικόδημος ἐφώναξε δὶς καὶ τρίς: «Ψί! ψί! Μπαμπή! Μπαμπή! Μπαμπή!» ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τὸ ἀγρίμιον εἶχε γίνει ἄφαντον.
Ὁ πάτερ Νικόδημος ἔσεισε μελαγχολικῶς τὴν κεφαλὴν καὶ εἶπεν: «Αὐτὴ μοῦ δείχνει τὸν δρόμον μου! Κ᾽ ἐγὼ τί κάθομαι ἀνάμεσα εἰς τόσον κόσμον; Τί δουλειὰ ἔχω;»
Ἦτο ἡ γάττα του, ἡ προσφιλής του γάττα Μπαμπή, μαύρη ὡς ὁ ἔβενος, μὲ δύο λαμπρὰ ὄμματα φαιά, κυανᾶ, καὶ ἀορίστου χρώματος, λάμποντα εἰς τὸ σκότος. Τὸν εἶχεν ἰδεῖ, τὸν εἶχεν ἀναγνωρίσει καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν. Ἄλλοτε, ὅταν ἤρχοντο ἀραιοὶ ξένοι ἐπάνω εἰς τὸ νησί, ἠγρίευε πρὸς αὐτούς, δὲν ἦτο χειροήθης εἰς κανένα, ἀλλὰ δὲν ἐθύμωνε διὰ τοῦτο μὲ τὸν προσφιλῆ της κύριον. Ἐξηκολούθει νὰ εἶναι φίλη εὐσταθὴς καὶ τιθασὴ πρὸς αὐτόν. Ἀπὸ ἑβδομάδος, ἅμα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται πλοῖα, καὶ ν᾽ ἀποβιβάζηται ἀσυνήθης πληθὺς εἰς τὴν νῆσον, ἠγρίευσεν, ἐθύμωσεν, ἔπαυσε νὰ εἶναι χειροήθης εἰς τὸν κύριόν της, καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔφυγεν ὑψηλά, εἰς τοὺς λόφους καὶ ἐχώθη εἰς τὸ δάσος. Ἔκτοτε δὲν ἐπαρουσιάσθη πλέον εἰς τὸν κύριόν της. Ἐφαίνετο διαμαρτυρομένη ἐναντίον του διατί νὰ δεχθῇ τόσον κόσμον ἐπάνω εἰς τὸ βασίλειόν των, εἰς τὴν περιοχήν των, εἰς τὸ κτῆμά των.
Τὴν νύκτα, ἀφοῦ εἶχε ξεφαντώσει ἀπὸ τοὺς ἀρουραίους μέσα εἰς τοὺς θάμνους, εἶχε διψάσει φαίνεται, καὶ κατέβη νὰ πίῃ νερὸν εἴς τινα γούρναν, σιμὰ εἰς τὸ πηγάδι. Ἀλλ᾽ ἅμα εἶδε τὸν κύριόν της, ἐτράπη εἰς πείσμονα φυγήν.
Ὁ πάτερ Νικόδημος ἐστέναξε, κ᾽ ἐπλησίασεν εἰς τὸ πηγάδιον, καὶ ἤντλησε νερόν, διὰ νὰ νιφθῇ. Ἐνῷ ἐνίπτετο, παρέκει ὀλίγον, ὑπό τινα καλαμωτήν, ἀποτελοῦσαν δευτέραν σκιάδα ἐγγὺς τῆς πρώτης, ἠκούσθη ὁ κλωγμὸς μιᾶς ὄρνιθος.
―Ἄ! Πιτσινή μου! Πιτσινή μου! ἐστέναξεν ὁ πάτερ Νικόδημος, ἐσὺ εἶσαι;
Νέος κλωγμὸς ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐπιφώνησιν τοῦ γηραιοῦ μοναχοῦ.
― Συλλογίζομαι νύκτα καὶ μέρα, ἤρχισε νὰ μονολογῇ ὁ πάτερ Νικόδημος, πῶς νὰ κάμω γιὰ νὰ τὴν γλυτώσω, μὴν πάθῃ κι αὐτὴ ὅ,τι ἔπαθεν ἡ ἄτυχη ἡ Κοτσινή. Ἄχ, Κοτσινή, Κοτσινή!
Ἡ Κοτσινὴ ἦτο ἡ ἄλλη προσφιλής του ὄρνις τὴν ὁποίαν τοῦ εἶχαν «φαρμακώσει»* πρὸ δύο ἡμερῶν οἱ ἐλθόντες ξένοι. Καὶ τὰς δύο, τὴν Πιτσινὴ καὶ τὴν Κοτσινή, τοῦ τὰς εἶχεν ἐμπιστευθῆ ὡς πολύτιμον παρακαταθήκην ὁ πάτερ Σισώης, ὁ δάσκαλος, ἀπὸ τὸ ἱερὸν κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Σύρριζα εἰς τὸ βουνὸν εἶναι κτισμένον τὸ μοναστήριον, κάτω εἰς τὸ ρέμα, ἀνάμεσα εἰς τὰς καρυὰς καὶ εἰς τὰς πλατάνους, ὅπου πελώρια κλήματα ἕρπουσιν ἀνὰ τοὺς βράχους καὶ τοὺς κρημνούς, ἐξαπλούμενα εἰς τὰς αἱμασιὰς καὶ τὰς χαράδρας, καὶ οἱ καρποί των κρέμανται εἰς τοὺς ὑψηλοὺς κλῶνας τῶν πλατάνων, βορὰ τῶν ὀρνέων τοῦ οὐρανοῦ, ἢ σήπονται ἀπὸ τὴν δαψίλειαν τῆς ὑγρότητος εἰς τὰ ἄβατα φυλλώματα τῶν ὑψιερπῶν θάμνων. Σταλαγμὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ μαργαρίτης, ὡς δρόσος Ἀερμὼν ἡ καταβαίνουσα εἰς τὰ ὄρη, καλύπτει καὶ στολίζει δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους τὴν σκιερὰν καὶ εὔδροσον κοιλάδα. Κάτω ἀπὸ τὴν ρίζαν τοῦ βράχου ἀντηχεῖ ὁ ρόχθος τοῦ νεροῦ, ὁπόθεν ἐκβλύζον τὸ ρεῦμα μορμυρίζει ἐν μέσῳ βρύων καὶ χόρτων κατερχόμενον εἰς τὴν στέρναν, ἥτις ἔχει δύο διεξόδους, τὴν μίαν σιγανὴν καὶ ἔντεχνον πρὸς τοὺς κήπους καὶ τὰς αἱμασιὰς ὁλόγυρα, τὰς ὁποίας ἐκαλλιέργει μετὰ φιλοκάλου ἐπιμελείας ὁ πάτερ Μεθόδιος ὁ μυλωθρός, τὴν ἄλλην ραγδαίαν καὶ ὁρμητικὴν διὰ τῆς πελωρίας κοπάνας πρὸς τὸν νερόμυλον ὑποκάτω, ὅπου αἱ μυλόπετραι ἐγύριζον μετ᾽ ἰλιγγιώδους ταχύτητος ἀλέθουσαι τὸν σῖτον, καὶ ἡ φτερωτὴ κάτωθεν εἰς τὴν ἐκβολὴν τοῦ νεροῦ ἐστρέφετο γοργῶς τέμνουσα εἰς μυρίας ἰριδωτὰς ἀργυρόχρους διαθλάσεις τὸ ὕδωρ, πῖπτον πάλιν ἄφθονον εἰς τὴν κοίτην του, εἰς τὸ βάθος τῆς σκιερᾶς κοιλάδος. Ἐπάνω ἀπὸ τὰ θεμέλια τοῦ μοναστηρίου, ἀνὰ τὴν κλιτὺν τοῦ ὑψηλοῦ βουνοῦ, ὑψηλὰ ἀνάμεσα εἰς τοὺς θάμνους καὶ τοὺς ἀπατήτους βράχους, ὁ πάτερ Σισώης, πρῴην διδάσκαλος, ζητήσας τὴν γαλήνην τοῦ γήρατός του εἰς τὸ μοναστήριον, ἔτρεφεν ἢ μᾶλλον ἄφηνε νὰ τρέφηται ἀγέλη ὀρνίθων ὑπὲρ τὰ τριακόσια κεφάλια, εἰς τὴν ὁποίαν ἄγνωστος νόσος ἔπεσέ ποτε, ἐνσπείρασα τὸν θάνατον εἰς τὸ πλῆθος τῶν ὀρνίθων. Ἐλέχθη ὅτι ἄγνωστοι ἐχθροί του φθονήσαντες εἶχον ρίψει δηλητήριον, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι δὲν ἔπρεπε, μοναχὸς ὤν, νὰ τρέφηται μὲ ὀρνίθια. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἀπὸ τὸ μέγα θανατικὸν ἐσώθησαν μόνον δύο ὄρνιθες, ἡ Πιτσινὴ καὶ ἡ Κοτσινή, τὰς ὁποίας ὁ πάτερ Σισώης παρέδωκε δι᾽ ἀσφάλειαν εἰς τὸν πάτερ Νικόδημον, τὸν ἐπίτροπον τῆς Μονῆς εἰς τὸ μετόχιον τῆς νήσου Τσουγκριᾶ. Ὁ πάτερ Νικόδημος τὰς εἶχε φυλάξει μέχρι τοῦδε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἀλλ᾽ οἱ ξένοι οἱ ἐλθόντες κατ᾽ αὐτὴν τὴν δυστυχισμένην χρονιὰν εἰς τὴν νῆσον εἶχον ἁρπάσει τὴν μίαν καί, ἀφοῦ τὴν ἔσφαξαν, τὴν ἔβαλαν εἰς ξυλίνην σούβλαν, τὴν ἔψησαν καὶ τὴν ἔφαγαν. Περὶ τοῦ εἴδους τῆς παρασκευῆς τῆς ὄρνιθος δὲν ἀμφέβαλλεν ὁ πάτερ Νικόδημος, διότι ξένοι διαβατικοὶ δὲν θὰ εἶχον τὴν ὑπομονὴν καὶ τὰ μέσα νὰ τὴν μαγειρεύσωσι κατ᾽ ἄλλον τρόπον. Εἶχε γίνει μάλιστα περίεργος ἀπὸ ἀνεπαρκὲς ἴχνος, ἀπὸ ὀλίγιστα πτίλα τὰ ὁποῖα εἶχε παρατηρήσει τὴν πρωίαν τῆς προτεραίας κυλιόμενα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, νὰ ἐξετάσῃ καὶ ν᾽ ἀνακαλύψῃ τοὺς τύπους τῶν ποδῶν τῶν ὀρνιθοκλόπων ἐπὶ τῆς ἄμμου, καὶ ὁδηγούμενος ὑπ᾽ αὐτῶν, νὰ εὕρῃ τὸ μέρος ὅπου εἶχον ἀνάψει πῦρ διὰ νὰ ψήσωσι τὴν ὄρνιθα, κάτω εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν, τὴν σφένδαμνον ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔκοψαν τὴν ράμνον, τὴν ὁποίαν μετεχειρίσθησαν ὡς σούβλαν, καὶ κατὰ πιθανότητα, τὸ μικροκάικον εἰς τὸ ὁποῖον ἀνῆκον οἱ κλέπται. Ἀλλὰ δὲν τοὺς ὡμίλησε τίποτε. Εἶπε μέσα του, «ὁ Θεὸς νὰ τοὺς συγχωρήσῃ». Ἐλυπήθη μόνον τὴν ἄτυχην τὴν Κοτσινή, καὶ ἐστενοχωρεῖτο τί λόγον νὰ δώσῃ εἰς τὸν «δάσκαλον», ἂν οὗτος, μετὰ τόσην συρροὴν ξένων ἐπελθοῦσαν ἀπροσδοκήτως εἰς τὴν νῆσον, θὰ εἶχεν ἀκόμη τὴν ἰδιοτροπίαν νὰ τὸν ἐρωτήσῃ τί εἶχε γίνει ἡ Κοτσινή.
Ὁ πάτερ Νικόδημος, ἀφοῦ ἐνίφθη, ἐπλησίασεν εἰς τὸν ὀρνιθῶνα καὶ ἥπλωσε τὴν χεῖρα διὰ ν᾽ ἀποκομίσῃ ἐκεῖθεν τὴν Πιτσινήν. Εἶχε συλλογισθῆ μέσα του: «Τί ἀνόητος ποὺ εἶμαι! Ἀφοῦ χθὲς μοῦ ἔκλεψαν τὴν ἄλλη, καὶ τὴν ἀφήνω αὐτὴ μοναχή της τὴν νύκτα εἰς τὴν καλαμωτή, σιμὰ εἰς τὸ πηγάδι, ὅπου θὰ ἔλθουν νὰ πάρουν νερόν, καὶ ὅπου εἶναι σχεδὸν σίγουρα ὅτι θὰ μοῦ τὴν κλέψουν. Δὲν ἐφρόντισα νὰ τὴν ἐξασφαλίσω ἀποβραδύς, μόνον τὴν ἄφησα ὁλονυχτὶς εἰς τὴν τύχην της, κ᾽ ἐσκεπτόμην τί νὰ τὴν κάμω τὴν ἄλλην ἡμέραν, διὰ νὰ τὴν γλυτώσω, ἀφοῦ ὅλην τὴν νύκτα ἐκινδύνευεν ἐκτεθειμένη ἐδῶ! Χαμένα τὰ ἔχω! Ἔλα δῶ, Κοτσινή, Κοτσινή!»
Εἶτα, ἐννοήσας τὸ λάθος:
― Πῶς νὰ πῶ… Πιτσινή!
Καὶ στενάξας προσέθηκε:
― Τὴν καημένη τὴν Κοτσινή, στὸ στόμα μου κόλλησε!… Τώρα δὲ θὰ βρίσκωνται οὔτε τὰ κοκκαλάκια!
Ἔλαβεν εἰς τὰς χεῖρας τὴν ὄρνιθα, ἀνέβη εἰς τὸ κελλίον του, τὴν ἀπέθεσεν ἐντός, τῆς ἔρριψε τροφήν, καὶ ἐκλείδωσε τὴν θύραν. Εἶτα κατέβη εἰς τὸν εὐκτήριον οἶκον.
* * *
Τέσσαρες τοῖχοι παλαιοί, ὑγροὶ καὶ γυμνοί. Τέσσαρες εἰκόνες ἐπὶ τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου· τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τοῦ Προδρόμου καὶ τῶν Ἁγίων Φλώρου καὶ Λαύρου.
Δύο κανδῆλαι μὲ μεγάλα μετάλλινα καλύμματα, καταλαδωμένα. Ἓν ἀναλόγιον προσηρμοσμένον ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ τοίχου, πρὸς τὸ μόνον παράθυρον. Τέσσαρα βιβλία, τὸ Ὡρολόγιον, ἡ Ὀκτώηχος, τὸ Ψαλτήριον καὶ ἡ Πανδέκτη, τρίτη εὐτελὴς κανδήλα μὲ μέγα ἐκ λευκοσιδήρου σκούφωμα ἀνερχόμενον καὶ κατερχόμενον διὰ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς ἰσορροπίας, διὰ νὰ συγκεντρώνῃ τὸ φῶς ἐπὶ τοῦ βιβλίου καὶ ἐπὶ τῆς γενειάδος τοῦ ἀναγινώσκοντος· κανὲν στασίδιον· μία χονδρὴ ράβδος εἰς σχῆμα κεφαλαίου Τ προωρισμένη νὰ χρησιμεύῃ ἀντὶ στασιδίου εἰς τὸν ἀσκητὴν καὶ εἰς τὸν νυκτερινὸν εὐχέτην, τὸν ἐκτελοῦντα τὸν μοναστικὸν κανόνα του δι᾽ ὀρθοστασίας καὶ δι᾽ ἀνακυκλώσεως τοῦ κομβοσχοινίου μὲ τοὺς δακτύλους τῆς δεξιᾶς· τοιοῦτος ἦτο ὁ εὐκτήριος οἶκος τοῦ μετοχίου.
Αἱ κανδῆλαι ἔλαμπον μὲ ἀσύνηθες φῶς, ὄχι καλογηρικόν, καὶ ὡς σωστὰ πυροφάνια, διὰ τῆς ὑάλου τοῦ παραθύρου. Τοῦτο ἐξέπληξε κατ᾽ ἀρχὰς τὸν Νικόδημον, ἀλλ᾽ οὗτος ἐσυλλογίσθη εὐθὺς ὅτι γυνή τις ἐκ τῶν ἀπὸ χθὲς καὶ προχθὲς γειτονισσῶν του, αἵτινες ἐνοσήλευον οἰκείους πάσχοντας, ἀποβιβασθέντας ἀπὸ τῆς προχθὲς ἐκ τῶν πλοίων καὶ ἐγκατασταθέντας εἰς τὰ τρία ἐκ τῶν κελλίων, θὰ ἤναψεν ἐξ εὐλαβείας τὰ κανδήλια, ἀφοῦ ἐξεφιτίλισε καὶ ἐσήκωσεν ὑψηλὰ τὰς θρυαλλίδας, καὶ διὰ τοῦτο ἔλαμπον ὡς πυροφάνια ἁλιευτικά. Ἤνοιξε τὴν θύραν καὶ εἰσῆλθε. Γυνή τις ἐκάθητο εἰς τὸ χθαμαλὸν ἀνάβαθρον, τὸ εὑρισκόμενον παρὰ τὴν βάσιν τοῦ ἀναλογίου. Ὁ πάτερ Νικόδημος δὲν ἐξεπλάγη. Εἶχε πολλὰς γυναῖκας εἰς τὴν γειτονίαν του πρὸ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν, καὶ τοῦ ἐφάνη ὅτι ἀνεγνώρισεν ἐκείνην τὴν ὁποίαν ἔβλεπεν. Ἦτο ἡ γεροντοτέρα ἐκ τῶν τεσσάρων ἢ πέντε ἐγγυτέρων γειτονισσῶν του.
―Ἔ! καλημέρα, κυρά· πῶς εἶναι ὁ γυιός σου; ἔκραξεν ὁ Νικόδημος.
Ἡ γυνὴ ἐκοιμᾶτο κ᾽ ἐξύπνησεν ἀποτόμως ἐκ τῆς φωνῆς. Ἐκοίταξεν ἔκπληκτος τὸν μοναχόν.
― Πῶς εἶν᾽ ὁ γυιός σου; ἐπανέλαβεν ὁ Νικόδημος.
― Δὲν ξέρω, παιδάκι μου… ἀπήντησε τρίβουσα τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡ Σκεύω, διότι ἐκείνη ἦτο… Ξέρεις νὰ μοῦ πῇς τί γίνεται; Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐγὼ ἦρθα.
Τὴν φορὰν ταύτην ὁ ἐκπλαγεὶς ἦτο ὁ γέρων μοναχός. Ἐστάθη κοιτάζων τὴν γυναῖκα, καὶ εἶδεν ὅτι δὲν ἦτο ἐκείνη, τὴν ὁποίαν εἶχε νομίσει κατ᾽ ἀρχὰς ὅτι ἔβλεπεν.
Ἡ Σκεύω ἐπανέλαβε:
― Μοῦ εἶπεν ἀποβραδὺς ὁ γιατρός, ἂς εἶναι καλά, πὼς δὲν ἔχει φόβο, καὶ πὼς θὰ γίνῃ καλά… Σήμερα θὰ πάω μὲς στὸ καράβι νὰ τὸν εὕρω.
Ὁ Νικόδημος, ἂν καὶ ἀπὸ εἰκοσαετίας δὲν εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὴν μικρὰν νῆσον, τὴν ἀνεγνώρισεν ὡς συντοπίτισσαν.
― Τουλόγου σου εἶσαι ἀπὸ δῶ, ξέρω… Γιὰ πές μου τὸ ὄνομά σου…
― Σκεύω.
― Ναί, Σκεύω… Μὲ γνωρίζεις ἐμένα;
― Πῶς! ὁ Νικολάκης τῆς Μανασσίνας δὲν εἶσαι;
― Ναί.
― Πῶς σὲ λένε στὸ καλογερικό σου;
― Νικόδημο.
― Καλὰ εἶσαι, γυιέ μ᾽, τί κάνεις;… Νά, κ᾽ ἐγὼ ἦρθα γιὰ νὰ βρῶ τὸ παιδί μου ποὺ εἶν᾽ ἄρρωστο.
Καὶ διηγήθη ἐν ὀλίγοις τὰ πράγματα πῶς εἶχον, παραλείψασα νὰ εἴπῃ ὅτι εἶχε φορέσει ἀνδρίκεια καὶ ὅτι εἶχε περάσει ὡς βαρδιάνος.
Ὁ Νικόδημος τὴν παρηγόρησε λέγων ὅτι ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τὰς ἐλπίδας της εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὅτι ἂν δὲν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχει νὰ πάθῃ τίποτε ὁ υἱός της. Εἶτα ἤρχισε νὰ ἐκτραγῳδῇ τὰ ἴδια παθήματά του.
