Μώλος ή Παλαιός Μώλος |
|
(2:542, 2:623, 4:19, 4:21, 4:72) |
“Ἅμα δ᾽ ἔφθανέ τις εἰς τὸν βαθμὸν νὰ δίδῃ κατ᾽ ἀρχὰς παλούκια, εἶτα βουτιὰ ἀπὸ τὸν μέγαν Κάππαριν, τότε πλέον ἐξεσκολοῦσε ἀπὸ τὲς Πλάκες, ἀπὸ τὸν Μῶλον, ἀπὸ τὸ Κοχύλι καὶ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κολπίσκους καὶ τοὺς βράχους τῆς ἀκρογιαλιᾶς, καὶ ὤφειλε τοῦ λοιποῦ νὰ ἐκτελῇ ἐπιδρομὰς εἰς τὰ καράβια, ν᾽ ἀναρριχᾶται διὰ τῶν πλευρῶν ἢ τῶν ἁλύσεων εἰς τὸ κατάστρωμα, ν᾽ ἀνέρχηται διὰ τῶν ἐξαρτίων εἰς τὰς κεραίας καὶ νὰ δίνῃ ἀπὸ τὸ μπαστούνι* κατ᾽ ἀρχάς, εἶτα ἀπὸ τὸν τρίγκον* καὶ τελευταῖον ἀπὸ τὸν παπαφίγκον*.”
“Τί εἶναι; Τί εἶναι; ― Εἰς τοὺς πρώτους ἐλθόντας ὁ μπαρμπα-Λάζαρος ἐπρόφθασε νὰ δείξῃ δι᾽ ἀφώνου νεύματος τὰ μαῦρα σημεῖα τὰ ὁποῖα εἶχε παρατηρήσει πρὸ μικροῦ μεγεθυνόμενα, καὶ τὰ ὁποῖα, ὁλονὲν κινούμενα πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος τοῦ λιμένος, ἐπλησίαζον ἤδη νὰ κρυφθῶσιν ὄπισθεν τῆς γωνίας τῆς πόλεως, τὴν ὁποίαν σχηματίζει ἡ προεξοχὴ τῆς συνοικίας τῆς Σπηλιᾶς καὶ τοῦ Μώλου.”
(Αποσπάσματα από το “Βαρδιάνος στα Σπόρκα”)