Τρεις Ιεράρχαι, Τρεις Ιεράρχοι |Άι-Γιάννης |
|
(2:259, 2:261, 2:268, 2:356, 2:425, 2:621-2, 2:647, 3:123, 5:199, 5:202, 5:208, 5:210, 5:333) |
|
"Τὴν πρώτην εἴδησιν ἔδωκεν ὁ Λάζαρος ὁ Γκέγκες, ὁ κλητὴρ τῆς δημαρχίας, ἰσόβιος ἀρχηγὸς τῆς νυκτερινῆς πολιτοφυλακῆς, παίρνων τοὺς περισσοτέρους ὕπνους του δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους ἐπὶ τῆς μπαγκέτας, ἔμπροσθεν τοῦ καφενείου τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη, ἐπὶ τῆς πεζούλας, ὑπὸ τὴν μεγάλην συκαμινιὰν ἔμπροσθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ Δημητριάδη, καὶ ἐνίοτε ὑπὸ τὰς κολώνας τοῦ ἀφράκτου νάρθηκος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν."
"Τότε δὲν ἐδίστασε πλέον, καὶ ὕψωσε τὸ φέσι του πρὸς τὰ ἐπάνω, ἔστριψε πρὸς τὰ ἄνω τὸν μακρὸν καὶ παχὺν μύστακά του, καὶ ἀφοῦ ἔστειλεν ἕνα τῶν ἀνθρώπων μυστηριωδῶς νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν δήμαρχον, αὐτὸς διηυθύνθη πρὸς τὸν ναὸν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, καὶ κρεμασθεὶς εἰς τὸ σχοινίον τοῦ κωδωνοστασίου, ἤρχισε νὰ σημαίνῃ θορυβωδῶς καὶ παρατεταμένως τὴν μεγάλην καμπάναν."
(Απόσπασμα από το "Βαρδιάνος στα Σπόρκα")