― Νά, κ᾽ ἐγὼ πόσα ὑποφέρω… Ἔφτασαν πολλὰ παρτίδα*, ποὺ δὲν εἶχαν ἔρθει ἄλλη φορά. Δὲν μὲ πειράζουν τόσο τὰ καράβια, ὅσο τὰ μικροκάικα… Ἄρχισαν νὰ μοῦ κλέφτουν τὰ σταφύλια, μοῦ ρήμαξαν τὲς κολοκυθιὲς καὶ τὲς μπάμιες… Δὲν μοῦ ἄφησαν γάλα γιὰ νὰ πήξω τυράκι… Μοῦ ἔκλεψαν τὴν Κοτσινή, τὴν κόττα τοῦ πάτερ Σισώη, καὶ τὴν ἔβαλαν στὴ σούβλα καὶ τὴν ἔφαγαν… Μοῦ ἀγρίεψαν τὴ γάττα, τὴν καημένη τὴ Μπαμπή, καὶ τὴν ἔκαμαν νὰ πάρῃ τὰ βουνά.
Ἡ θεια-Σκεύω τοῦ ἐσύστησεν ὑπομονήν, καὶ ὡς συμπέρασμα εἶπεν ὅτι «Ἁμαρτίες εἴχαμε ὅλοι, ἐδῶ ποὺ φτάσαμε».
* * *
Τὴν ἑσπέραν, μετὰ τὴν συνδιάλεξίν της πρὸς τὸν ἰατρόν, ἡ Σκεύω ἠκολούθησε τὸν βαρκάρην, τὸν Γιάννην Μπρίκον, μέχρι τῆς ἀκρογιαλιᾶς. Ὁ κ. Βοὺντ τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι, ἂν ἤθελεν, ἠμποροῦσε νὰ διανυκτερεύσῃ εἰς τὴν σκηνήν του, ἢ παραπλεύρως αὐτῆς, εἰς τὸ πρῶτον ἡμιτελὲς παράπηγμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀρχίσει ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης. Τῆς ὑπεσχέθη δὲ ὅτι τὸ πρωὶ θὰ ἐπήγαιναν ὁμοῦ εἰς τὸ καράβι, ὅπου εὑρίσκετο ὁ υἱός της. Λαβοῦσα τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην ἡ Σκεύω, ἐπέμεινε νὰ γυρίσῃ ὀπίσω εἰς τὴν βάρκαν, διὰ νὰ φορέσῃ τὰ γυναικεῖα φορέματά της, διότι τῆς ἤρχετο πλέον ἐντροπὴ νὰ φορῇ τὰ ἀνδρίκεια, ἀφοῦ ἐφανερώθη ὁ δόλος της. Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἔμελλε πλέον νὰ ἐκτελέσῃ ἔργα βαρδιάνου, προσεφέρθη νὰ ἐγχειρίσῃ εἰς τὸν ἰατρὸν τὰ δύο τάλληρα τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει ὡς προκαταβολὴν εἰς τὸ λιμεναρχεῖον. Ἀλλ᾽ ὁ ἰατρὸς τῆς εἶπε νὰ τὰ κρατήσῃ πρὸς τὸ παρόν, καὶ ἐδήλωσεν ὅτι αὐτὸς γίνεται ἐγγυητὴς διὰ τὸ μικρὸν τοῦτο ποσὸν ἐνώπιον τοῦ φίλου του, τοῦ στραβούλιακα τοῦ ὑγειονόμου.
Μέσα εἰς τὸ μέγα ταμπάρον*, τὸ ὁποῖον εἶχε φέρει μαζί της ἡ Σκεύω ἀπὸ τὴν οἰκίαν της, εἶχε μίαν ἀβασταγήν*, καὶ μέσα εἰς τὴν ἀβασταγὴν εἶχε πλήρη τὴν γυναικείαν φορεσιάν της. Τὴν εἶχε πάρει μαζί της, ὡς νὰ εἶχε προβλέψει ὅτι γρήγορα θὰ τὴν ἐχρειάζετο. Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ἐπέβη εἰς τὴν λέμβον καὶ τῆς ἔρριψε τὴν ἀβασταγήν, καθὼς καὶ ἓν μικρὸν καλαθάκι, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον εἶχεν ἓν λαδικὸν γεμᾶτον, καὶ ὀλίγα κηρία καὶ ψωμίον, διότι ὅλα τὰ εἶχε προβλέψει. Ἡ Σκεύω ἔλαβε τὴν ἀβασταγήν, καὶ ἀποχωρήσασα ὄπισθεν τῶν λυγαριῶν καὶ τῶν βουρλιῶν, σιμὰ εἰς τὸν βάλτον, ἤλλαξε τὰ ἐνδύματά της, εἶτα ἐσχημάτισεν ἐκ νέου τὴν ἀβασταγὴν μὲ τὰ ἀνδρίκεια φορέματα τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀποβάλει, τὴν ἔδεσε, καὶ ἐλθοῦσα τὴν ἔρριψε μέσα εἰς τὴν βαρκούλαν, εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Γιάννη.
Εἶτα ἔλαβε τὸ καλαθάκι της, καὶ ἐκαληνύχτισε τὸν πορθμέα λέγουσα ὅτι θὰ ὑπάγῃ νὰ κάμῃ ἕνα σταυρὸν καὶ ν᾽ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια τῆς ἐκκλησίτσας, εἰς τὸ μετόχι, καί, «ὅπως ἰδῇ, ἢ ἔρχεται ἢ δὲν ἔρχεται». Ἴσως μάλιστα ν᾽ ἀπεφάσιζε νὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν μισοτελειωμένην παράγκαν, ὅπου τῆς εἶπεν ὁ ἰατρός. Ὁ Γιάννης δὲν ἐπέμεινε, διότι ἐνύσταζεν ἀρκετὰ ὁ ἴδιος, ὥστε νὰ μὴν τὸν μέλῃ ποῦ θὰ ἐκοιμᾶτο ὁ ἄλλος. Ἤδη εἶχε μισοκοιμηθῆ πρὶν ἀκούσῃ τὸ τέλος τοῦ λόγου τῆς Σκεύως.
Σιγὰ-σιγὰ πατοῦσα, ἀπὸ βουρλιὰν εἰς βουρλιὰν καὶ ἀπὸ ἁρμυρήθραν εἰς ἁρμυρήθραν, ἡ Σκεύω, ἥτις δὲν ἐφοβεῖτο ποτὲ νὰ περιπατῇ τὴν νύκτα (ἄλλως τὸ μέρος ἦτο ἀνοικτόν, φῶτα ἔλαμπον ἔνθεν κἀκεῖθεν, ἡ σελήνη ἀνήρχετο πρὸς τὸ μεσουράνημα, καὶ τὰ κελλία τοῦ μετοχίου καὶ αἱ πρόχειροι σκηναὶ ἑκατοντάδας μόνον βημάτων ἀπεῖχον ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιάν), ἐπέρασεν ἐκ τρίτου ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ἐφαίνοντο οἱ δίδυμοι νεοσκαφεῖς τάφοι, ἐστάθη, ἔκαμε τὸν σταυρόν της, ἐγονάτισε, κ᾽ ἔκαμε τρεῖς ὁλοψύχους μετανοίας «κλίνουσα ὄχι μόνον τὰ γόνατα, ἀλλὰ καὶ τὴν καρδίαν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου», καὶ ἐδεήθη ὑπὲρ τῆς ἀτυχοῦς ἀθῴας ψυχῆς, τῆς ἀποθανούσης μακρὰν τῆς πατρίδος της εἰς τὰ ξένα, τῆς κοιμωμένης μετὰ τοῦ ἀκάκου βρέφους της τὸν χρόνιον ὕπνον ἐκεῖ ὑπὸ τὸ χῶμα. Εἶτα ἔλαβεν ἐκ τοῦ καλαθίου της δύο κηρία, καὶ ἀφοῦ τὰ διέθεσεν εἰς σχῆμα σταυροῦ, τὰ ἐκόλλησεν ἐπὶ τοῦ ἄλλου καλαμίνου σταυροῦ, τοῦ σημειοῦντος τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῆς ἄκρας τοῦ τάφου. Εἶτα ἠγέρθη, ἔλαβε τὸ καλάθιόν της, καὶ διευθύνθη πρὸς τὰ κελλία.
* * *
Τὸ κελλίον, εἰς τὸ ὁποῖον κατῴκει ἕως τώρα ὁ Νικόδημος, εἶχε μικρὸν εὐτελῆ ἐξώστην ἄφρακτον. Ἡ Σκεύω ἐκάθητο εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας, καὶ μέσα, εἰς τὸν μυχὸν τοῦ μικροῦ θαλάμου, ἔκειτο κλίνη ἀσθενοῦς. Ὁ ἀσθενὴς εἶχεν ἀνακαθίσει, ἀκουμβῶν τὴν κεφαλὴν εἰς τὸ προσκέφαλον, κ᾽ ἔβλεπεν ἀορίστως εἰς τὸ κενὸν διὰ τῆς ἀνοικτῆς θύρας. Ὁ ἥλιος ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν, καὶ ἡ ἡμέρα ὑπῆρξε θερμή. Ὁ ἀσθενής, μὲ ξανθὸν μύστακα, καὶ μικρὸν γένειον φαιόξανθον, ἦτο ὠχρός, καὶ τὸ πρόσωπόν του «ἔφεγγεν» ἀπὸ τὴν ἰσχνότητα.
Ἡ Σκεύω ἔβλεπε πρὸς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν σειρὰν τῶν μεγάλων πλοίων, τῶν ὁποίων εἶχεν αὐξήσει ὁ ἀριθμός. Ἀπὸ τριῶν ἢ τεσσάρων ἡμερῶν εἶχον ἔλθει περισσότερα ἀπὸ δώδεκα κομμάτια καράβια, καὶ ὄχι ὀλίγα μικροκάικα. Ἡ γραῖα ἔβλεπε μετὰ τρόμου τὸ πλῆθος τοῦτο τῶν πλοίων καὶ τῶν ἐπιβατῶν. Ἐνθυμεῖτο τὸν δημώδη λόγον περὶ τῶν μελλόντων νὰ συμβῶσιν εἰς τὴν Συντέλειαν τοῦ κόσμου, ὅταν οἱ ζῶντες θὰ κράξωσι πρὸς τοὺς νεκρούς: «Ἐβγᾶτε σεῖς οἱ πεθαμένοι, νὰ ἐμβοῦμε ἡμεῖς οἱ ζωντανοί!» Καὶ ἐφοβεῖτο μὴ ἡ πρόρρησις ἐπαληθεύσῃ προχείρως καὶ παραδειγματικῶς εἰς τὴν παροῦσαν περίστασιν, ἥτις ἦτο βεβαίως μία ἐκ τῶν προεικονίσεων τῆς Συντελείας. Ἐτρόμαζε μήπως ἀπὸ τὰ τόσα κομμάτια καράβια ἐξέλθωσιν αἰφνιδίως οἱ τόσοι ἄρρωστοι, ὅσοι ἐλέγετο ὅτι ὑπῆρχον ἐπ᾽ αὐτῶν, καὶ φωνάξωσι πρὸς τοὺς κατέχοντας τὰς προχείρους σκηνάς, τὰ ἡμιτελῆ παραπήγματα καὶ τὰ ὀλίγα εὐτελῆ κελλία, ἀσθενεῖς ἢ νοσοκόμους, ὑγιεῖς ἢ πάσχοντας, ζῶντας ἢ νεκρούς: «Καιρὸς νὰ φύγητε σεῖς, διὰ νὰ ἔλθωμεν ἡμεῖς».
Καὶ ἐν μέσῳ τοιούτου κυκεῶνος δεινῆς συμφορᾶς καὶ τυφλώσεως καὶ πόνου καὶ ἀγρίας πάλης, ποῦ ἐλαμβάνετο ὑπ᾽ ὄψιν τὸ δικαίωμα καὶ ἡ θυσία ἣν ὑπέστη χάριν αὐτῆς ὁ Νικόδημος ὁ Μανασσής, ὅστις τῇ παρεχώρησεν οἰκειοθελῶς τὸ μικρὸν κελλίον του, διὰ νὰ νοσηλεύσῃ τὸν υἱόν της. Κατ᾽ αὐτὴν τὴν πρωίαν τῆς Πέμπτης, πρὶν ἡ Σκεύω ἀπέλθῃ μετὰ τοῦ ἰατροῦ εἰς τὸ πλοῖον διὰ νὰ ἴδῃ τὸν υἱόν της, ὁ Νικόδημος τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι, καθ᾽ ὃν χρόνον αὐτὴ θ᾽ ἀνήρχετο ἐπὶ τὸ πλοῖον, αὐτὸς θὰ ἀπήρχετο εἰς ἐκδρομὴν ἐπάνω εἰς τὸ μικρὸν βουνόν, πέραν τοῦ δάσους, διὰ νὰ ἴδῃ τί γίνεται τὸ κοπάδι τῶν αἰγῶν, μὲ τοὺς ὀλίγους τράγους καὶ τὰ ἐρίφια τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ εἰς τὴν φροντίδα τοῦ παραγυιοῦ του, τοῦ αἰγοβοσκοῦ Ἀγκόρτζα, διότι ἀπὸ ἡμερῶν δὲν εἶχεν ἐπισκεφθῆ τὴν μάνδραν. Μόνον ὁ Ἀγκόρτζας τοῦ ἔφερε καθημερινῶς τὸ γάλα, τὸ ὁποῖον δὲν ἐπρόφθαινε νὰ πήξῃ, ὡς ἔλεγεν. Ὁ Νικόδημος ἀνήσυχος εἶχεν εἰπεῖ:
― Λὲς νὰ μοῦ φᾶνε τὰ κατσίκια, τάχα, καθὼς μοῦ φάγανε τὴν Κοτσινή;
Ἡ Σκεύω μὴ δυνηθεῖσα νὰ κρατήσῃ τὸν γέλωτα τοῦ εἶχεν ἀπαντήσει:
― Λὲς νὰ σοῦ τ᾽ ἀφήσουν, γερο-Νικόδημε;
Ὁ ἀγαθὸς μοναχὸς ἔλαβε τὴν μακρὰν μαγκούραν του καὶ ἐξεκίνησε διὰ τὸ βουνόν. Πρὶν ἀπέλθῃ, εἶχεν ὑποσχεθῆ εἰς τὴν Σκεύω πᾶσαν συνδρομὴν ἥτις ἐξηρτᾶτο ἀπ᾽ αὐτοῦ, καὶ ἡ Σκεύω ἔβαλε μὲ τὸ νοῦν της ὅτι ἡ καλυτέρα ἐκδούλευσις τὴν ὁποίαν θὰ τῆς ἔκαμνεν ἦτο νὰ τῆς παραχωρήσῃ τὸ κελλίον, διὰ νὰ μεταφέρῃ τὸν υἱόν της ἀπὸ τὸ καράβι. Κατόπιν, ὅταν ἡ Σκεύω εἶχεν ἀξιωθῆ ν᾽ ἀνταμώσῃ τὸν υἱόν της, καὶ ὁ κ. Βοὺντ ἐγνωμοδότησεν ὅτι ἦτο καλὰ νὰ μετατοπισθῇ ὁ ἀσθενὴς ἔξω τοῦ πλοίου, διὰ νὰ ἔχῃ τὴν μητρικὴν περιποίησιν ὡς καὶ τὰς ἐπισκέψεις τὰς ἰδικάς του προχειροτέρας, ἡ Σκεύω, ἐπιστρέψασα ἐκ τοῦ πλοίου ἀπῆλθε κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τὸ μετόχιον.
Ὁ πάτερ Νικόδημος εἶχεν ἐπανέλθει πρὸ μικροῦ ἀπὸ τὴν ἐκδρομὴν καὶ κατεγίνετο ἑτοιμάζων τὴν ἀποσκευήν του. Ἡ δὲ ἀποσκευή του συνίστατο ἐκ δύο ράσων τὰ ὁποῖα ἔδενεν εἰς ἀβασταγήν, ἐκ μεγάλου τορβᾶ καὶ ἐκ τῆς ὑψηλῆς καὶ καμπύλης τὴν λαβὴν μαγκούρας του.
― Θὰ πάω… θὰ πάω… εἶπεν ἅμα εἶδε τὴν Σκεύω… Τὰ καημένα τὰ κατσικάκια, ἀρχίσανε νὰ μοῦ τὰ κλέφτουνε… Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ, πὼς ἡ καημένη ἡ Μπαμπὴ μοῦ ἔδειξε τὸν δρόμον, κ᾽ ἔπρεπε νὰ τὴν ἀκολουθήσω…
― Καὶ θ᾽ ἀργήσῃς, γερο-Νικόδημε; ἠρώτησε σύννους ἡ Σκεύω.
Ἐσυλλογίζετο πὼς θὰ ἔμενεν ἔρημον τὸ κελλίον τοῦ μοναχοῦ, καὶ διατί νὰ μὴ τῆς τὸ ἐμπιστευθῇ αὐτῆς, διὰ νὰ φέρῃ τὸν υἱόν της νὰ τὸν νοσηλεύσῃ.
― Θὰ καθίσω ἐκεῖ ἀπάνου ὅλον τὸν καιρό, ἕως νὰ περάσῃ ἡ ὀργὴ Κυρίου, ἀπήντησεν ὁ Νικόδημος. Μάρτυς μου ὁ Θεός, δὲν φεύγω τόσο διότι λυποῦμαι τὰ κατσίκια καὶ τὰ τραγιά… Ἂς τὰ φᾶνε ὅλα, ὅπως φάγανε καὶ τὴν καημένη τὴν Κοτσινή… Μόνον θέλω τὴν ἡσυχία μου… Τί νὰ τὰ κάμω ἐγὼ τὰ κατσίκια καὶ τὰ τραγιά; Ἂς εἶναι καλὰ τὸ μοναστήρι. Μὰ τί νὰ τοὺς κάμω; Εἶμαι ἄμαθος ἀπὸ κόσμο, θεια-Σκεύω… Ἂς εἶναι καλὰ ὁ κόσμος, δὲν μὲ πειράζουν τίποτε… Μόνον θέλω τὴν ἡσυχία μου… Ἂς τὰ φᾶνε ὅλα, ἂς τὰ φᾶνε.
Ἔκαμε κίνημα, καὶ ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην του ἓν κλειδίον.
― Νά, πάρε τὸ κλειδὶ τῆς ἀποθήκης… Ἐκεῖνο τὸ κελλὶ τὸ ξεχωριστό, ποὺ βλέπεις παραπάνω… ἔχει μέσα ὀλίγες μυζῆθρες καὶ τυριά… εἶναι καὶ ὀλίγο κριθάρι τῆς χρονιᾶς καὶ λίγο καλαμπόκι περυσινό… ρόιεψέ* τα, δῶσε στὸν κόσμο νὰ φᾶνε, ἅμα ἰδῇς ὅτι πεινοῦνε… Ἐκεῖ μέσα ἔκλεισα καὶ τὴν καημένη τὴν Πιτσινή, τὴν κόττα τοῦ πάτερ Σισώη… ρίχνε της νὰ τρώῃ, κι ἅμα ἰδῇς πὼς εἶναι ἀνάγκη γιὰ νὰ δυναμώσῃ ὁ γυιός σου, σφάξε την καὶ δός του νὰ πιῇ ζουμί, κι αὐτὴ καὶ δύο πετεινάρια ποὺ θὰ σοῦ στείλω μὲ τὸν παραγυιό μου τὸν Ἀγκόρτζα. Θὰ σοῦ στέλνω κάθε μέρα καὶ γάλα καὶ νωπὸ τυρί… Τί νὰ τὰ κάμω;… Ἂς εἶναι καλὰ ὁ κόσμος… καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγὼ πὼς ἡ καημένη ἡ γάττα μου ἡ Μπαμπὴ μοῦ ἔδειχνε τὸν δρόμο…
Ἡ θεια-Σκεύω κάτι ἤθελε νὰ εἴπῃ, ἀλλ᾽ ὁ πάτερ Νικόδημος, ὅστις εὑρίσκετο εἰς ἀσυνήθη ἔξαψιν, δὲν τῆς ἔδωκε καιρόν.
― Οἱ παλιοὶ οἱ ἀσκητάδες, ξέρεις, θεια-Σκεύω;… Ποῦ νὰ ξέρῃς, τουλόγου σου… Δὲν ἄκουσες ποτὲ νὰ διαβάζουν τὰ Συναξάρια… Ἄκουσες ποτέ σου Λαυσαϊκό;… Ποῦ νὰ ἀκούσῃς τὸ δάσκαλο, τὸν πάτερ Σισώη, νὰ τὸ διαβάζῃ ὄμορφα-ὄμορφα, σιγὰ-σιγὰ καὶ κατανυχτικά, μὲ τὸ λύχνο ποὺ ἔχει κατεβασμένο τὸ φῶς, τὰ μεσάνυχτα στὴν Ἀκολουθία, ἀπάνω στὸ μοναστήρι… Ξέχασα ποὺ δὲν μβαίνουν γυναῖκες μέσα… ποὺ πέφτει ὅλο τὸ φῶς στὸ βιβλίο ἀπάνω καὶ στὸ μισὸ τὸ πρόσωπο καὶ στὴ γενειάδα καὶ στὸ Πολυσταύρι καὶ στὸ Σχῆμα τοῦ διαβαστῆ… καὶ σὰν ἔφτανε ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, οἱ παλιοὶ ἀσκητάδες φεύγανε στὴ μέσα ἔρημο, κ᾽ οἱ μοναστηριακοὶ ἔβγαιναν ἀπ᾽ τὸ μοναστήρι κ᾽ ἐπήγαιναν ν᾽ ἀσκητέψουν δύο μῆνες στὴν ἔρημο, ἕως τὴν ἑορτὴ τῶν Βαΐων. Καὶ τότε πάλι ἐγύριζαν στὸ μοναστήρι… Ἐγὼ ὁ ἀνάξιος δὲν εἶμαι ἱκανὸς οὔτε τὰ πόδια τους νὰ φιλήσω, μὰ ὣς τόσο κ᾽ ἐγώ, τώρα τὸ χινόπωρο, ποὺ δὲν ἔρχεται μεγάλη σαρακοστή, ἀποφάσισα νὰ φύγω στὴν ἔρημο. Πάρε τὸ κλειδί, καὶ δῶσε στὸν κόσμο ὅ,τι ἔχει μέσα τὸ κελλί, νὰ φᾶνε… Ἂς εἶναι καλὰ ὁ κόσμος. Ὁ Ἅγιος Φλῶρος νὰ τοὺς λυπηθῇ, νὰ διώξῃ τὴν ἀρρώστια… Ἐγὼ θέλω τὴν ἡσυχία μου… ὄχι πὼς μὲ μέλει γιὰ τὰ βοσκήματα… Ἂς τὰ φᾶνε ὅλα, καθὼς ἔφαγαν καὶ τὴν καημένη τὴν Κοτσινή…
― Καὶ τὸ κελλί σου ποῦ θὰ τ᾽ ἀφήσῃς, γερο-Νικόδημε; ἐπρόφθασε καὶ εἶπεν ἡ Σκεύω.
― Τὸ κελλί;… Ἀλήθεια, πῶς εἶναι ὁ γυιός σου; Δὲν τὸν ἔβγαλες ὄξου;
― Εἶπε ὁ γιατρὸς νὰ τὸν βγάλω.
― Καὶ ποῦ θὰ κάμετε κονάκι;
― Δὲ ξέρω… Στὲς μπαράκες, ποὺ φτιάνει ὁ μαστρο-Στάθης.
―Ἀλήθεια, ξέχασα νὰ πῶ… Ἐμένα τὸ κελλὶ δὲν μοῦ χρειάζεται. Καὶ οὔτε τὸ ἐξουσιάζω κιόλα… Ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ μοῦ τὸ πάρουν… Ἐγὼ δὲν πρέπει νὰ ἔχω φωλιὰ σὰν καλόγηρος ποὺ εἶμαι… Καλύτερα σεῖς παρὰ ἄλλοι… Φέρε τὸ γυιό σου ἔξω, κ᾽ ἐλᾶτε νὰ καθίσετε στὸ κελλί…
―Ἄ! τὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ νά ᾽χῃς… καλὴ ψυχή… καὶ καλὸν παράδεισο, ἀδερφέ μου…
―Ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος… Φέρε τὸ γυιό σου ἔξω. Νά, στὴν πόρτα εἶναι τὸ κλειδί. Ἐδῶ ἔχει καὶ μερικὲς παλιοβελέντζες… Κλείδωσε, σύρε νὰ φέρῃς τὸ γυιό σου, κι ἔλα νὰ κάμετε κονάκι. Ἐγὼ φεύγω. Ἔχε γειά… Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγὼ πὼς ἡ καημένη ἡ Μπαμπὴ μοῦ ἔδειχνε τὸ δρόμο.
Ἔλαβε τὴν δέσμην τῶν ράσων του, τὴν ἔβαλεν εἰς τὸν τορβάν, ἐκρέμασε τὸν τορβὰν περὶ τὴν μασχάλην, ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν κυρτὴν ράβδον του, ἔκαμε τρὶς τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ ἀνεχώρησε.
* * *
Μόλις εἶχε προχωρήσει τρία βήματα, καὶ συναντᾶ τὸν Γερμανὸν ἰατρόν.
― Γιὰ ποῦ, ἂν τέλῃ ὁ Τεός, πάτερ Νικόντημε;
―Ἄ! τουλόγου σου εἶσαι, ξεχώτατε;… Ἀπάνω στὸ κελλὶ εἶναι ἡ θεια-Σκεύω… Τῆς ἔδωκα τὸ κλειδὶ τῆς ἀποθήκης. Νὰ βάλῃς τὰ δυνατά σου, σὰν καλὸς πατριώτης, νὰ γλυτώσῃς τὸ παιδί της…
― Καὶ κάτι ζωσμένον σὲ βλέπω, γιὰ ντρόμο… Γιὰ ποῦ πᾷς;
―Ἔχει μέσα στὴν ἀποθήκη κάτι μυζῆθρες, κάτι ὀλίγα τυριά… Ἂς δώσῃ στὸν κόσμον νὰ φᾶνε… Ἐγὼ δὲν τὰ λυποῦμαι… Ἡ Μπαμπὴ μοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο.
― Ποιὰ εἶν᾽ αὐτὴ ἡ Μπαμπή;
―Ἔχει κι ὀλίγο καλαμπόκι κι ὀλίγο κριθάρι…
― Τί ντιάολο! σὰν ἀλλοιώτικος μοῦ φαίνεσαι! εἶπεν ἀρχίσας νὰ γελᾷ ὁ κ. Βίλελμ Βούντ.
― Θὰ τῆς στείλω καὶ δύο πετεινάρια… Γιὰ νὰ ξαρρωστήσῃ τὸ παιδί της… Τουλόγου σου, θὰ σοῦ στείλω ἕνα κατσίκι, γιατρέ, νὰ ξεφαντώσῃς… Εἶναι κ᾽ ἡ κόττα, ἡ Πιτσινή, τοῦ πάτερ Σισώη… Τῆς εἶπα νὰ τὴν σφάξῃ, γιὰ νὰ δυναμώσῃ ὁ ἄρρωστος… Ἂς εἶναι καλὰ ὁ κόσμος… Ἂς τὰ φᾶν ὅλα, καθὼς ἔφαγαν καὶ τὴν καημένη τὴν Κοτσινή…
― Ποιὰ Κοτσινή;
― Νά, τὴν Κοτσινὴ μοῦ τὴν ἔκαμαν κότσι κότσι*… Μὰ καλὰ τὸ εἶπα ἐγώ, πὼς ἡ καημένη ἡ Μπαμπὴ μοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο!…
― Τώρα, γιὰ ποῦ πᾷς; ἠρώτησεν ἀνυπομόνως ὁ ἰατρός. Μήπως ἄφησες τὸ κελλί σου…
― Ναί, τὸ κελλί μου, εἶπεν ὡς νὰ συνῆλθε διὰ μιᾶς ὁ Νικόδημος· τὸ κελλί μου, ἂς φέρουν τὸν ἄρρωστο νὰ καθίσῃ μέσα, μαζὶ μὲ τὴ μάννα του… Ἐγὼ εἶμαι καλόγερος, καὶ δὲν μπορῶ σκοτοῦρες τοῦ κόσμου… Πάω νὰ βρῶ τὸν καθαρὸν ἀέρα, ἀπάνω στὸ βουνό… Ἀπὸ δῶ κ᾽ ἐμπρὸς θὰ κοιμῶμαι στὸ κλαρί… Θὰ στέλνω καὶ τὸν Ἀγκόρτζα νὰ σᾶς φέρνῃ γάλα… Ἔχε γειά, γιατρέ… Καλὰ μοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο ἡ Μπαμπή.
Εἶπε, καὶ τρέχων μὲ τὰ ἐλαφρὰ τσαρουχάκια του, ἔγινεν ἄφαντος ὄπισθεν τῶν δένδρων.
Ὁ ἰατρὸς ἔμεινε διατεθειμένος πρὸς εὐθυμίαν, καὶ ἐκάγχασε θορυβωδῶς, ὅταν ἡ Σκεύω τοῦ ἐξήγησε τὰ κατὰ τὴν Μπαμπὴν καὶ τὴν Κοτσινήν.
Μετὰ δύο ὥρας, ἡ Σκεύω μετέφερεν ἀπὸ τὸ πλοῖον τὸν υἱόν της καὶ τὸν ἐγκαθίστα εἰς τὸ κελλίον τοῦ ἀγαθοῦ μοναχοῦ. Ὁ ἀσθενὴς ἦτο πολὺ καλύτερα, καὶ ὁ κ. Βοὺντ εἶχε συγκεντρώσει μέγα μέρος τῆς ἐπιμελείας του εἰς τὸν υἱὸν τῆς Σκεύως.
* * *
Ὅσον ἐπλησίαζεν ἡ νύξ, τόσον ηὔξανεν ἡ ἀνησυχία τῆς Σκεύως σχετικῶς μὲ τὸ πλῆθος τῶν πλοίων καὶ τὴν συρροὴν τῶν ταξιδιωτῶν. Τόσα κομμάτια καράβια, τόση πλησμονὴ κόσμου, καὶ σχεδὸν κανεὶς φίλος, καὶ ὅλοι πρόσωπα ἄγνωστα. Δύο ἢ τρεῖς ἐντόπιαι γολέται εἶχον ἔλθει, ἓν ἢ δύο καράβια, καί τινα καΐκια· ἀλλ᾽ ὅλα σχεδὸν ταῦτα δὲν ἔφερον ἐπιβάτας, καὶ τὰ πληρώματα ἔμενον ἐπὶ τῶν πλοίων. Ἀντικρὺ εἰς τὸν μικρὸν ἐξώστην τοῦ κελλίου δὲν ἔλειπον δι᾽ ὅλης τῆς ἡμέρας νὰ ἔρχωνται νὰ ὑδρεύωνται ναῦται ἀπὸ τὰ ξένα πλοῖα, ὅλοι πρόσωπα ἄγνωστα. Τὰ ἐντόπια πλοῖα εἶχον φαίνεται τὸν τρόπον νὰ λαμβάνωσι τὸ νερὸν ἔξωθεν ἀπὸ τὴν πόλιν. Ἄλλως τὸ μικρὸν πηγάδιον ἐπλησίαζεν ἤδη νὰ στειρεύσῃ. Ὁ Ἀγκόρτζας, ὁ παραγυιὸς τοῦ Νικοδήμου, ἤρχετο κάθε πρωὶ κ᾽ ἐγέμιζεν ἓν μικρὸν βαρελάκι νερόν, κ᾽ ἔφερε μίαν βεδούραν γάλα εἰς τὴν Σκεύω, ἥτις τὸ ἐμοίραζεν εἰς τὰς τότε κατὰ περίστασιν γνωρίμους καὶ γείτονας, ὅσαι ἐνοσήλευον υἱοὺς ἢ συζύγους εἰς τὰ ἄλλα κελλία, καὶ εἰς τὰ πρῶτα ἐγγύτερα παραπήγματα. Ὁ Ἀγκόρτζας δὲν ἔλεγε ποτὲ «καλημέρα», ἀλλ᾽ ἐφώναζε μὲ τραχεῖαν καὶ ἀλλόκοτον φωνὴν «Γειά σας!» πρωὶ πρωὶ τὴν αὐγήν, ἄφηνε τὴν βεδούραν κάτω εἰς τὸ πρῶτον σκαλοπάτι τῆς σκάλας, ἔκρυπτε τὸ πρόσωπόν του ὄπισθεν τοῦ στύλου, ἔβλεπε λοξῶς καὶ ἵστατο πλαγίως, διὰ νὰ μὴ τὸν ἰδῇ ἡ Σκεύω, καὶ εἶτα ἐφώναζε: «Χιριτίσματα ἀπ᾽ τοὺν πάτιρ Νικόδ᾽μου. Εἶπι, λέει, τί κάνει οὑ γυιός σ᾽, λέει, καημέν᾽ Σκεύου; Κὶ τί σ᾽ χρειάζιτι, λέει, νὰ μ᾽ τοὺ πῇς! Κὶ τ᾽ γκόττα, λέει, νὰ τ᾽νε σφάξης νὰ πιῇ τοὺ ζ᾽μί, νὰ γιάν᾽».
* * *
Εὑρισκόμεθα ἤδη εἰς τὰς ἀρχὰς Σεπτεμβρίου. Ὅταν ἐνύκτωσεν ἀσυνήθης βοὴ καὶ θόρυβος ἤρχισε ν᾽ ἀκούηται τριγύρω, σιμὰ εἰς τὰ παραπήγματα καὶ εἰς τὴν ἄμμον, καὶ κάτω εἰς τὸν ὅρμον. Ἦτο ὡς νὰ ἐκόχλαζεν ὁ ἀὴρ ἀπὸ τὴν λάβαν καὶ τὸ κουφόβρασμα τῶν ἀνθρωπίνων στηθῶν, ὅσα ἐπροσπάθει νὰ δροσίσῃ καὶ δὲν ἴσχυε νὰ ζωογονήσῃ. Ὁ κύριος ὅρμος τῆς μικρᾶς νήσου, ὅπου ἦσαν ἀραγμένα πολλὰ καράβια, ἀντικρὺ εἰς τὴν μικρὰν πορτούλαν τῆς Σκεύως, εἶχε γεμίσει ἀπὸ πλοιάρια, ἀπὸ βάρκες, ἀπὸ σκαμπαβίες καὶ ἀπὸ φελούκια. Ἐναγώνιοι φωναὶ ἠκούοντο ἀπὸ βαρκούλαν εἰς βαρκούλαν, ἀπὸ φελούκαν εἰς φελούκαν. Ἡ αὔρα ἡ νυκτερινὴ κατέστη βαρεῖα καὶ θρηνώδης, μεστωμένη ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα παράπονα καὶ τοὺς γογγυσμούς, καὶ ἡ θάλασσα ἐπατάγει μετ᾽ ἀσυνήθους βίας καὶ ἰαχῆς ἀπὸ τοὺς πλαταγισμοὺς τῶν κωπῶν εἰς τὸ κῦμα. Δίπλα εἰς τὰ καράβια προσετρίβοντο μετὰ κρότου τὰ φελούκια, καὶ ἄλλα πλοιάρια εἶχον ἀποσπασθῆ ἀπὸ τὰς πλευράς των καὶ ἔπλεον φύρδην μίγδην πρὸς τὴν ἄμμον. Βραχεῖαι φωναὶ ὡς συνθήματα ἀντηλλάσσοντο μεταξὺ τῶν πληρωμάτων, ὅσα εἶχον μείνει ἐπάνω εἰς τὰ καράβια, καὶ τῶν συντρόφων των, ὅσοι ἔπλεον μὲ τὰ φελούκια. Ἄκρα γαλήνη ἦτο εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἄλλη τρικυμία ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὁποίαν ἀπετέλει ὁ συνωθισμὸς τῶν λέμβων, τὸ πλατάγισμα τῶν κωπῶν εἰς τὸ κῦμα, καὶ αἱ ἐναγώνιοι φωναὶ τῶν ναυτῶν. Ἔξω εἰς τὴν ἄμμον ὅμιλοι ἀνθρώπων ἵσταντο περιμένοντες. Ἀπωτέρω, ὁλόγυρα εἰς τὰς σκηνὰς καὶ τὰ παραπήγματα, φωναὶ ἠκούοντο, καὶ φῶτα ἐκινοῦντο ἐπάνω καὶ κάτω, κρυπτόμενα καὶ ἐμφανιζόμενα, ὡς ἄστρα ὁποὺ σβήνουν εἰς τὸν θόλον τοῦ οὐρανοῦ. Ἦτο νὺξ ἀστροφεγγής, εἰς τὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ, καὶ τὸ θέαμα ἦτο συγκεχυμένον, καὶ τὸ ἄκουσμα δεινὸν καὶ ταραχῶδες.
Ἡ Σκεύω, ἥτις εἶχε κλείσει πρὸ μικροῦ τὴν πορτούλαν της, διὰ νὰ μὴ βλάψῃ τὸν ἀσθενῆ ἡ νυκτερινὴ αὔρα, ἰδοῦσα ὅτι ὁ υἱός της ἐκοιμήθη, τὴν ἤνοιξε πάλιν, καὶ ἐξελθοῦσα εἰς τὸν ἐξώστην τὴν ἔκλεισεν ἐκ νέου σιγὰ-σιγά, καὶ ἐκάθισεν αὐτὴ κάτω εἰς τὰς σανίδας, ὅπου ἦτο σχεδὸν ἀόρατος ὀκλάζουσα τὴν νύκτα, συγχεομένη μὲ τὰ μαῦρα καὶ σαπρακωμένα θυρόφυλλα. Τί συνέβαινε, Θεέ μου; Ἔμελλε νὰ ἴδῃ πολλὰ ἀκόμη; Εἶχεν ἰδεῖ ἀρκετὰ ἀπὸ ἡμερῶν, ἀλλὰ δὲν τὰ διηγεῖτο εἰς τὸν υἱόν της. Ὁ ἄγγελος μὲ τὴν φλογίνην ρομφαίαν, τὴν ἔχουσαν τὰς ἑπτὰ κόψεις, ὁποὺ τὸν λέγουν Χάρον, ὡς νὰ ἔφερε χαρὰν εἰς ἄλλους παρὰ εἰς τοὺς κληρονόμους τῶν φιλαργύρων γεροντίων, εἶχεν ἐπισκεφθῆ πάλιν καὶ πάλιν τὴν μικρὰν νῆσον. Εἶχεν ἀκούσει κλαυθμοὺς καὶ θρήνους ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν, ὅσους δὲν ἤκουσε πρὶν εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Εἶχεν ἰδεῖ σπαραγμοὺς καὶ βασάνους, καὶ εἶχε παρευρεθῆ εἰς ἀγωνίας καὶ μαρτύρια, τόσον ὁποὺ τὸ στῆθός της ἐστόμωσε πλέον, ὡς νὰ ἐφράχθη ὁλόγυρα ἀπὸ χάλυβα καὶ δὲν ᾐσθάνετο εἰμὴ κατὰ τὸ ἥμισυ καὶ ὡς ἐν ὀνείρῳ, καὶ δὲν ἐπαθαίνετο εὐκόλως ἀπὸ τὰς συμφοράς.
Ἀντικρύ, ἄνω τῆς μεγάλης ἄμμου τῆς γειτονευούσης μὲ τὸ ἁλίπεδον τῶν χονδρῶν καὶ στιλπνῶν χαλίκων, πέραν ἀπὸ τὰς σκηνὰς καὶ τὰ παραπήγματα, εἶχεν ἰδεῖ πρωὶ-πρωί, μὲ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, ὅταν ὁ Ἀγκόρτζας τῆς εἶχε φέρει τὸ γάλα, καὶ τὸ ἄφησε κάτω εἰς τὸ πρῶτον σκαλοπάτι, καὶ αὐτὴ κατέβη διὰ νὰ τὸ πάρῃ, εἶχεν ἰδεῖ ἀνθρώπους νὰ σκάπτωσι λάκκους, μέσα εἰς τοὺς ὁποίους ἔρριψαν τὰ σώματα τὰ ὁποῖα εἶχε θερίσει ὁ Χάρος, ἀληθῆ δράγματα καὶ θημωνίας ἀνθρωπίνου θερισμοῦ. Καὶ ἡ καρδία της εἶχε κοπῆ μέσα εἰς τὸ στῆθός της νὰ βλέπῃ ὀφθαλμοφανῶς τὴν ματαιότητα, καὶ ἔλεγεν ὅτι μάταιοι ἦσαν καὶ οἱ κόποι της καὶ ἡ φιλοστοργία της ματαία. Τί θὰ ἦτο ἡ ζωὴ τοῦ υἱοῦ της ἐνώπιον τοῦ Ἀπείρου, ἐνώπιον τοῦ Ἀιδίου; Καὶ τί θὰ ἦτο ἡ ζωὴ ἡ ἰδική της; Ἀλλ᾽ αὐτὴ ἐπρόσφερε τὴν ζωήν της ὑπὲρ τῆς ζωῆς τοῦ υἱοῦ της, καὶ ἂν ἐπερίσσευε θὰ τὴν ἐπρόσφερεν ἐπίσης καὶ ὑπὲρ τῆς ζωῆς ἄλλων ἀνθρωπίνων πλασμάτων.
Χθὲς ἀκόμη πόσον εἶχε λαχταρίσει ἡ καρδιά της! Εἰς τὴν πλησιεστέραν σκηνὴν εἶχε κατοικήσει μία οἰκογένεια ἐκ μητρὸς καὶ τεσσάρων τέκνων, τῆς ὁποίας ὁ πατὴρ εἶχεν ἀποθάνει εἰς τὸν Γαλατᾶν πρό τινων ἑβδομάδων, θῦμα τῆς νόσου. Ἡ δυστυχὴς μήτηρ εἶχε φύγει ἐν συντροφίᾳ ἄλλης οἰκογενείας γνωρίμου της, σπεύδουσα νὰ γλυτώσῃ αὐτὴ καὶ τὰ τέκνα της, μετὰ τὴν στέρησιν τοῦ πατρός. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ τὸ πλοῖον εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἐπεβιβάζοντο ἔμελλε νὰ συμπλεύσῃ μὲ ἄλλο πλοῖον «κοσέρβα»*, καὶ οἱ δύο πλοίαρχοι εἶχον, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των, κοινὰ τὰ συμφέροντα, συνέβη εἰς τὸ ἐμβαρκάρισμα, μὲ ὅλας τὰς διαμαρτυρίας των, νὰ χωρίσουν οἱ ναῦται, τυχαίως καὶ χάριν τῆς εὐκολίας των, τὰς δύο σχετικὰς οἰκογενείας, λέγοντες ὅτι τὸ ἴδιον ἦτο, καὶ ὅτι εὐθὺς κατόπιν θὰ ἐφρόντιζον, ἅμα ἀπέπλεον, νὰ ἑνώσωσι τὰς δύο οἰκογενείας. Τώρα δὲν ἦτο καιρός, διότι ὁ ἀπόπλους ἦτο ἐσπευσμένος. Ἡ χήρα μὲ τὰ τέκνα της καθησύχασε καὶ ἤλπισε νὰ εὕρῃ μετ᾽ οὐ πολὺ τὴν φιλικήν της οἰκογένειαν. Ἀλλ᾽ εἰς τὸ πέλαγος, τὸ νὰ συμπλέωσι δύο ἱστιοφόρα εἶναι δύσκολον πρᾶγμα, διότι ἐνῷ τὸ ἓν πλοῖον εὑρίσκει τὸν ἄνεμον «δευτερόπρυμα»* ἢ πηδαλιουχεῖ «γεμᾶτα»* ἢ κάμνει βόλτες*, τὸ ἄλλο πέφτει εἰς «καραντί»*. Οὕτω συνέβη μετ᾽ ὀλίγον τὸ δεύτερον πλοῖον νὰ μείνῃ ὀπίσω, καὶ νὰ χωρισθῶσι τὰ δύο εἰς τὸν πλοῦν, καὶ ἐνῷ ἐκεῖνο εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἡ χήρα μὲ τὰ τέκνα της ἔφθασε διὰ νὰ καθαρισθῇ εἰς τὸ μέρος τοῦτο, τὸ ἄλλο ἴσως κατῆλθε νοτιώτερον καὶ ὑπέστη ἀλλοῦ τὴν κάθαρσιν. Ἡ δυστυχὴς χήρα ἔφθασε, κ᾽ ἐπερίμενεν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν νὰ ἔλθῃ ἡ φίλη της. Ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τὸ δεύτερον πλοῖον δὲν ἐφάνη.
Ἡ χήρα περιμένουσα ἀρρώστησε, καὶ ἀρρωστήσασα ἐμαράνθη. Καὶ ἠγάπησε μᾶλλον τὸν σύζυγόν της ἢ τὰ τέκνα της. Καὶ ἀπῆλθε νὰ τὸν συναντήσῃ ἐκεῖ ὅπου οἱ προτρέξαντες περιμένουν τοὺς ὑστερήσαντας συμπλωτῆρας. Καὶ τώρα ἐκοιμήθη τὸν ἄλυπον ὕπνον, ἔρημος καὶ ἄφιλος εἰς ξένην ὄχθην, ἀφήσασα ξένα ἐν μέσῳ ξένων τὰ τέκνα της. Καὶ τώρα ἡ μικρὰ κόρη, ἡ ὀκταέτις Ὀλυμπία, προσπαθεῖ νὰ γίνῃ ὡς μήτηρ εἰς τὰ τρία μικρότερα ἀδελφάκια της, εἰς τὸν πενταετῆ Γιῶργον, τὴν τετραετῆ Ἄνναν, καὶ τὸν διετῆ Κωστήν. Χελιδὼν ἥτις ἀσκεῖται διὰ νὰ μάθῃ νὰ ἐκτελῇ ἔργα πελαργοῦ. Ἀσθενὲς νεόφυτον τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ φουντώσῃ ταχέως, διὰ νὰ σκιάσῃ κόσμον ὑπὸ τοὺς κλῶνάς του. Νεοσσὶς ἥτις διὰ μιᾶς εὑρέθη κλῶσσα, χωρὶς νὰ κλωσσάσῃ*, χωρὶς νὰ ἐπῳάσῃ καὶ χωρὶς νὰ ἐκκολάψῃ, καὶ ὀφείλει νὰ σκεπάζῃ τοὺς νεοσσοὺς ὑπὸ τὰς πτέρυγάς της. Παιδίον αὐτή, ὁδηγοῦσα μὲ τὴν χεῖρα δύο ἄλλα παιδία, καὶ κρατοῦσα τρίτον παιδίον εἰς τὴν ἀγκάλην της. Κλαίουσα παιδίσκη, ἄγουσα τρία κλαίοντα παιδία εἰς τὴν τραχεῖαν καὶ σκολιὰν ὁδόν, εἰς τὸν κοπιώδη ἀνήφορον τοῦ κόσμου. Αὐτὸ ἦτο τὸ τελευταῖον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ τὴν προτεραίαν ἡ Σκεύω.
* * *
Ἔξω τῆς μικρᾶς πορτούλας, καθημένη εἰς τὸν μικρὸν ἐξώστην μὲ τὰς σαπρὰς σανίδας, ἡ Σκεύω ἐξηκολούθησε νὰ βλέπῃ καὶ νὰ μὴ ἐννοῇ τὸν γινόμενον ἔκτακτον θόρυβον. Διέστελλεν ὑπερμέτρως τοὺς ὀφθαλμούς, ἔτεινε τὰ ὦτα, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τὸ σκότος, αἴνιγμα καθ᾽ ἑαυτό, δὲν ἠδύνατο νὰ τῆς δώσῃ τὴν λύσιν τοῦ ἄλλου αἰνίγματος. Ὁ ἀὴρ ἀντήχει τοὺς θορύβους, μετεβίβαζε τὰς φωνάς, ἀλλὰ δὲν ἔφερε τὰς λέξεις εἰς τὰ ὦτά της. Κάτι τι ἔκτακτον καὶ φοβερὸν τῆς ἐφάνη ὅτι συνέβαινε. Ἐπὶ μίαν στιγμήν, ἡ πτωχὴ γυνὴ ᾐσθάνθη τὴν ἐπιθυμίαν νὰ κατέλθῃ ἀπὸ τὸν οἰκίσκον, νὰ τρέξῃ πρὸς τὴν σκηνὴν τοῦ ἰατροῦ, νὰ εὕρῃ τὸν ἴδιον καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ τί συνέβαινεν. Ἀλλ᾽ ἐκρατήθη, πρῶτον διότι δὲν ἤθελε ν᾽ ἀφήσῃ μοναχὸν τὸν υἱόν της, καὶ δεύτερον διότι δὲν ἤλπιζε νὰ εὕρῃ εἰς τὴν σκηνὴν τὸν κ. Βούντ, ὅστις χωρὶς ἄλλο θὰ ἦτο εἰς τὸ μέρος ὅπου ἠκούετο ὁ θόρυβος, καὶ αὐτὴ δὲν ἐπεθύμει νὰ προχωρήσῃ μέχρι τοῦ τόπου ἐκείνου.
Εἶτα παρῆλθον ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας καὶ ὁ θόρυβος, ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον, ἐκόπασε. Τινὲς τῶν λέμβων ἐπλησίασαν εἰς τὴν ξηράν. Τῆς ἐφάνη ὅτι ἐπεβιβάσθησαν ἀπὸ τὴν ἄμμον ἄνθρωποι ἐπάνω εἰς τὲς φελοῦκες. Ἄλλοι ἀπὸ τὰς σκηνὰς καὶ τὰ παραπήγματα τῆς ἐφάνη ὅτι ἔτρεχον πρὸς τὴν ἄμμον. Εἶτα αἱ λέμβοι ἤρχισαν νὰ κωπηλατῶσιν ἐκ νέου, καὶ μικρὸν κατὰ μικρὸν ὁ κρότος τῶν κωπῶν ἐξησθένει εἰς τὴν ἀκοήν της. Πρᾶγμα δὲ παράδοξον, ἡ διεύθυνσις τῶν λέμβων δὲν ἦτο πρὸς τὰ μεγάλα πλοῖα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχον ἀποσπασθῆ πρὸ μικροῦ, ἀλλ᾽ αὗται ἔπλεον ὀλίγον τι δυτικώτερον πρὸς τὴν ἄλλην μικρὰν ἐρημόνησον, ἢ καὶ βορειότερον, πρὸς τὸν κάβον τοῦ Ἁγίου Φλώρου. Εἶτα μικρὸν κατὰ μικρόν, αἱ λέμβοι ἔγιναν ἄφαντοι καὶ πᾶς θόρυβος ἐξέλιπε. Δὲν ἠκούσθη πλέον τίποτε, ὡς νὰ συνέβη μαγεία. Ἦτο σχεδὸν ὄνειρον.
Ἡ Σκεύω ἔμεινεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἀκόμη κοιτάζουσα ἔξω εἰς τὸν ἐξώστην. Εἶτα ἐσηκώθη, ἤνοιξε σιγὰ τὴν πορτούλαν, ἔτριξαν τὰ θυρόφυλλα, ἐστέναξε τὸ πάτωμα, καὶ ἡ μήτηρ εἰσῆλθε πλησίον τοῦ κοιμωμένου υἱοῦ της.
Ἔμεινεν ἄυπνος ἕως τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ, περιμένουσα νὰ ἐξημερώσῃ διὰ νὰ μάθῃ. Εἶτα ἀπεκοιμήθη ἕως τὴν χαραυγήν, καὶ ἐξύπνησε. Δὲν παρῆλθε πολλὴ ὥρα καὶ ἦλθε κατὰ τὸ σύνηθες ὁ ἰατρός, διὰ νὰ πίῃ τὸν πρωινὸν καφέν του ἀπὸ τὰς χεῖρας τῆς ἐπιτηδείας πτωχῆς οἰκοκυρᾶς, καὶ καπνίσῃ ἡδονικῶς τὸ πρῶτον γεμᾶτον τσιμπούκι του. Ὁ ἰατρὸς ἐφαίνετο ὀλίγον τι νευρικὸς καὶ ἀνήσυχος. Οὐχ ἧττον ἡ παροδικὴ αὕτη δυσθυμία ἦτο μόνον ὡς ἐαρινὸν νέφος διὰ τὴν εὔθυμον διάθεσίν του.
* * *
Ἀπὸ δύο ἑβδομάδων πολλὰ πράγματα εἶχον συμβῆ. Ὁ κ. Βίλελμ Βοὺντ δὲν εἶχε παύσει νὰ ἐπισκέπτηται δὶς καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας τὸν υἱὸν τῆς Σκεύως. Ὁ Σταῦρος ἦτο ἤδη εἰς ἀνάρρωσιν. Ὁ ἰατρὸς ἔκρυπτεν ὅσον ἠδύνατο ἀπὸ τὴν Σκεύω ὅσα θλιβερὰ εἶχον συμβῆ εἰς τὴν ἐπιχόλερον νῆσον. Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα τὰ ἐμάνθανεν ὅλα. Μόνον ὅτι δὲν εἶχε καμμίαν γειτόνισσαν, ἥτις νὰ τὰ ἀγνοῇ, νὰ εἶναι δὲ καὶ συντοπίτισσά της, διὰ νὰ λάβῃ τὴν παρηγορίαν νὰ τὰ διηγηθῇ. Εἰς τὸν υἱόν της δὲν ἔλεγε τίποτε. Ἀλλ᾽ ὁ Σταῦρος, ἂν καὶ ἐμάντευε πολλά, δὲν ἐφοβεῖτο, καὶ ἡ ζωὴ ἐπανήρχετο παρ᾽ αὐτῷ μετὰ δυνάμεως ἀπελαυνούσης τὸν σκοτεινὸν φόβον.
Τὸ μικρότερον τὸ ὁποῖον εἶχε συμβῆ ἦτο ὅτι εἶχεν ὀλιγοστεύσει μεγάλως τὸ γάλα, τὸ ὁποῖον ἔφερε κάθε πρωὶ μὲ τὴν βεδούραν του ὁ Ἀγκόρτζας. Τοῦτο δὲ διότι, ἀφοῦ οἱ ἐπιδρομεῖς ἔφαγαν ὅλα τὰ ἐρίφια τοῦ πατρὸς Νικοδήμου, ἀφοῦ ἔφαγαν καὶ ὅλους τοὺς τράγους, εἶχον ἐπιβάλει χεῖρα καὶ εἰς αὐτὰς τὰς αἶγας. Ὁ ἀὴρ ἦτο καλός, εἶχε βρέξει καὶ τὸ μόλυσμα τῆς νόσου ἔφευγεν.
Ὁ ἰατρὸς ἐκήρυξεν ὅτι τὸ κρέας τῶν αἰγῶν θὰ ἔβλαπτε τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τοῦ τρόπου τούτου κατωρθώθη ἡ διάσωσις ἐλαχίστου μέρους τῆς ἀγέλης.
Ἐκ τῶν ἐριφίων καὶ τῶν τράγων, τινὰ μὲν εἶχε δώσει ὁ Νικόδημος οἰκειοθελῶς, τὰ δὲ πλεῖστα, ὡς ἦτο ἑπόμενον, τοῦ τὰ ἐπῆραν. Ὁ Νικόδημος δὲν εἶχεν εἰς ποῖον νὰ παραπονεθῇ, διότι ἤλλαξε μὲν ἡ σκηνογραφία, ἐπάνω εἰς τὸ βουνόν, εἰς τοὺς εὐώδεις θάμνους, ὅπου ἐκοιμᾶτο, τυλιγμένος εἰς μίαν κάπαν, ἤλλαξε δὲ καὶ ἡ θέσις τῶν προσώπων. Ἀπὸ μεμψιμοίρου κατέστη τώρα παραμυθητής. Ὤφειλε νὰ παρηγορῇ τὸν Ἀγκόρτζαν, ὅστις ἐλυπεῖτο τόσον τοὺς τράγους, ὡς νὰ ἦσαν ἀδέρφια του, καὶ ἔκλαιε τὰ ἐρίφια ὡς νὰ ἦσαν παιδιά του. Τὸ καλὸν ἦτο ὅτι εἶχε καὶ ὑλικὸν μέσον παρηγορίας, μίαν φλάσκαν τὴν ὁποίαν ἐφρόντιζε νὰ τοῦ στέλλῃ κάθε βράδυ γεμάτην ὁ ἰατρὸς Βούντ, ἐνίοτε καὶ ἄλλοι διακριτικοὶ φίλοι, εἰς ἀντάλλαγμα τῶν ἐριφίων ὅσα εἶχον φάγει. Ὁ πάτερ Νικόδημος ἔπινεν αὐτὸς ὀλίγον, ἔδιδεν εἰς τὸν παραγυιόν του τὸ πολύ, καὶ ὁ Ἀγκόρτζας, ἐρχόμενος εἰς εὐθυμίαν, ἐλησμόνει τὰ παράπονά του, ἔπαιρνε τὴν γκάιδαν, καὶ ἀνακλινόμενος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἀκουμβῶν ἐπί τινος σχοίνου, ἔχων δίπλα τὴν φλάσκαν καὶ τὴν μαγκούραν του ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, ἀπὸ τὸ ἄλλο τὴν κάπαν καὶ τὸν τορβάν του, ἐνῷ παρέκει εἰς τὴν μάνδραν πλαγιασμέναι αἱ αἶγες ἀνεχάραζαν μετὰ κρότου ὅλην τὴν νύκτα, ὡς νὰ ἐκρατοῦσαν τὸν χρόνον εἰς τὸν παραφέντην των, ἤρχιζε νὰ φυσᾷ καὶ νὰ ἐκβάλλῃ τόσον τραχεῖς φθόγγους ἀπὸ τὴν γκάιδαν, ὥστε ἡ ἠχὼ μετὰ φόβου καὶ σπαραγμοῦ ἐδέχετο τοὺς ἤχους ἐκείνους εἰς τὰ βαθέα ἄντρα της κ᾽ ἐτέρπετο τὸ οὖς τοῦ πάτερ Νικοδήμου, ὅστις μισοζαλισμένος ἀπὸ τὸ ὀλίγον κρασὶ τὸ ὁποῖον εἶχε πίει δὲν ἐβράδυνε ν᾽ ἀποκοιμηθῇ ὑποκάτω εἰς τὸν πεῦκον, ἀνάμεσα εἰς δύο σχοίνους καὶ εἰς μίαν κομαριάν. Ἀντικρὺ ἀκριβῶς τῆς κορυφῆς τοῦ λόφου, κάτωθεν τοῦ μικροῦ πευκῶνος καὶ πέραν τῶν θάμνων τῆς πεδιάδος, ἦτο ὁ μέγας πεῦκος παρὰ τὴν ρίζαν τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο ἡ σκηνὴ τοῦ κ. Βίλελμ Βούντ. Ὁ Γερμανὸς ἰατρὸς καθήμενος, ἅμα ἐνύχτωνεν, ἔξωθεν τῆς σκηνῆς του, ἐνωτίζετο ἐξησθενημένους ὁπωσοῦν ἀπὸ τὴν ἀπόστασιν, χρωματισμένους ἀπὸ τὴν ἠχώ, τοὺς σπαρακτικοὺς φθόγγους τῆς γκάιδας οἵτινες δὲν τοῦ ἐφαίνοντο πολὺ δυσάρεστοι. Ἐκάπνιζε μετὰ μορφασμῶν καὶ συχνοῦ πλαταγισμοῦ τῶν χειλέων τὸ μακρὸν τσιμπούκι του μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἀπέπνεε πυκνὰ νέφη καπνοῦ κολλῶντα εἰς τὸν παχὺν καστανὸν μύστακά του καὶ ἀνερχόμενα εἰς τὸ φύλλωμα τοῦ πεύκου, τὸ συρίζον μελωδικῶς ἀπὸ τὸ φύσημα τῆς αὔρας τῆς νυκτερινῆς, ἔτεινε τὸ οὖς, ἤκουε τοὺς τραχεῖς μεμακρυσμένους ἤχους, ἐγέλα μοναχός του καὶ ἔλεγε:
― Κεῖνο τὸ Ἀγκόρτζα εἶναι πάλι… Ντιάολο!… Πῶς τὸ παίζει τὸ γκάιντα… Πίνει, πίνει κρασὶ καὶ κάνει κέφι τὸ ντιάολο!… Κάτε βράντυ, κάτε βράντυ… ὄρεξη ποὺ τὴν ἔχει.
Ἐκάγχαζεν, ἐρρόφα δύο ἢ τρεῖς ραγδαίας εἰσπνοὰς καπνοῦ καὶ εἶτα ἐπέφερε.
― Κα-λά. Αὐτὸ εἶναι ζωή!… Νά, αὐτὴ ζωὴ μ᾽ ἀρέσει ἐμένα… φυσικὴ ζωὴ… ντὶ Νατοὺρ…ντὰς Λέμπεν… ντὰς ἴστ, ντὰς Λέμπεν!*
* * *
Ἐὰν εὑρίσκετο ἀκόμη ἡ Σκεύω εἰς τὸ σπιτάκι της, σύρριζα εἰς τὸν βράχον, σιμὰ εἰς τὲς Πλάκες, ἀπάνω ἀπὸ τὸν παλαιὸν καὶ ὅμοιον μὲ μοναστηριακόν, τὸν τρίπατον ἀρσανὰν τοῦ γερο-Μαθινοῦ, καὶ ἀνέπνεε τὴν αὔραν τὴν ἑσπερινὴν τὴν ὁποίαν θὰ τῆς ἔφερεν ὁ μπάτης, ἀμιγῆ ἀπὸ μολύσματα καὶ ἀπὸ ἀναθυμιάσεις ἀνθρωπίνων δεινῶν καὶ ἀθλιοτήτων, θὰ ἦτο εἰς θέσιν νὰ γνωρίζῃ περισσότερα σχετικῶς μὲ τοὺς ἀνεξηγήτους θορύβους τοὺς ὁποίους ἤκουσε καὶ μὲ τὰς ὑπόπτους κινήσεις τὰς ὁποίας εἶδε τὴν προηγουμένην νύκτα, καὶ δὲν θὰ εἶχεν ἀνάγκην νὰ ἐρωτήσῃ ἄλλον ὅπως εὕρῃ τὴν λύσιν τοῦ αἰνίγματος. Ἐνθυμεῖτο ἀκόμη τὴν πρωίαν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθ᾽ ἣν εἶχεν ἐξυπνήσει καὶ εἶχεν ἰδεῖ τὸ καράβι ἐκεῖνο, τὸ ἀραγμένον παραδόξως ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο νησιά, τὸ ὁποῖον τὴν ἐξέπληξε τόσον, καὶ τῆς ἄφησε τοιαύτην ἐντύπωσιν, ὡς νὰ ἦτό τι τὸ ὁποῖον ἰδιαιτέρως τὴν ἐνδιέφερε. Καὶ ἀφοῦ μετὰ πολλοὺς δρόμους ἠμπόρεσε νὰ μάθῃ ἀτελῆ τινα περὶ τῶν διαταχθέντων μέτρων, πρὸς ἀποκλεισμὸν τῆς φοβερᾶς ἐπιδημίας, ἐνθυμεῖτο τὴν ἑσπέραν ὅταν ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὴν παραθαλάσσιον οἰκίαν τῆς συγγενοῦς της, τῆς Γερακίνας, καὶ ὅταν μία κλήρα ἀπὸ μέσα ἀπὸ μίαν βάρκαν τῆς ἐφώναξε: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! Ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος ἀπὸ χολέρα!»… Πῶς ἐλαχτάρισε τότε ἡ ψυχή της καὶ πῶς ἔλυωσεν ἡ καρδούλα της, καὶ τί μαρτύριον ὑπέφερεν ἕως νὰ εὕρῃ ἡσυχίαν, ἥτις ἡσυχία συνίστατο δι᾽ αὐτὴν εἰς τὸ νὰ «πέσῃ στὴ φωτιὰ μέσα», καὶ εἰς τὸ νὰ τρέξῃ τολμηρῶς πρὸς τὸν κίνδυνον, ἢ τοῦ ὕψους ἢ τοῦ βάθους. Καὶ τὸ παραδοξότερον τῆς συμπτώσεως ἦτο, ὡς ἐγνώσθη τώρα, ὅτι εἰς τὸ ξενικὸν ἐκεῖνο καράβι, τὸ ὁποῖον ἦτο ἐκ τῶν πρώτων ἐλθόντων, εὑρίσκετο πράγματι ὁ Σταῦρος ὅστις εἶχεν ἀπομείνει ἀπὸ τὸ πατριώτικον, εὐθὺς ὡς ἔγραψε τὴν τελευταίαν ἐπιστολὴν εἰς τὴν μητέρα του, καὶ εἶχε μβαρκάρει μὲ τὸ ξένον, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἀρρώστησε κατὰ τὸν διάπλουν. Καὶ ἡ ἐπίμονος προσήλωσις τῆς Σκεύως εἰς τὸ πλοῖον ἐκεῖνο ἦτο ὡς μυστηριῶδες προαίσθημα τῆς ἐκεῖ παρουσίας του.
Εἰς τὸ σπιτάκι της ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἦτο ὡς φωλεὰ γλάρου κτισμένον ἐπάνω εἰς θαλασσόπληκτον βράχον, ἐὰν εὑρίσκετο ἀκόμη ἡ Σκεύω, θὰ ἔβλεπεν ἐπίσης πολλὴν κίνησιν καὶ θὰ ἤκουε μέγαν θόρυβον κατ᾽ αὐτὴν ἐκείνην τὴν νύκτα, ἀλλὰ τάχιστα θὰ ἐμάνθανεν ἀπὸ τὲς γειτόνισσες τὸ τί συνέβαινεν. Εὐτυχεῖς ὑπῆρξαν τὴν ἰδίαν νύκτα ἡ Βγενιὼ ἡ Ἀλαφίνα, ἡ Μαρία ἡ Πεπεροὺ καὶ ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα, αἵτινες ὄχι μόνον εἶδαν καὶ ἤκουσαν, ἀλλ᾽ ἔλαβαν μέρος εἰς τὰς νυκτερινὰς σκηνάς. Διότι τάχιστα ἔλαβον εἴδησιν αὐταί, καθὼς καὶ οἱ ἄνδρες τῆς ἀγορᾶς καὶ ὅλον τὸ χωρίον περὶ τῶν ὀκτὼ ἢ δέκα λέμβων, ὅσαι ἐπλησίασαν νύκτα εἰς τὲς Πλάκες μὲ ὑπόπτους σκοπούς.
Τὴν πρώτην εἴδησιν ἔδωκεν ὁ Λάζαρος ὁ Γκέγκες, ὁ κλητὴρ τῆς δημαρχίας, ἰσόβιος ἀρχηγὸς τῆς νυκτερινῆς πολιτοφυλακῆς, παίρνων τοὺς περισσοτέρους ὕπνους του δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους ἐπὶ τῆς μπαγκέτας, ἔμπροσθεν τοῦ καφενείου τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη, ἐπὶ τῆς πεζούλας, ὑπὸ τὴν μεγάλην συκαμινιὰν ἔμπροσθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ Δημητριάδη, καὶ ἐνίοτε ὑπὸ τὰς κολώνας τοῦ ἀφράκτου νάρθηκος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ἀφοῦ ἐσήμανε τὴν ὥραν τῆς βάρδιας, καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶχον ἀποσυρθῆ εἰς τὰς οἰκίας των ν᾽ ἀναπαυθῶσιν, ἔφερε μίαν βόλταν μὲ τοὺς τρεῖς συντρόφους του, τῶν ὁποίων ἦτο ἡ σειρὰ νὰ φυλάξωσι τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος τῆς νήσου. Ἐκεῖ, ὁ Λάζαρος ὁ Γκέγκες εἶδε μὲ τὸ ἐξησκημένον ὄμμα του ἓν ἢ δύο μαυράδια ἀποσπώμενα εἰς τὸ σκότος ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο νησιά, ἀνοικτὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιον Φλῶρον, καὶ κινούμενα βορειοδυτικῶς πρὸς τὴν διεύθυνσιν τῆς πόλεως, πρὸς τὸν μέγαν μεσημβρινοδυτικὸν λιμένα. Ἀκολούθως τὰ δύο μαυράδια ἔγιναν τρία, τὰ τρία τέσσαρα, καὶ τὰ τέσσαρα ὀκτὼ ἢ ἐννέα. Καὶ ὅσον ἐκινοῦντο βορειοδυτικῶς, τόσον ἐμαύριζαν, καὶ τόσον διεκρίνοντο εἰς τὴν ἀνταύγειαν τῆς πυκνῆς ἀστροφεγγιᾶς, ἐπὶ τῆς στρωτῆς ὀθόνης τοῦ φωσφορίζοντος κύματος. Ὁ μπαρμπα-Λάζαρος ἔγινεν ἀμέσως σύννους, ἔκυψε πρὸς τὴν γῆν, ἔστριψε πρὸς τὰ κάτω τὸν μύστακά του, κατεβίβασε πρὸς τὰς ὀφρῦς τὸ ἡμιστρόγγυλον φέσι του μὲ τὴν «γαλίπαν»*, τὴν φούνταν τὴν κοντὴν καὶ στριμμένην, καὶ δὲν εἶπε λέξιν εἰς τοὺς συντρόφους του.
Ἔρριψεν ἀκόμη ἓν παρατεταμένον βλέμμα εἰς τὸ ὕποπτον φαινόμενον, καὶ εἶδε τὰ μαῦρα σημεῖα ὅτι ὅσον ἐπροχώρουν ἐμεγεθύνοντο εἰς τὴν ὅρασιν, καὶ τὰ εἶδεν ὅτι εἶχαν βάλει πλώρην εἰς τὴν δυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως, κατὰ τὲς Πλάκες.
Τότε δὲν ἐδίστασε πλέον, καὶ ὕψωσε τὸ φέσι του πρὸς τὰ ἐπάνω, ἔστριψε πρὸς τὰ ἄνω τὸν μακρὸν καὶ παχὺν μύστακά του, καὶ ἀφοῦ ἔστειλεν ἕνα τῶν ἀνθρώπων μυστηριωδῶς νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν δήμαρχον, αὐτὸς διηυθύνθη πρὸς τὸν ναὸν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, καὶ κρεμασθεὶς εἰς τὸ σχοινίον τοῦ κωδωνοστασίου, ἤρχισε νὰ σημαίνῃ θορυβωδῶς καὶ παρατεταμένως τὴν μεγάλην καμπάναν.
Ὁ εὐσυνείδητος, ἀλλὰ καὶ διπλωματικὸς κλητὴρ εἶχε σκεφθῆ ὡς ἑξῆς: «Δὲν μπορεῖ νὰ πῇ ὁ δήμαρχος ὅτι δὲν τὸν εἰδοποίησα. Ὅσο νὰ ξυπνήσῃ ὁ δήμαρχος καὶ νὰ τοῦ περάσῃ τὸ μαχμουρλίκι, ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ ὅ,τι γίνῃ, ἂν εἶναι γραφτὸ νὰ γίνῃ. Ἐν τῷ μεταξὺ σημαίνω ἐγὼ τὴν μεγάλη καμπάνα, γιὰ νὰ πάρῃ χαμπάρι ὁ κόσμος νὰ ξέρῃ τί τρέχει, νὰ πάρῃ τὴν ἀπόφασή του, καὶ ὁ κύριος δήμαρχος ἂς πάῃ νὰ κάμῃ τὰ παράπονά του… στὸ δήμαρχο…»
* * *
Ἦτο ἑνδεκάτη ὥρα.
Ἀφοῦ ἐκρούσθη ἐπί τινα λεπτὰ ὁ κώδων καὶ διεκόπη ἐπ᾽ ὀλίγα δευτερόλεπτα, διὰ ν᾽ ἀρχίσῃ θορυβωδεστέρα ἡ κλαγγή του μετά τινας στιγμάς, ἤρχισαν ν᾽ ἀκούωνται ἐδῶθεν κ᾽ ἐκεῖθεν μετὰ τριγμῶν καὶ κρότων παράθυρα ν᾽ ἀνοίγωνται καί τινες κεφαλαὶ μὲ λευκοχίτωνα στήθη καὶ ὤμους νὰ προκύπτωσι διὰ τῶν ἀνοιγμάτων.
Εἶτα θύραι ἤρχισαν νὰ τρίζωσι περὶ τοὺς στροφεῖς, δοῦπος βημάτων ἠκούσθη εἰς τὰ λίθινα σκαλοπάτια, καὶ ἄνθρωποι ἡμιενδυμένοι κατέβησαν εἰς τὴν ἀγοράν.
Τί εἶναι; Τί εἶναι; ― Εἰς τοὺς πρώτους ἐλθόντας ὁ μπαρμπα-Λάζαρος ἐπρόφθασε νὰ δείξῃ δι᾽ ἀφώνου νεύματος τὰ μαῦρα σημεῖα τὰ ὁποῖα εἶχε παρατηρήσει πρὸ μικροῦ μεγεθυνόμενα, καὶ τὰ ὁποῖα, ὁλονὲν κινούμενα πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος τοῦ λιμένος, ἐπλησίαζον ἤδη νὰ κρυφθῶσιν ὄπισθεν τῆς γωνίας τῆς πόλεως, τὴν ὁποίαν σχηματίζει ἡ προεξοχὴ τῆς συνοικίας τῆς Σπηλιᾶς καὶ τοῦ Μώλου.
Κραυγαὶ φόβου, ἀπειλῆς καὶ ἀγανακτήσεως ἤρχισαν ν᾽ ἀκούωνται μεταξὺ τοῦ πλήθους, καθόσον τοῦτο ἐξωγκοῦτο, προσερχομένων καὶ ἄλλων ἀστῶν ἐκ τῶν οἰκιῶν των. Μερικοί, χωρὶς νὰ ἠξεύρωσι τί τρέχει, εἶχον φέρει ἀπὸ τὰς οἰκίας των τὰ κυνηγετικά των ὅπλα, τὰς μονοκάννους ἢ δικάννους φιλίντας των, ἄλλοι τὰς παλαιάς των πιστόλας, καί τινες μεγάλα πλατύστομα τρομπόνια.
Ὁ μπαρμπα-Λάζαρος δὲν τοὺς ἐπέπληξε διότι εἶχον ὁπλισθῆ. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ πλεῖστοι δὲν εἶχον ὅπλα, εἴς τινας αὐτῶν ἔδωκε μερικὰ σκουροτούφεκα, τὰ ὁποῖα ὑπῆρχον ἔκπαλαι εἰς τὴν δημαρχίαν καὶ τὰ ὁποῖα ἐχρησίμευον κυρίως πρὸς ὁπλισμὸν τῆς πολιτοφυλακῆς ἢ νυκτερινῆς περιπόλου.
Διὰ μιᾶς οἱ ἄνθρωποι ἤρχισαν νὰ τρέχωσι πρὸς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν, ἀσθμαίνοντες διὰ ν᾽ ἀναβῶσι τὸν στενὸν ἀνηφορικὸν δρόμον, μὲ τὸ στιλπνὸν καὶ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον. Τὰ ὑποδήματα ἐκρότουν ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου ἑωσοῦ ἔφθασαν ἔξωθεν τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Παπαργυροῦ, κολοσσαίου ὄγκου ἱσταμένου εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, εἰς τὸ πλάγι τοῦ ὁποίου τὰ ἄλλα σπιτάκια ὁλόγυρα ἐφαίνοντο ὡς φελούκια σιμὰ εἰς μέγα ἐπιβλητικὸν μπάρκον. Δίπλα εἰς τοῦ Παπαργυροῦ τὸ σπίτι, τὸ ὑψηλὸν κωδωνοστάσιον τῆς ἐπάνω ἐκκλησίας, τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἵστατο ὡς σκοπὸς σιμὰ εἰς τὴν σκοπιάν του.
Δίπλα εἰς τὸ θεόρατον κτίριον, τὸ ὁποῖον ἵστατο ἐκεῖ ἀπὸ τεσσαρακονταετίας ἀτελείωτον καὶ ἀκατοίκητον δι᾽ ὅλου σχεδὸν τοῦ ἔτους χρησιμεῦον μόνον τὸ θέρος διὰ νὰ καταλύῃ, ὅταν ἐπεσκέπτετο τὸν τόπον, ἐκτελῶν τὴν περιοδείαν του ὁ ἅγιος Δεσπότης ― ἦτο ἡ οἰκία τοῦ δημάρχου, ὅστις εἶχεν ἐξυπνήσει ἀρτίως καὶ ἤκουε τὸν θόρυβον τοῦ διαβαίνοντος πλήθους, ἑτοιμαζόμενος νὰ ἐξέλθῃ. Τὸν εἶχεν ἐξυπνίσει, πρὸ μικροῦ ἐλθών, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Γκέγκε, τοῦ κλήτορος τῆς δημαρχίας. Ὁ δήμαρχος ἐφόρεσε τὸ πανωβράκι* του, ἔλαβε τὴν μακρὰν χονδρὴν μπαστούναν του, καὶ ἤρχισε νὰ καταβαίνῃ τὰ σκαλοπάτια τῆς ἐσωτερικῆς ξυλίνης σκάλας, ἐνῷ ἡ κυρὰ δημαρχίνα, ἐξυπνήσασα ἀρτίως καὶ αὐτή, ἐφώναζεν ἀπὸ τὸν ἄλλον θάλαμον:
― Γιὰ ποῦ, ὥρα σ᾽ καλή, καπετάνιο μ᾽; Ποῦ θὰ πᾷς τέτοια ὥρα;
― Κοιμήσου, Φλωρού! ἔγρυξε μὲ βραχνὴν φωνὴν ὁ δήμαρχος, ὅστις ἦτο ὅλος δυσθυμία, διότι τοῦ ἔκοψαν ἀποτόμως τὸν πρῶτον ὕπνον.
Εἶτα ἐπρόσθεσε φιλοσοφικῶς, ὡς πρὸς ἑαυτὸν ἀποτεινόμενος:
―Ὅποιος θέλει νὰ σάσῃ τὸ χωριό, χαλνάει τὸ κεφάλι του.
Καὶ κατῆλθεν εἰς τὴν αὐλήν του, τὴν στρωτὴν μὲ στιλπνὰ χαλίκια, καὶ φυτευτὴν μὲ λεμονέας, μὲ ροιὰς καὶ στολισμένην ἀπὸ γάστρας ἀνθέων, ἐνθυμούμενος τοὺς χρόνους ἐκείνους, τοὺς οἰχομένους διὰ πάντοτε, ὅταν ἔκαμνε τὰ πλουτοφόρα ταξίδια εἰς τὴν Μαύρην Θάλασσαν κι ἀπάνω εἰς τὸν Ποταμόν, καὶ ὅταν ἐκουβαλοῦσε, κατὰ τὸν κοινὸν λόγον, μὲ τὲς κόφες τὰ τάλληρα ἀπὸ τὰ ταξίδια τῆς Ρωσίας. Ἐὰν δὲν ἐπεχείρει τὸ τελευταῖον του τολμηρὸν ταξίδιον εἰς τὸν Ὠκεανόν, ὅπου ἐχρειάζετο νὰ δεθῇ τις μὲ χονδροὺς κάλως εἰς τὸ κατάρτιον τοῦ πλοίου διὰ νὰ μὴ τὸν σαρώσῃ ἡ τρικυμία, καὶ ἂν δὲν ἐτινάζετο ἀπὸ τὰ κύματα τὰ εἰσπηδῶντα ἐπάνω εἰς τὴν κουβέρταν, ὥστε νὰ κτυπήσῃ κακὰ εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν κορμὸν κατὰ τῆς χονδρῆς μπούμας* πρὸς τὴν πρύμνην, δὲν θὰ ἐδέχετο ποτὲ τὸ ἀξίωμα τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχον προσφέρει αὐθορμήτως ―πρᾶγμα σπάνιον, ἀληθῶς― οἱ συμπολῖταί του.
* * *
Τὸ πλῆθος, ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν γωνίαν τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Παπαργυροῦ, ἐδιχάζετο, καὶ ἄλλοι ἐξηκολούθουν ν᾽ ἀνέρχωνται πρὸς τὰ ἄνω, ὅπως φθάσωσιν εἰς τὸν ἀνοικτὸν κάμπον ὑψηλά, εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα, διὰ νὰ κατοπτεύσωσιν ἐκεῖθεν τὰς λέμβους τὰς ἐρχομένας, ἄλλοι ἐστρέφοντο πρὸς τὰ ἀριστερά, διὰ νὰ φθάσωσι ταχύτερον εἰς τὲς Πλάκες, καὶ τούτων τὰ βήματα εἶχεν ἀκούσει ὁ δήμαρχος.
Δὲν εἶχεν ἀπομείνει, κατὰ τὰ φαινόμενα, ἄνθρωπος ἀπὸ ὅσους εἶχαν πλαγιάσει, ὅστις νὰ μὴν ἐξύπνησε, καὶ δὲν εἶχεν ἀπομείνει ἀπὸ ὅσους δὲν εἶχαν πλαγιάσει ἀκόμη, κανεὶς ὅστις νὰ μὴν ἔτρεξε καὶ νὰ μὴν ἐπετάχθη ἔξω τῆς οἰκίας του. Ἀπὸ τὰς ἀπωτέρας καὶ πτωχοτέρας συνοικίας εἶχαν φθάσει ὁ Δημήτρης ὁ Ντοῦσκος, ποιμὴν βόσκων ὀλίγας ἀμνάδας, ὅστις ποτὲ ἐν καιρῷ ἡμέρας δὲν εἶχε κατέλθει εἰς τὴν ἀγοράν· ἔφθασε φέρων τὴν μαγκούραν του τὴν ποιμενικὴν καὶ τὴν κάπαν του, ἕτοιμος νὰ λάβῃ μέρος εἰς μάχην ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως· καὶ ὁ Σταμάτης ὁ Μπλατσίνης, καὶ ὁ Δημήτρης ὁ Στόγιος καὶ ἄλλοι ἀγροδίαιτοι, πρόθυμοι νὰ λάβωσι μέρος εἰς πᾶσαν ἐνέργειαν, ἂν καὶ δὲν ἤξευραν περὶ τίνος ἐπρόκειτο· καὶ ὁ Γιάννης ὁ Μανίκας προσῆλθεν ἐπίσης μὲ πολεμικὴν διάθεσιν, μένεα πνέων κατὰ τῶν ὑποτιθεμένων ἐχθρῶν. Καὶ τὸν Ἀργυράκην τῆς Τριανταφυλλιᾶς τὸν εἶχεν ἐξυπνίσει μὲ πολλὴν δυσκολίαν ἡ γυναίκα του, ἡ Τριανταφυλλιά, ἡ φουρνάρισσα, καὶ τὸν παρεκίνησεν ἐπιτακτικῶς νὰ τρέξῃ κάτω εἰς τὴν ἀγορὰν νὰ μάθῃ τί γίνεται, καὶ νὰ ἔλθῃ πάλιν ὀπίσω, διὰ νὰ τὴν πληροφορήσῃ καὶ αὐτὴν περὶ τῶν συμβαινόντων. Ὁ Ἀργυράκης ἔφθασε τρίβων τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ μισοκοιμώμενος εἰς τὸν δρόμον, ἀλλὰ μὲ ὅλας τὰς προσπαθείας του δὲν κατώρθωσε νὰ μάθῃ σχεδὸν τίποτε, διότι ἐν ἑκάστῳ τῶν ὁμίλων τοὺς ὁποίους συνήντησεν εἰς τὴν ἀγορὰν ὡμίλουν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ των, καὶ δὲν ἀπήντων εἰς τὰς ἐρωτήσεις αὐτοῦ. Λοιπὸν ἀπὸ ὅλας τὰς ὁμιλίας, ὅσαι ἐγίνοντο, μόνον ἄκρες-μέσες ἠμπόρεσε ν᾽ ἀκούσῃ. Ὁ Ἀργυράκης τῆς Τριανταφυλλιᾶς ἀπελπισθεὶς νὰ μάθῃ περισσότερα, ἔτρεξεν ἀσθμαίνων ὀπίσω πρὸς τὴν γυναῖκά του:
―Ἔ! τί ἔμαθες, Ἀργύρη;
― Εἶναι κόσμος, κόσμος… κάτω στὴ πιάτσα… στὸν Ἁι-Γιάννη ἀπ᾽ ὄξου… στὴν κολώνα μπροστά…
― Καὶ τί λέγανε;
― Νά, ὁ κλήτορας τῆς δημαρχίας σήμανε τὴν καμπάνα.
― Τὴν ἀκούσαμε. Ὕστερα;
― Νά, μαζώχτηκε κόσμος…
― Μοῦ τὸ εἶπες αὐτό… ὕστερα;
―Ὁ κλήτορας ἔστειλε τὸ Γιάννη τὸ Μαστοράκη, γιὰ νὰ ξυπνήσῃ τὸ δήμαρχο.
―Ἀλήθεια; ― ὕστερα;
― Καὶ εἶναι κόσμος μαζωμένος… καὶ κουβεντιάζουν ἀναμεταξύ τους.
― Μοῦ τὸ εἶπες τρεῖς φορὲς αὐτό. Καὶ τί γίνεται;
―Ὁ κόσμος ἀρχίσανε νὰ τρέχουνε στὸν Ἐπάνω Μαχαλά, κατὰ τὴν Ἁγία Τριάδα…
― Καὶ δὲν πῆες καὶ σύ!
― Δὲ μοῦ ᾽πες νὰ πάω, Τριανταφυλλιά.
― Καὶ δὲν μπόρεσες νὰ μάθῃς τί τρέχει;
― Νά, λέγανε πὼς θὰ τρέξουνε πίσω κατὰ τὲς Πλάκες νὰ τοὺς προφτάσουνε, νὰ φύγῃ τὸ κακό.
― Ποιὸ κακό;
― Δὲν κατάλαβα… μὰ πρέπει νὰ εἶναι κλέφτες.
― Νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ χολεριασμένοι ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ, γιὰ νὰ πάρουν πράτιγο* μὲ τὸ στανιό;
― Καλὰ λές, αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε συλλογισμένος ὁ Ἀργυράκης· κ᾽ ἐγὼ δὲν τὸ κατάλαβα.
― Γλήορα, νὰ τρέξῃς πίσω, σκυλί, εἶπεν ἡ Τριανταφυλλιά… πάρε καὶ τὸ ραβδί σου μαζὶ… νὰ πᾷς νὰ μάθῃς, κ᾽ ὕστερα νά ᾽ρθῃς νὰ μοῦ πῇς.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν καθ᾽ ἣν ὡμίλει ἡ σύζυγος τοῦ Ἀργυράκη, ἠκούσθη καὶ εἰς τὴν ἀπωτέραν ἐκείνην συνοικίαν ἡ κραυγή, ἥτις εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐπαναλαμβάνεται πρὸ μικροῦ ἀλλαχοῦ τῆς πόλεως:
― Μᾶς φέρνουν τὴν χολέρα! ξυπνᾶτε, παιδιά!
Αἱ κραυγαὶ αὗται ἐξύπνισαν καὶ ὅσους δὲν εἶχαν ἐξυπνήσει ἀκόμη ἀπὸ τὸν ἦχον τοῦ κώδωνος.
* * *
Πρώτη εἰς ὅλην τὴν γειτονιάν, ἀπάνω εἰς τὲς Πλάκες, εἶχεν ἐξυπνήσει ἡ Βγενιὼ ἡ Ἀλαφίνα, ἥτις ἤνοιξε μετὰ κρότου πέρα-πέρα τὸ μέγα καὶ πλατύ, τὸ κυανοῦν χρωματισμένον παράθυρον, καὶ ἁπλώσασα τοὺς ὀγκώδεις ἀνδροπρεπεῖς βραχίονάς της, μὲ τὰ μανίκια τῆς ἄσπρης βαμβακερῆς φανέλας ὀλίγον κάτω τοῦ ἀγκῶνος φθάνοντα, μὲ τὸ κόκκινον ὑποκάμισον συμμαζευμένον περὶ τὴν μασχάλην, ἐστήριξε τὰς πλατείας χεῖράς της ἐπὶ τοῦ θριγκοῦ, φωνάζουσα, διὰ νὰ ἐξυπνίσῃ τὴν Μαρίαν τὴν Πεπερού.
Ἐκ τῶν φωνῶν τῆς Βγένας ἐξύπνησε πρώτη ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα, διότι ἐχρειάζετο κανόνι διὰ νὰ ταράξῃ τὸν ὕπνον τῆς Μαρίας τῆς Πεπεροῦς, καὶ τὸ κανόνι τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν μέσα εἰς τὸ Μπούρτσι ἦτο σκωριασμένον καὶ ἄχρηστο δυστυχῶς ἀπὸ πολλοῦ.
― Τί τρέχει, γειτόνισσα;
― Μᾶς φέρνουν τὴ χολέρα!
Ἡ Βγένα ἡ Ἀλαφίνα εἶχεν ἐννοήσει ἀμέσως τί τρέχει. Τὸ παράθυρόν της ἔβλεπε πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ εἶχεν ἰδεῖ τὰς λέμβους αἵτινες ἔπλεον πρὸς τὰ ἐδῶ.
― Ποιὸς θὰ μᾶς τὴν φέρῃ;
― Ποιός! Οἱ χολεριασμένοι ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ.
― Ποῦ ᾽ν᾽ τοι;
― Γιά κοίταξε! Ἔρχονται πενῆντα βάρκες.
Εἶτα ἐπειδὴ τῆς ἐφάνησαν ὀλίγαι ὅσας εἶπε, προσέθηκε:
― Πενῆντα! Θὰ εἶναι ὣς ἑκατὸν εἴκοσι!
Ἀκολούθως μεταμεληθεῖσα διότι εἶπε βάρκες καὶ δὲν εἶπε καράβια, ἐζήτησε μέσον τινὰ ὅρον ὅπως διορθώσῃ τὸ πρᾶγμα:
― Βάρκες! Εἶναι σωστὲς σκαμπαβίες… εἶναι μεγάλες σὰ σκοῦνες!
Ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα ἐκοίταξε καὶ ἅμα εἶδε τὰ μαῦρα σημεῖα νὰ μηκύνωνται, φαινόμενα κολλητὰ τὸ ἓν μὲ τὸ ἄλλο ἐπὶ τῆς θαλάσσης, προσέθηκε:
― Παναγία μου! εἶναι μακριὲς σὰν τράτες…
― Τράτες! Τί λές; διώρθωσεν ὀργίλως ἡ Βγενιώ· εἶναι ψηλὲς σὰν καβαρδίνες*!
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐξύπνησε τέλος καὶ ἡ Μαρία ἡ Πεπερού, ἥτις ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ ἰσόγειον σπιτάκι της τρίβουσα τοὺς ὀφθαλμούς. Κατόπιν της ἐξῆλθε, μὲ κοντὸν φουστανάκι καὶ μὲ γυμνὰς κνήμας καὶ πόδας γυμνούς, τὸ Δεσποινιώ, ἡ μικρὰ κόρη της.
― Τί εἶναι; Τί τρέχει;
Ἡ Βγένα ἡ Ἀλαφίνα δὲν ἐδίστασε πλέον, καὶ ἔκρινεν ὅτι ἦτο καιρὸς νὰ προβιβάσῃ τὲς βάρκες εἰς καράβια.
― Τὰ καράβια τὰ χολεριασμένα ἔρχονται ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ… Πενῆντα κομμάτια καράβια!
Ἡ Πεπεροὺ ἐκοίταξε καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τίποτε, διότι ἐμισοκοιμᾶτο ἀκόμη. Τὸ Δεσποινιὼ ἡ κόρη της, κρατοῦσα αὐτὴν ἀπὸ τὴν φουστάναν, ἔβλεπε τὲς βάρκες καὶ ἔλεγε:
― Νά τα, νά τα! Κοίτα, μάννα!
Αἱ τρεῖς γυναῖκες ἐκινήθησαν νὰ φθάσωσι πρὸς τὲς Πλάκες, ἀκολουθοῦσαι τὸ πλῆθος, τὸ ὁποῖον διήρχετο. Ὁ Ἀλέξης καὶ ὁ Μιχάλης, ὁ υἱὸς τῆς Πεπεροῦς καὶ ὁ υἱὸς τῆς Ἀλαφίνας, εἶχον ἐξυπνήσει, καὶ ἔτρεξαν ἀκολουθοῦντες τοὺς ἄνδρας νὰ ἴδωσιν.
Ἡ Πεπεροὺ ἔλεγεν εἰς τὴν κόρην της:
― Σύρε νὰ κοιμηθῇς ἐσύ… Κάτσε στὸ σπίτι.
Ἡ Δεσποινιὼ τὴν ἐκράτει καλὰ ἀπὸ τὸ φουστάνι καὶ ἔτρεχε κατόπιν της λέγουσα.
― Φοβῶμαι… φοβῶμαι μοναχή μου, μάννα!
* * *
Τὸ πλῆθος εἶχε φθάσει εἰς τὸ ὕψος τοῦ βράχου, πέραν τοῦ ὁποίου σχηματίζεται ἡ στενὴ προεκβολὴ τοῦ λαιμοῦ τῶν Πλακῶν ἐντὸς τῆς θαλάσσης. Ἄνω τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ ἔλαμπον εἰς τὸ ὕψος τοῦ στερεώματος ἢ ἔτρεμον σβήνοντα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, καὶ ὁ γαλαξίας ἔλουε μὲ ἁβρὸν ἀργυρόχρουν φῶς τὰ οὐράνια δώματα, καὶ ἔζωνε τὴν μέσην τοῦ οὐρανοῦ, ὡς νὰ ἔστρωνε μὲ ἀκήρατα ἄνθη τὸν δρόμον τοῦ ἀπείρου εἰς τὰ ἀόρατα πνεύματα τῶν μακάρων. Καὶ ὁ τριάστερος Πῆχυς ἵστατο μυστηριώδης ἐπάνω εἰς τὸ στερέωμα, ἀκατανόητον ὄργανον τὸ ὁποῖον ἐτέθη ἐκεῖ ὡς διὰ νὰ ἐξακολουθῇ νὰ μετρῇ ἐσαεὶ τὸ ἄπειρον διὰ τοῦ αἰωνίου. Καὶ αἱ Ἄρκτοι ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη ἔλαμπον μὲ γλυκὺ φῶς μειδιῶσαι εἰς τὰ προσφιλῆ πελάγη, καὶ τὸ ἄστρον τοῦ Βορρᾶ ἐδείκνυε τὸν Πόλον εἰς τοὺς ἀγαπημένους του θαλασσινούς, οἵτινες ἔχουσιν αὐτὸ μόνην συντροφίαν καὶ μόνον αἰθέριον φάρον παρηγοροῦντα αὐτοὺς εἰς τὸν δρόμον των, καὶ ἂν ὅλα τὰ λαμπρὰ ἄστρα χαθῶσι πρὸς καιρὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς των, καὶ ἂν ὅλοι οἱ μυστηριώδεις λύχνοι συγκαλυφθῶσιν ἀπὸ τὰ νέφη. Ἡ Πούλια εἶχεν ὑψωθῆ τρία κοντάρια ὑψηλὰ ἀνερχομένη ἐξ ἀνατολῶν πρὸς τὸ μεσουράνημα, χρυσῆ κλῶσσα μὲ τὰ πουλιά της, καταστερωθεῖσα καὶ ἀθανατισθεῖσα θείᾳ νεύσει, διὰ νὰ διδάσκῃ τὴν οἰκογενειακὴν συνοχὴν καὶ ἁρμονίαν εἰς τοὺς δειλαίους θνητούς, οἵτινες γεννῶνται διὰ νὰ χάσκωσι πρὸς καιρὸν ἀναβλέποντες ἐκεῖ ἐπάνω, καὶ διὰ νὰ συγκαλύπτῃ χρονίως τοῦ θανάτου ἡ νὺξ τοὺς ὀφθαλμούς των εἰς τὸ ὑποχθόνιον σκότος. Ἐλαφρὰ αὔρα ἔσειε γύρω εἰς τὰ προαύλια καὶ τοὺς κήπους τῶν οἰκιῶν τοὺς κλῶνας τῶν δένδρων, καὶ ἡ θάλασσα κυανῆ καὶ μαύρη, ἁπλουμένη κάτωθεν τοῦ βράχου, ἐμορμύριζεν ἐλαφρῶς πλήττουσα τοὺς βράχους.
Τὸ πλῆθος ἤρχισε νὰ θορυβῇ καὶ νὰ κραυγάζῃ, ἐνώπιον τοῦ θεάματος τὸ ὁποῖον ἐπαρουσιάζετο τώρα φανερὰ εἰς τὰς ὄψεις του ὑπὸ τὴν ἀστροφεγγιὰν τῆς νυκτὸς ἐκείνης. Ὁ δήμαρχος, ἅμα ἐξυπνήσας, εἶχε κατέλθει πρὸς τὴν ἀγοράν, διὰ νὰ συνεννοηθῇ μὲ τὰς ἄλλας ἀρχάς, καὶ δὲν εἶχε φανῆ ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὲς Πλάκες, ὅπου εἶχε τρέξει ὁ πολὺς κόσμος. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ μάτην περιέμεινεν ἐπὶ ἡμίσειαν ὥραν τὴν ἐμφάνισιν τοῦ λιμενάρχου, τοῦ ὑγειονόμου καὶ τοῦ ἐπιστάτου τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, τῶν ὁποίων αἱ οἰκίαι ἦσαν εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως, τὸ ἀνατολικόν, καὶ ἀργὰ μὲν ἐστάλη πρὸς αὐτοὺς ἡ εἴδησις, ἐβράδυναν δὲ φυσικῷ τῷ λόγῳ νὰ ἐμφανισθῶσιν, ὁ δήμαρχος ἀπεφάσισε ν᾽ ἀναβῇ ὁ ἴδιος εἰς τὲς Πλάκες, εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς πόλεως. Εἶχε δώσει ἤδη εἰς τὸν κλητῆρα καὶ τοὺς πολιτοφύλακας διαταγὰς νὰ προτρέψωσι τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως μείνωσιν ἐπιτηροῦντες μόνον τὸ ἐπίκαιρον πρὸς ἀπόβασιν μέρος, καὶ μὴ ἐπιχειρήσωσι βιαιοπραγίαν τινά, εἰμὴ ἐν ἐσχάτῃ ἀνάγκῃ καὶ ἐν περιπτώσει ἀποπείρας πρὸς ἀποβίβασιν.
Ὑπάρχει, νομίζω, ἀπόφθεγμά τι, καθ᾽ ὃ ὁ ὄχλος ἔχει δύο ὦτα, διὰ νὰ εἰσέρχωνται αἱ νουθεσίαι διὰ τοῦ ἑνὸς καὶ νὰ ἐξέρχωνται διὰ τοῦ ἄλλου. Τὸ πλῆθος ἤκουσε τὴν διαταγὴν τοῦ δημάρχου, ἀντελήφθη καλῶς τῆς ἐννοίας της, καὶ ἔπραξεν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον τοῦ προσταττομένου. Τὰ φανέντα εἰς τὴν θάλασσαν μαυράδια, τὰ κινούμενα ὁλονὲν πρὸς τὴν διεύθυνσιν τοῦ βράχου, εἰς τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς πόλεως κατὰ τὲς Πλάκες, εἶχον πλησιάσει τόσον, ὥστε ἐφαίνοντο ἤδη ὅτι ἦσαν λέμβοι, πλέουσαι διὰ συντόνου κωπηλασίας πρὸς τὴν ξηράν, ὀγκώδεις καὶ μαυρίζουσαι ὑπεράνω τοῦ κύματος, πλήρεις ἀνθρωπίνου φορτίου. Μόλις ἡ πρώτη τούτων εἶχε φθάσει ἐντὸς βολῆς ἀπὸ τοῦ τελευταίου χθαμαλοῦ βράχου, κάτω εἰς τὸν Μύτικα, ἀνοικτὰ ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, καὶ μεγάλοι λίθοι καὶ χονδροὶ χάλικες καὶ βῶλοι χώματος ἤρχισαν νὰ ἐκσφενδονίζωνται πρὸς τὸ πέλαγος.
Ἡ πρώτη προφυλακὴ τοῦ ὄχλου εἶχε φθάσει κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἐπὶ τῶν ἁλικτύπων μαρμάρων, σιμὰ εἰς τὸ κῦμα, καὶ ἡ οὐραγία ἐσάλευεν ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὸ ὕψος τοῦ κρημνοῦ, ὑπεράνω τῆς στέγης τοῦ ἀρσανᾶ τῶν Μαθιναίων, ἀνάμεσα εἰς τὰ τελευταῖα σπιτάκια, τὰ κτισμένα σύρριζα εἰς τὸν βράχον. Βοὴ καὶ ἀλαλαγμὸς ἠκούετο, καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ πλήθους ἐκόχλαζε μετ᾽ ἀγρίων κραυγῶν βράζουσα, ἀπολυομένη ἐξ ἑκατοντάδων στομάτων μετὰ φρυαγμοῦ ὀργίλου, διαθέουσα μετὰ παφλασμοῦ τὰς τάξεις τοῦ ὄχλου καὶ κορυφουμένη μετ᾽ ἀφροῦ καὶ θολῆς ἄχνης ἐπάνω, εἰς τὸ ὕψος τοῦ βράχου. Ἐκ τοσούτων κραυγῶν ὀργῆς, μίσους καὶ ἀγωνίας διεκρίνοντο κάπου αἱ λέξεις «φονιάδες! φέρνετε τὴ χολέρα»· «θὰ μᾶς πεθάνετε!…» ὡς μικρὸν καταληπτὸν περιθώριον εἰς κατάμαυρον καὶ ἀκατανόητον σελίδα βιβλίου. Ἡ χάλαζα τῶν λίθων ἤρχισε νὰ πίπτῃ ἤδη ἄφθονος μετὰ πλαταγισμοῦ εἰς τὸ κῦμα, καί τινες τῶν λίθων ἀντήχησαν μὲ σκληρὸν δοῦπον πλήξασαι τὰς πλευρὰς τῆς βάρκας, ἐνῷ ἄλλοι δὲν ἀνέδωκαν ἀκουστὸν κρότον, ἀλλ᾽ ἔπεσαν κωφά, εἰς τοὺς βραχίονας καὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἐπιβαινόντων τῆς φελούκας. Ὁ κυβερνήτης τῆς πρώτης βάρκας ἐνόησε τότε ὅτι εἶχε βιασθῆ νὰ προτρέξῃ ὅλων τῶν ἄλλων λέμβων, καὶ διέταξε σία*. Οἱ κωπηλάται ἐσιάρισαν* καὶ δι᾽ ὀλίγων πρὸς τὰ ὀπίσω εἰρεσιῶν, ἡ φελούκα ἔφθασεν ἐκτὸς βολῆς ἀπὸ τὸν ἄκρον χθαμαλὸν βράχον τῆς ἀκρογιαλιᾶς.
Προφανῶς, ὁ κυβερνήτης τῆς λέμβου δὲν εἶχε παρατηρήσει τὴν κάθοδον τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ ἄκρον μάρμαρον τῶν Πλακῶν. Ἀναμφιβόλως, αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ἐπιβάται τῶν λέμβων, θὰ εἶχον ἀντιληφθῆ ἐκεῖ ὑψηλά, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ κρημνοῦ, τὴν παρουσίαν τοῦ πλήθους καὶ θὰ εἶχον ἀκούσει τὸν συγκεχυμένον θόρυβον. Ἀλλ᾽ ἡ πρωτοπορία τοῦ ὄχλου εἶχε κατέλθει διὰ κρυφοῦ κοχλιοειδοῦς μονοπατίου κάτω εἰς τὸν ἄκρον αἰγιαλόν, καὶ ἡ παρουσία τῶν ἀνθρώπων τούτων ἐκεῖ κάτω εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων ὀργυιῶν ἀπὸ τὴν πρώτην βάρκαν, τοὺς εἶχεν ἐξαφνίσει, ὡς πρᾶγμα ἀπρόοπτον, καὶ σχεδὸν μυστηριῶδες.
Ἡ πρώτη βάρκα, ἀφοῦ ἀνέκρουσε πρύμναν καὶ ἀπεμακρύνθη δέκα ὀργυιὰς παραπάνω, ἐστάθη κ᾽ ἐφαίνετο νὰ περιμένῃ τὰς ἄλλας συντρόφους της. Ἡ δευτέρα ἔφθασε πλησίον της μετ᾽ ὀλίγον, κ᾽ ἐστάθη εἰς τὸ πλάγι της. Φαίνεται ὅτι ἔστησαν συμβούλιον ἐκεῖ ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Αἱ ἄλλαι συντρόφισσαι λέμβοι ἔφθασαν μετ᾽ οὐ πολὺ πλησίον τῶν δύο πρώτων, καὶ τὸ συμβούλιον ἔγινε γενικώτερον, καὶ προσέλαβε τὸ κῦρος τῆς ὁλομελείας.
Ἡ ἀνακωχή, ἡ ἐπελθοῦσα εὐθὺς μετὰ τὴν πρώτην ἁψιμαχίαν, διήρκεσεν ἐπὶ πολύ. Ἔξω εἰς τὲς Πλάκες οἱ ἄνθρωποι συνεσώρευον λίθους καὶ βώλους γῆς καὶ ἄμμον, καί τινες σκληροὶ κρότοι ἠκούσθησαν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ εἰς τὰς τάξεις τοῦ πλήθους. Οἱ κρότοι οὗτοι ὡμοίαζον πολὺ μὲ τὸν κρότον ὑψουμένης σκανδάλης τουφεκίου ἢ πιστόλας. Εἰς τοὺς κρότους τούτους ἀπήντησαν ἄλλοι παραπλήσιοι κρότοι ὑπεράνω τοῦ κύματος, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰς λέμβους.
Φαίνεται, καὶ εἶναι ἑπόμενον, ὅτι ὑπῆρχον δύο γνῶμαι ἐπικρατέστεραι ἐπάνω εἰς τὰς λέμβους. Ἡ μία τούτων ἦτο ὅτι ὤφειλον νὰ ὑποχωρήσωσιν. Ἡ ἄλλη ἦτο ὅτι ἔπρεπε νὰ προβῶσι καὶ ἐπιχειρήσωσι τὴν ἀπόβασιν, ἀντὶ πάσης θυσίας. Ἐπειδὴ οἱ εἰσηγηταὶ ἀμφοτέρων τῶν γνωμῶν τὰς διεξεδίκουν πεισματωδῶς καὶ οὐδετέρα ὑπεχώρει εἰς τὴν ἑτέραν, τὸ συμβούλιον παρετείνετο ἐπὶ μακρόν.
Τέλος ἡ τόλμη ἐφάνη ὅτι ἐνίκησε τὴν φρόνησιν, καὶ αἱ λέμβοι ἤρχισαν νὰ κινῶνται ὅλαι ὁμοῦ, κατὰ μέτωπον πρὸς τὴν ξηράν. Τότε οἱ σκληροὶ κρότοι τῆς σκανδάλης ἐπληθύνθησαν, καὶ ἡ χάλαζα τῶν λίθων ἤρχισε νὰ πίπτῃ εἰς τὰ κύματα, πολὺ πρὶν αἱ λέμβοι φθάσωσιν ἐντὸς βολῆς.
Εἶτα μία φωνὴ ἠκούσθη:
― Μὴ ρίχνετε! μὴ ρίχνετε! μὴν πετᾶτε τὲς πέτρες στὸ γιαλό.
Ὁ οὕτω κράξας ἦτο ἐκεῖνος ὃν ἡ ἰδία νὺξ ἀνέδειξεν ἀρχηγόν της. Ὁ ὄχλος, τυφλὸς ἀπὸ τὸ σκότος καὶ τυφλὸς ἀπὸ τὸν θυμόν, εἶχε φθείρει μέγα μέρος τῶν πολεμεφοδίων του, πετῶν αὐτὰ ἀσκόπως. Ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἐξέφερε τὸ αὐθόρμητον ἐκεῖνο πρόσταγμα, προσέθηκε μετὰ σαρκασμοῦ:
― Εἶναι φόβος μὴ μολώσετε* τὴν θάλασσαν…
Ὁ λαὸς ἐνόησε τὴν σκέψιν του καὶ ἐσταμάτησε.
― Μὴ ρίξῃ κανένας, ἂν δὲν ρίξω ἐγώ, προσέθηκεν ὁ ἄνθρωπος.
Δὲν ἐχρειάζετο περισσότερον διὰ νὰ χρισθῇ ἀρχηγός. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἐκαλεῖτο Γιῶργος Δ. Καραγιῶργος, καὶ ἐφημίζετο ὡς αἰσθηματίας. Ἦτο βραχὺς τὸ σῶμα, μὲ ὀγκώδη κεφαλήν, μὲ πλατέα λάσια στήθη, μὲ τραχεῖαν ὄψιν βράχου ψημένην ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ τὴν ἅλμην τῆς θαλάσσης, καὶ μὲ χαίτην λέοντος φριξότριχα.
Αἱ λέμβοι ἐχώρουν βραδέως, ἄνευ ὁρμῆς, καὶ τοῦτο ἐφαίνετο παράδοξον, κατόπιν τῆς ἀποφάσεως τῆς βίας, ἣν ἐφαίνετο ὅτι εἶχον λάβει οἱ ἐπιβαίνοντες. Ἀλλὰ πράγματι ἀπεδείχθη κατόπιν ὅτι ἡ ληφθεῖσα ἀπόφασις ἦτο μεικτή τις. Διότι μόλις οἱ πρῶτοι λίθοι, ἀφοῦ ἔδωκε τὸ σημεῖον ὁ Καραγιῶργος, ἔπληξαν τὴν πρῷραν μιᾶς τῶν λέμβων, καθὼς αὗται εἶχον πλησιάσει, καὶ ἠκούσθη φωνὴ ἐκ μιᾶς τῶν λέμβων ἐκείνης ἥτις εἶχε πλησιάσει μεμονωμένη τὴν πρώτην φοράν.
― Σταθῆτε!
Ὁ Γιῶργος Καραγιῶργος ἐστράφη πρὸς τὸ πλῆθος καὶ ἐφώναξε:
― Μὴ ρίχνετε, παιδιά! ν᾽ ἀκούσωμε.
Ὁ κυβερνήτης τῆς πρώτης λέμβου, ὅστις εἶχεν ἔλθει εἰς τὴν πρῷραν καὶ διεκρίνετο ὀρθὸς ἱστάμενος, ἐπανέλαβε:
― Γιατί μᾶς πετροβολᾶτε, παιδιά; Ἐμεῖς δὲν ἤρθαμε νὰ σᾶς φέρουμε τὴ χολέρα.
Ὀλολυγμὸς ἀντήχησεν, ἀναιρῶν τὴν βεβαίωσιν ταύτην, ἐκ μέρους τοῦ πλήθους. Ἀφοῦ ὁ Γιῶργος Καραγιῶργος ἐπέβαλε μετὰ κόπου σιωπήν, ὁ ξένος ἐξηκολούθησεν:
― Εἴχατε τὸ δικαίωμα νὰ μᾶς βάλετε καραντίνα, μὰ δὲν ἔπρεπε νὰ μᾶς ἀφήσετε ν᾽ ἀποθάνουμε τῆς πείνας.
Νέος ὠρυγμὸς τοῦ ὄχλου ἀπήντησεν εἰς τὴν ζωηρὰν ταύτην ἔκφρασιν. Ὁ ξένος τὸ συνῃσθάνθη, κ᾽ ἐταπείνωσε τὸν τόνον του.
― Σᾶς παρακαλῶ, δὲν κατηγορῶ σᾶς, ἀλλὰ μερικοὺς ἄλλους… Ὁ λαὸς τί φταίει; Ὅσο φταῖμε μεῖς, ἄλλο τόσο καὶ σεῖς…
Ὁ ὄχλος ἤκουε σχεδὸν ἐν ἡσυχίᾳ.
― Θέλουν νὰ μᾶς βάλουν παραπάνω καραντίνα, ἂς μᾶς βάλουν. Ἔχουμε εἰκοσιδυὸ μέρες σωστές. Τώρα γυρεύουν νὰ κάμουμε ἄλλες δέκα. Ὅσοι ἀπὸ μᾶς ἔχουν τελειωμένες τὲς εἰκοσιδυὸ μέρες, καὶ ἔχουν καθαρισθῆ, νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ πᾶμε στὴ δουλειά μας, σὰ δὲ θέλουν νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ βγοῦμε ἔξω στὴν πολιτεία.
Ὁ λαὸς ἤκουε μετὰ ψιθυρισμῶν καὶ ἀμφιβόλων αἰσθημάτων.
―Ὅσοι κοντεύουν νὰ ἔχουν εἰκοσιδυὸ μέρες, ἂς τοὺς μεταφέρουν τὸ ἐλάχιστο στὰ κάτω Λαζαρέτα, γιὰ νὰ τοὺς εἶναι εὔκολο ν᾽ ἀγοράζουν ψωμί, καὶ νὰ μὴ πεθάνουν τῆς πείνας. Καὶ εἰς ὅσους δὲν ἔχουν λεπτὰ ν᾽ ἀγοράσουν ψωμί, τὸ Κουβέρνο πρέπει νὰ δώσῃ μικρὴ βοήθεια.
Ὁ Γιῶργος ὁ Καραγιῶργος ἤκουεν ἐν σιωπῇ καὶ σκέψει. Εἶτα, ὅταν ὁ ξένος ἐφάνη ὅτι εἶπεν ὅ,τι εἶχε νὰ εἴπῃ, τοῦ ἐφώναξεν:
―Ἐτελείωσες;
Ὁ ἄνθρωπος ἀπήντησεν:
―Ἐτελείωσα.
Ὁ Γιῶργος Καραγιῶργος ἔλαβε τὸν λόγον:
―Ἐὰν ἔχῃς, ἀδελφέ, τόσο εἰρηνικὰ αἰσθήματα, ποιά σου ἡ ἀνάγκη νὰ ᾽μβῇς καὶ σὺ καὶ οἱ ἄλλοι μὲς σ᾽ αὐτὲς τὲς βάρκες, ἅμα εἴδατε πὼς ἔκαμε παραέξω λιγάκι τὸ βασιλικό, νὰ κινήσετε νὰ ᾽ρθῆτε, νύχτα καὶ σκοτίδι*, γιὰ νὰ ξεμβαρκάρετε στὸ χωριό μας μὲ τὸ στανιό; Στὴν ἐξουσία τὰ λὲς αὐτὰ ἢ στὸ λαό; Καὶ τί φταίει ὁ λαός, καθὼς εἶπες; Ἡμεῖς ἐξουσία δὲν εἴμαστε γιὰ νὰ λάβωμε μέτρα. Καὶ ἂν σᾶς ἀφήνῃ τὸ Κουβέρνο νὰ πεθάνετε τῆς πείνας, καὶ δὲν σᾶς δίνῃ βοήθεια, τί φταίει τὸ χωριό μας, τί σᾶς φταίει ὁ πτωχὸς ὁ λαός; Ἡμεῖς ἐφωνάξαμε ὅλοι μὲ μία βοὴ ὅτι πρέπει νὰ περιποιηθοῦν καλὰ τοὺς ἀνθρώπους στὴν καραντίνα, καί, καθὼς φαίνεται, δὲν μᾶς ἄκουσαν. Δὲν λέγω πὼς τὸ κάνουν ἐπίτηδες, μὰ ἡ διοίκησις εἶναι ρωμέικη, τί τὰ θέλεις;
Ὁ Γιῶργος ὁ Καραγιῶργος ἐπῆρε τὴν ἀναπνοήν του καὶ εἶτα ἐξηκολούθησε:
― Τώρα εἶναι δίκιο Θεοῦ νὰ πατήσετε νύχτα στὸ χωριό μας, νὰ μᾶς δώσετε μεγάλο φόβο, τὸ φόβο ποὺ μπορεῖ νὰ γεννήσῃ τὴ χολέρα καὶ χωρὶς νὰ εἶναι χολέρα; Εἴτε τελείωσεν ἡ καραντίνα σας εἴτε ὄχι, πρέπει νὰ λάβετε ὑπομονή, ἀφοῦ ἡ ἀρχὴ λέγει ναὶ καὶ ὄχι, καὶ μεῖς καλὰ-καλὰ δὲ ξέρουμε ἂν ἦρθε ὁ καιρὸς γιὰ νὰ πάρετε πράτιγο. Γυρίστε ὄμορφα-ὄμορφα καὶ ἥσυχα-ἥσυχα στὸ νησὶ μέσα κ᾽ ἐγὼ σᾶς ὑπόσχομαι τὸ πρωί, σὰ ξημερώσῃ, νὰ πάρω τέσσερες βάρκες νὰ τὲς γεμίσω ψωμὶ καὶ κρέατα καὶ ρύζια καὶ νερὸ καὶ ρώμι καὶ κρασί, ὅλα δωρεά, ὅλα προσφορὲς ἀπὸ μέρους τοῦ φτωχοῦ λαοῦ, ποὺ θὰ σᾶς τὰ δώσῃ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά του…
Φωναὶ προθύμου ἐπιδοκιμασίας καὶ συναινέσεως ἠκούσθησαν ἀπὸ τὰς τάξεις τοῦ ὄχλου. Τὸ πλῆθος ἤρχισε νὰ συγκινῆται.
Ὁ Καραγιῶργος ἐξηκολούθησε:
― Νὰ σᾶς τὰ φέρω πρωὶ-πρωὶ στὸν κάβο τοῦ Ἁγίου Φλώρου, ἀπὸ μέρους τῆς φτώχειας, δῶρον εἰς τὴ φτώχεια, γιὰ νὰ περάσετε μιὰ μέρα καὶ ὣς τὴν ἄλλη μέρα αἱ ἀρχαί, πιστεύω, θὰ πάρουν ἀπόφαση νὰ σᾶς μεταφέρουν στὰ ἐδῶθε λαζαρέτα, ἢ νὰ δώσουν πράτιγο εἰς ὅσους ἀπὸ σᾶς ἔχουν εἴκοσι δύο μέρες σωστές.
Νέαι φωναὶ συγκινήσεως ἤχησαν ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ.
Αἴφνης, ἀπὸ τὴν δευτέραν βάρκαν, ἠκούσθη φωνὴ λέγουσα:
―Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ζητιάνοι, γιὰ νὰ μᾶς φέρῃς ψωμιὰ τουλόγου σου, νὰ μᾶς τὰ μοιράσῃς ψυχικό!
* * *
Δὲν εἶχον παραλείψει νὰ συμβουλευθῶσι τὸν ἰατρὸν Βίλελμ Βοὺντ οἱ πρωταίτιοι τοῦ κινήματος τούτου. Ἀλλὰ τὸν εἶχον συμβουλευθῆ ὄχι μὲ πεποίθησιν, ἀλλ᾽ ἁπλῶς διὰ τὸν τύπον, καὶ διὰ νὰ δύνανται νὰ λέγωσιν ἀργότερα, κατὰ τὴν παιδαριώδη ἀπολογητικὴν μέθοδον τοῦ ψευδομανοῦς ὄχλου, «ἐρωτήσαμε καὶ τὸ γιατρό». Ὁ κ. Βούντ, ὡς ἦτο ἑπόμενον, τοὺς ἀπέτρεψεν αὐστηρῶς νὰ μὴ τολμήσωσι καὶ τὸ κάμωσι, καὶ ὑπεσχέθη νὰ προσπαθήσῃ παντὶ σθένει ὅπως γίνῃ τακτικώτερος εἰς τὸ μέλλον ὁ ἐπισιτισμὸς καὶ ἡ ἄλλη ὑπηρεσία εἰς τὸν τόπον τῶν καθάρσεων. Αὐτὸς καὶ ἕως τότε δὲν ἔπαυσε νὰ φροντίζῃ καὶ νὰ γίνεται κακὸς μὲ ὅλας τὰς ἀρχὰς τῆς νήσου, κατακραυγάζων καὶ ἐλέγχων τὰ κακῶς γινόμενα, ἀλλ᾽ ἔπταιεν ἡ κακὴ διοίκησις.
Οἱ αὐτουργοὶ τοῦ κινήματος ἦσαν εἴκοσιν ἢ τριάκοντα ἄνθρωποι ἐκ τῶν πρώτων ἐλθόντων εἰς τὴν καραντίναν. Οὗτοι εἶχον διατρίψει ἤδη τρεῖς ἑβδομάδας εἰς τὸ ἔκτακτον λοιμοκαθαρτήριον. Ὑπῆρχον πράγματι πολλὰ καὶ ἀφόρητα δεινά. Ἡ κακὴ κατασκευὴ τῶν παραπηγμάτων, ἡ βραδύτης, ἡ ἀκρίβεια, καὶ ἡ κακὴ ποιότης τῶν τροφίμων, ὁ φόβος, ὁ συνωθισμὸς καὶ ἡ πνιγμονή, ἡ αἰσχροκέρδεια τῶν καπήλων καὶ μικρεμπόρων, ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ, καὶ εἰς ἐπίμετρον τὰ πρωτοβρόχια τοῦ φθινοπώρου, τὰ ὁποῖα εἶχον ἀρχίσει ραγδαῖα, καὶ τὰ πρῶτα ψύχη τοῦ πνεύσαντος εὐθὺς ὕστερον πρώτου βορρᾶ. Τὸ πλῆθος τῶν καθαριζομένων ἔπασχεν, ἐστέναζε καὶ ἐπνίγετο. Ὄχι ὀλίγους εἶχε θερίσει ἤδη ὁ Χάρος, τῇ βοηθείᾳ τῆς νόσου, τοῦ φόβου, τῶν στερήσεων, τῆς κακοπαθείας, καὶ ἄλλων θανασίμων ἐπικούρων.
Εἰς τὴν πρώτην τριακοντάδα τῶν συνωμοτῶν προσετέθησαν ἄλλοι τόσοι καὶ πλείονες, οἵτινες ἔλεγον ὅτι εἶχον συμπληρώσει εἴκοσι καὶ μίαν ἡμέρας καθάρσεως, ἀλλὰ πραγματικῶς δὲν εἶχον περισσοτέρας τῶν δεκαὲξ ἢ δεκαοκτὼ ἡμερῶν. Εἶτα καὶ ἄλλοι ἀκόμη οἵτινες περιφανῶς εὑρίσκοντο ἐκεῖ μόνον ἀπὸ δύο ἑβδομάδων. Ἀποχρῶσα ἐπιτήρησις δὲν ὑπῆρχεν, οἱ γέροντες καὶ ἀμελεῖς ἀπόμαχοι φύλακες ἔπασχον τὴν ὅρασιν ἢ ἔκλειον τὰ ὄμματα, καὶ κρυφὰ καὶ φανερὰ ἐπήρχετο συγκοινωνία μεταξὺ τῶν διαφόρων βαθμῶν τῶν καθαριζομένων.
Ὅλοι ὁμοῦ ἐζητοῦσαν νὰ πάρουν πράτιγο, ἐζητοῦσαν νὰ μετατεθῶσιν εἰς τὰ κάτω Λαζαρέτα, ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς δίδωνται εὐθηνὰ ἢ καὶ δωρεὰν τὰ τρόφιμα, δὲν ἤξευραν τί ἐζητοῦσαν. Μετὰ τὴν ἀποτροπὴν τοῦ ἰατροῦ, ᾐσθάνθησαν παροδικὴν ἀποθάρρυνσιν, καὶ τὸ σχέδιόν των τοὺς ἐφάνη ἄωρον ἀκόμη, ὅθεν ἐκοιμήθησαν ἥσυχα ἐπὶ μίαν νύκτα. Εἶτα τὴν ἄλλην ἑσπέραν τοὺς ἐφάνη ὅτι ὡρίμασεν αἰφνιδίως, καὶ ἐπειδὴ συνέβη ἐνωρὶς νὰ ἴδωσι τὴν βασιλικὴν ἡμιολίαν, ἥτις ἐστάθμευεν ἐκεῖ, ν᾽ ἀποπλεύσῃ ἔξω τοῦ λιμένος, ἕνεκα ἀκουσθείσης φήμης τινὸς περὶ πειρατείας καὶ ναυταπάτης εἰς τὰς βορείους ἐρημονήσους, εἶπον πρὸς ἑαυτοὺς ὅτι τώρα ἦτο καιρός. Τὴν ἰδίαν ἑσπέραν, οἱ συνωμόται ἔλαβον ἐννέα ἢ δέκα λέμβους, ἐπέβησαν ἐπ᾽ αὐτῶν ἄνδρες περὶ τοὺς ἑκατὸν εἴκοσιν, ἐπλατάγισαν μετὰ θορύβου τὰς κώπας πλήττοντες διὰ κραυγῶν τὰς ἠχούς, ἔπλευσαν ἀνοικτὰ πρὸς δυσμάς, διὰ νὰ εἶναι ἐκτὸς βολῆς ἀπὸ τῶν ὅπλων τοῦ στρατιωτικοῦ ἀποσπάσματος τοῦ σταθμεύοντος παρὰ τὸν Ἅγιον Φλῶρον καὶ εἶτα ἔβαλαν πλώρην εἰς τὲς Πλάκες, κατὰ τὸ ἀπόκεντρον δυτικὸν μέρος τῆς πόλεως.
Ὀφείλομεν χάριν τῆς ἀκριβείας νὰ προσθέσωμεν ὅτι ἡ ἁρμοδία ἀρχὴ εἶχε προκηρύξει ἀπ᾽ ἀρχῆς ὅτι μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας ἀκριβῶς, ἤτοι 21 ἡμέρας, θὰ ἐτύγχανον οἱ ἄνθρωποι ἐλευθέρας κοινωνίας, ἀλλ᾽ ὅταν συνεπληρώθη διὰ τοὺς πρώτους ἐλθόντας ὁ ἀριθμὸς οὗτος τῶν ἡμερῶν, ἐδίσταζε νὰ ἐκδώσῃ τὴν περὶ ἐλευθέρας κοινωνίας διαταγήν, καὶ ἐσκέπτετο ἂν ἔπρεπε νὰ μετατοπίσῃ τούτους εἰς τὰ Κάτω Λαζαρέτα. Φαίνεται δὲ ὅτι ὠφελούμενοι ἐκ τῆς ἀνακολουθίας ταύτης καὶ τῆς βραδύτητος οἱ τολμηρότεροι ἐκ τῶν μελετησάντων τὸ πρὸς ἀπόβασιν κίνημα, ἔπεισαν ἄλλους εὐπίστους μεταξὺ τοῦ πλήθους ὅτι τὸ ὑγειονομεῖον εἶχεν ἐκδώσει ἤδη τοιαύτην διαταγήν, καὶ ὅτι ἡ κοινοποίησις ταύτης παρανόμως ἀνεβάλλετο. Μὲ τὴν σφαλερὰν ταύτην πίστιν ἠκολούθησαν τοὺς πρωτουργοὺς οἱ πλεῖστοι τῶν ἐπιβάντων εἰς τὰς λέμβους.
Τὴν ἐπιοῦσαν πρωί, ὅταν ἡ θεια-Σκεύω ἠρώτα τὸν ἰατρὸν Βοὺντ νὰ μάθῃ τὸ αἴτιον τῆς νυκτερινῆς ταραχῆς, οὗτος ἐγνώριζεν ἤδη καὶ τὸ ἀποτέλεσμα.
― Φτηνὰ τὸ γλυτώσανε, νὰ πάρῃ ντιάολο! ἀπήντησεν ὁ κ. Βούντ. Πήγκανε στὴ γκειτονιά σου, στὲς Πλάκες, κάτω ἀπὸ τὸ βράχο γιὰ νὰ πατήσουν ποντάρι ἔξω…
―Ἀλήθεια! Παναγία μου! ὕστερα γιατρέ;
― Οἱ ἄλλοι χοντροκέφαλοι, οἱ ντικοί σας, ἤτελαν νὰ τοὺς τουφεκίσουν.
― Χριστὸς καὶ Παναγία! τί λές, γιατρέ;…
―Ὕστερα, κάποιος ντικός σας Καραγκιῶργκος, ἐγκύρευε νὰ τοὺς μονοιάσῃ, κ᾽ εἶπε νὰ φέρῃ βάρκες φορτωμένες καρβέλια ψωμὶ νὰ τοὺς μοιράσῃ νὰ φᾶνε.
―Ἀλήθεια; Καλὰ εἶπε. Καὶ γιατί δὲν τά ᾽φερε;
― Ὕστερα, πετάχτηκε ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς ἐντῶ, καὶ τοῦ λέει: «Ἐμεῖς ντὲν εἴμαστε ζητιάνοι, νὰ μᾶς ντώσῃς ψυχικὸ τουλόγκου σου».
―Ἀστοχιὰ στὸ λόγο του!
― Τότε οἱ ντικοί σας ἀγκρίεψαν περισσότερο, γιατὶ τοὺς ἐφάνη πὼς ἤτελαν νὰ ξεμπαρκάρουν στανικῶς, καὶ τὸ εἶχαν σίγκουρα πὼς θὰ τοὺς ἔφερναν τὴ χολέρα…
― Θεὸς νὰ φυλάῃ!
― Τότε ἄρχισαν νὰ πέφτουν οἱ πέτρες βροχὴ ἀπάνω στὲς βάρκες καὶ στὰ κεφάλια τῶν ἀντρώπων…
― Κύριε σῶσον!
―Ἀνάμεσα εἰς τὴ βροχὴ τῶν πετρῶν ἔπεσαν καὶ καμπόσες τουφεκιές…
― Τρομάρα! κ᾽ ἐσκοτώθηκε κανένας;
― Φτηνὰ τὴν ἐγκλύτωσαν, τὸ ντιάολο! Μόνον ντυὸ-τρεῖς τουφεκιὲς ἔπεσαν.
― Καὶ δὲν ἔπαθε κανένας; Δόξα σοι ὁ Θεός.
― Στὴν πρώτη τουφεκιά, ἡ μπάλα ἐσφύριξε κ᾽ ἔσβησε πάφ! στὴ θάλασσα, κ᾽ ἐπῆγε στὸ πάτο.
― Καλύτερα… Νὰ μὴν κακοπάθῃ κανένας χριστιανός.
― Ἡ δεύτερη τουφεκιὰ ἦτον χωρὶς μπάλα!
― Καλύτερα!
― Ἡ τρίτη… Δὲν ἐπῆρε, μοῦ φαίνεται, φωτιὰ τὸ τουφέκι…
―Ἄμποτε! Νὰ γλυτώνῃ ὁ Θεὸς τὸν κοσμάκη ἀπὸ κακιὰ ὥρα.
Ὁ ἰατρὸς ἐξηκολούθησεν ἀκόμη νὰ διηγῆται, καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ μέρος τοῦτο τοῦ λόγου ἐκάγχασε θορυβωδῶς, ὅτι καὶ αἱ γυναῖκες ἔλαβον μέρος εἰς τὴν μάχην, καὶ ὅτι διέπρεψαν εἰς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην ἡ Βγένα ἡ Ἀλαφίνα καὶ ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα καὶ ἡ Πεπεροὺ καὶ ἄλλαι. Τέλος, φθάσας ὁ δήμαρχος, κατώρθωσε διὰ μειλιχίου τρόπου νὰ εἰρηνεύσῃ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ν᾽ ἀποπέμψῃ τὰς λέμβους μὲ ὑποσχέσεις ταχείας ἐλευθέρας κοινωνίας καὶ βελτιώσεως ἐν γένει τῶν πραγμάτων.
Εἶτα ὁ κ. Βοὺντ ἤναψε τὸ τσιμπούκι του, ἐρρόφησε τὸν καφέν του, ἐκάπνιζε μακρὰς εἰσπνοάς, καὶ ἔβγαζεν ἀτελευτήτους ἕλικας καπνοῦ ἀπὸ τὸ στόμα.
― Τώρα ἦρταν ἐντῶ, οἱ βάρκες, τὸ ντιάολο! ἐπανέλαβε. Ταρρῶ πὼς τὰ τοὺς ντώσουν πράτιγκο σήμερα αὐτοὺς ποὺ ἔχουν εἰκοσιμία μέρες.
―Ἀλήθεια; κ᾽ ἡμεῖς;
― Τουλόγκου σου τέλεις ἀκόμα ντυὸ μέρες. Ἐγκώ, ἂν ἤτελα, ἔπαιρνα πράτιγκο ἀπὸ προκτές, μὰ τὰ κατίσω νὰ ἰντῶ τί ντιάολο τ᾽ ἀπογκίνῃ… Μεταύριο ἴσως πάρωμεν πράτιγκο μαζί.
― Πολλὴ ζωίτσα νά ᾽χῃς, γιατρέ.
* * *
Τὴν ἐπαύριον ἔδωκε τὴν ἄδειαν ὁ ἰατρὸς νὰ ἐξέλθῃ ὁ υἱὸς τῆς Σκεύως, ὅστις εἶχε δυναμώσει ἀρκετά. Τὴν τρίτην ἡμέραν, αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ του ἀνέβησαν εἰς τὸν λόφον, διὰ ν᾽ ἀποχαιρετίσωσι τὸν πάτερ Νικόδημον, καθόσον ἡτοιμάζοντο νὰ τύχωσιν ἐλευθέρας κοινωνίας, ἢ νὰ μετατεθῶσιν εἰς τὰ Κάτω Λαζαρέτα. Δὲν ἦτο βέβαιον ἀκόμη τί εἶχεν ἀποφασισθῆ τελειωτικῶς. Ὑποκάτω εἰς τὸν πεῦκον, ἀνάμεσα εἰς πυκνοὺς θάμνους καὶ ἀνακεκλιμένος ἐπὶ στρώματος ἀπὸ πτέριδας, ἐκάθητο δροσιζόμενος ὁ πάτερ Νικόδημος. Τὸ μέτωπόν του ἦτο κάθιδρον, ἐφόρει παλαιὸν ξεθωριασμένον ζωστικὸν μὲ δερματίνην ζώνην καὶ χωρὶς ράσον, καὶ εἰς τὴν ζώνην εἶχε περασμένον τὸ κλαδευτήρι του. Ἐπειδὴ δὲν τοῦ εἶχαν μείνει πλέον ἀρκεταὶ αἶγες ὥστε ν᾽ ἀπαιτῇ ἱκανὴν ἐργασίαν ἡ βόσκησις καὶ τὸ ἄρμεγμα αὐτῶν, εὕρισκε δουλειὰν καθαρίζων μέρος τοῦ ὀρμανίου καὶ θηλιάζων* ἀγριελαίας διὰ νὰ κάμῃ ἐλαιῶνα καὶ ἀγρόν.
Ἦτο δεκάτη ὥρα τῆς πρωίας. Ὁ ἥλιος ὑψοῦτο εἰς τὸ στερέωμα, καὶ ἡ θερμότης ηὔξανεν, ἀλλ᾽ ἀνάμεσα εἰς τοὺς πρασίνους θάμνους ἦτο δρόσος καὶ εὐωδία, καὶ τὸ φθινόπωρον, δευτέρα ἄνοιξις, ἤρχισε νὰ στολίζῃ μὲ λευκὰ ἀνθύλλια τοὺς τάπητας τῆς χλόης, παρὰ τὰς ρίζας τῶν σχοίνων.
Ἅμα εἶδεν ὁ Νικόδημος τὴν Σκεύω καὶ τὸν υἱόν της, ἐσηκώθη νὰ τοὺς ὑποδεχθῇ. Μὲ δύο παλαιὰ ράσα του, μὲ μίαν βελέντζαν καὶ μὲ μίαν κάπαν ἐσχημάτισε πρόσκαιρον σκηνήν, προσδέσας τὰ ἄκρα τῶν ὀθονῶν εἰς τοὺς χθαμαλωτέρους κλῶνας τοῦ πεύκου, καὶ ὑποστρώσας τρίτον ράσον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἔβαλε τὸν ἐν ἀναρρώσει ἀσθενῆ νὰ καθίσῃ, διὰ νὰ μὴ τὸν βλάψῃ ἡ δρόσος καὶ ὑγρασία τῶν δένδρων. Εἶτα καλέσας τὸν Ἀγκόρτζαν, τὸν διέταξε νὰ σφάξῃ τὸ μόνον κατσικάκι, τὸ ὁποῖον τοὺς εἶχε μείνει, διὰ νὰ φιλεύσουν τοὺς ἐπισκέπτας.
Ὁ Ἀγκόρτζας δὲν δυσηρεστήθη πολύ. Ἀφοῦ τόσα καὶ τόσα ἐρίφια τοῦ τὰ εἶχαν φάγει ἄνθρωποι ἄγνωστοι καὶ ξένοι, παρήγορον θὰ ἦτο νὰ ξεκοκκαλίσῃ καὶ αὐτὸς ἓν καλοψημένον καὶ ροδοκοκκινισμένον μηρίον ἀπὸ τοὺς ἱδρῶτάς του, ἀπὸ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν του.
Μετ᾽ ὀλίγον ἦλθε καὶ ὁ ἰατρὸς κ. Βίλελμ Βούντ. Ἔφθασεν ἀκριβῶς τὴν ὥραν ποὺ ἦτο ἕτοιμον τὸ κοκορέτσι. Διότι ὁ Ἀγκόρτζας εἰς ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας εἶχε θυσιάσει τὸ μικρὸν ἐρίφιον, τὸ εἶχε γδάρει καὶ ξεκοιλιάσει, τὸ εἶχε περάσει εἰς τὴν σούβλαν καὶ εἶχεν ἀνάψει πῦρ.
Ὅταν ἐκομίσθη ἡ σούβλα μὲ τὸ κοκορέτσι, ὁ ἰατρὸς ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην του παγούριον μὲ ρούμι καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν πάτερ Νικόδημον νὰ εὐλογήσῃ, ἔπιε καὶ αὐτός, κατέπιε μικρὰν δόσιν καὶ ἡ Σκεύω καὶ ὁ υἱός της, καὶ τὸ ὑπόλοιπον ἐδόθη εἰς τὸν Ἀγκόρτζαν.
― Τὰ μᾶς παίξῃς τὴν γκάιντα σήμερα, εἶπεν ὁ ἰατρός· γι᾽ αὐτὸ ἦρτα.
Ὁ Ἀγκόρτζας ἔκρυπτεν ἐπιμόνως τὸ πρόσωπόν του ὄπισθεν τοῦ πλατέος κορμοῦ τοῦ πεύκου, καὶ ἐσυστέλλετο νὰ ὁμιλήσῃ. Ὁ πάτερ Νικόδημος ἀπήντησεν ἀντ᾽ αὐτοῦ ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν γίνονται κατὰ παραγγελίαν, καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ κανεὶς κέφι.
Εὐθὺς ὕστερον παρετέθη χαμαὶ ἐπὶ στρώματος ἀπὸ φτέρες τὸ ψητὸν ἐρίφιον. Ὁ μοναχός, ὁ ἰατρὸς καὶ ἡ Σκεύω μετὰ τοῦ υἱοῦ της ἐκάθηντο παρὰ τὴν ρίζαν τοῦ πεύκου ἔμπροσθεν τῆς προχείρου σκηνῆς, τὴν ὁποίαν εἶχε κατασκευάσει ὁ Νικόδημος. Ὁ Ἀγκόρτζας ἐκάθητο κρύπτων τὴν κεφαλήν του ὄπισθεν τοῦ κορμοῦ, καὶ ἦτο ὁρατὸν μόνον τὸ ἓν γόνυ του καὶ ἡ κνήμη του καὶ ὁ ἕτερος τῶν ὤμων καὶ ἡ πλευρά του. Μετὰ τὴν τρίτην γύραν τῆς φλάσκας, ἀφοῦ ἐδόθη ἐντὸς μεγάλου φλασκίου τὸ τρίτον τοῦ περιεχομένου της εἰς τὸν Ἀγκόρτζαν, οὗτος ἔκαμε τέλος κέφι, καὶ ἀπεφάσισε νὰ ὁμιλήσῃ εἰς τὸν ἰατρόν, κρυπτόμενος πάντοτε ὄπισθεν τοῦ κορμοῦ τοῦ πεύκου.
― Τοὺ χατίρ᾽ σ᾽ εἶναι μιγάλου, ἁπ᾽ μ᾽ οὑρίζεις, γιατρέ… Τώρα θὲ πάου κάτου στοὺ μαντρί, κὶ θὲ μ᾽ ἀκούσῃς…
Ἐσηκώθη, ἐπήδησεν ὡς ἀγρίμιον ἀπὸ κλάδου εἰς κλάδον, καὶ μετ᾽ ὀλίγα πηδήματα εὑρέθη εἰς ἀπόστασιν πολλῶν βημάτων, εἰς τὸ χαμηλότερον ὑπήνεμον μέρος, ὄπισθεν τῶν ὑψηλῶν θάμνων ὅπου ἦτο ἡ μάνδρα.
Μετ᾽ ὀλίγας στιγμὰς ἠκούσθησαν σπαρακτικοὶ οἱ τραχεῖς φθόγγοι τῆς γκάιδας πλήττοντες τὰς εἰρηνικὰς ἠχούς, βωβαίνοντες τὸ μελῳδικὸν σύριγμα τῆς αὔρας, τῆς φυσώσης τοὺς κλῶνας τοῦ μεγάλου πεύκου.
―Ἀκοῦς, γιατρέ; εἶπεν ὁ Νικόδημος.
― Τ᾽ ἀκούω, τὸ ντιάολο! καὶ σὺ ταρροῦσες πὼς τ᾽ ἀργήσῃ τὸ Ἀγκόρτζα νὰ κάμῃ κέφι… Ἔτσι μ᾽ ἀρέσουν ἐμένα οἱ ἄντρωποι, νὰ εἶναι εὔτυμοι.
Ἤναψε τὸ τσιμπούκι του, καὶ ἐκβάλλων μεγάλας τολύπας καπνοῦ ἀνεκλίθη ἐπὶ τοῦ ὄχθου πρὸς τὸν κορμὸν τοῦ δένδρου, πλαταγίζων τὰ χείλη, ἀκούων τοὺς ἤχους τοῦ ἀρχετύπου ὀργάνου, μειδιῶν, βλέπων ἐπάνω καὶ ρεμβάζων πρὸς τὸ βαθυπράσινον καὶ ψιθυρίζον ὑπὸ τῆς αὔρας φύλλωμα τοῦ πεύκου.
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, παρατεταμένος μιαουρισμὸς ἠκούσθη ὄπισθεν τῶν θάμνων. Ὁ Νικόδημος ἀνεγνώρισε τὴν φωνήν, ἐστράφη ζωηρῶς καὶ εἶδε τὴν γάτταν του, μαύρην καὶ παχεῖαν ἀπὸ τοὺς ἀρουραίους μῦς τοὺς ὁποίους ἐθήρευε πολυπληθεῖς καθ᾽ ἑκάστην.
― Μπαμπή! Μπαμπή! ἔκραξεν ὁ Νικόδημος· ἔλα δῶ! ψί, ψί, ψί!
― Τί; τὴν ηὗρες, βλέπω τὴν γάττα σου, καθὼς ἦρθες ἐδῶ ἀπάνου στὸ βουνάκι, γερο-Νικόδημε; εἶπεν ἡ Σκεύω.
― Πρώτη φορά, βλοημένη, εἶναι… Τώρα μοῦ ἔρχεται, εἶπεν ὁ Νικόδημος.
Ἡ Μπαμπὴ ἐπλησίασε τρέχουσα, ρίπτουσα δύσπιστα βλέμματα εἰς τοὺς ξένους, καὶ διευθυνομένη πρὸς τὸν κύριόν της. Ὁ Νικόδημος τῆς ἔρριψεν ἄφθονα κόκκαλα μετὰ κρέατος, καὶ ἡ Μπαμπὴ ὥρμησε, τὰ ἥρπασε καὶ ἀπεμακρύνθη ὀλίγα βήματα.
― Βαρέθηκε ἡ καημένη νὰ τρώγῃ ὅλο ἀγρομερινὸ κυνήγι, εἶπεν ὁ Νικόδημος, καὶ σὰν τῆς ἐμύρισε ποὺ ψήσαμε τὸ κατσίκι, ἦρθε νὰ πάρῃ τὸ μερτικό της.
Εἰς τὴν παρατήρησιν τοῦ μοναχοῦ ἀπήντησεν ἡ φωνὴ τοῦ παραγυιοῦ του, ὅστις εἶχε διακόψει πρὸς στιγμὴν τὸ μέλος του, καὶ εἶχεν ἀντιληφθῆ τὸ τί συνέβη.
― Δὲν εἶναι τόσου γιὰ τὸ κατσίκι, πάτερ Νικόδημε! ἔκραξεν ὁ Ἀγκόρτζας· μυρίστηκε, πὼς φεύγ᾽ ἡ ξενούρα καὶ πὼς θὰ μείνουμι μοναχοί μας, κ᾽ ἦρθι κι αὐτήνη νὰ μᾶς βρῇ γιὰ νὰ μᾶς κάμ᾽ συντροφιά.
* * *
Τὴν ἐπιοῦσαν ἀπῆλθον ἐκ τῆς μικρᾶς νήσου ὁ ἰατρὸς Βίλελμ Βούντ, ἡ Σκεύω καὶ ὁ υἱός της. Μετὰ μίαν δ᾽ ἑβδομάδα τὰ τελευταῖα καθαρισθέντα πλοῖα ἀπέπλευσαν ἐκ τῆς νήσου, καὶ ὁ πάτερ Νικόδημος ἐπανεῦρε τὴν προσφιλῆ μοναξίαν του.