Τσουγκριάς, Μικρός, Μεγάλος (νήσος της Ευαγγελίστριας)

[νήσος] Τσουγκριάς, Μεγάλος (νήσος της Ευαγγελίστριας)

{αναφέρονται μαζί στον Π.Τ. – Μικρός, Μεγάλος (νήσος της Ευαγγελίστριας)}

Geotag Icon Show on map

(2:95, 2:97, 2:99, 2:545, 2:550-1, 2:555, 2:563, 2:567-70, 2:573, 2:576, 2:604, 2:626, 2:627)

 

“Εἶτα ἐγύρισε πρὸς τὸ μικρὸν παραθυράκι της, τὸ βλέπον εἰς τὴν θάλασσαν κ᾽ ἔρριξε βλέμμα εἰς τὸ πέλαγος, καὶ βλέπει… διότι ἂν καὶ γραῖα εἶχεν εὐτυχῶς ἀκμαίαν τὴν ὅρασιν, ―ἀντικρύ, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο νησιὰ τὰ καλούμενα Μικρὸς Τσουγκριᾶς καὶ Μεγάλος Τσουγκριᾶ― ὤ, τί νὰ ἰδῇ; ἕνα καράβι ἀραγμένο.”

“― Εἶπαν πὼς θελὰ κάμουν τὸν Τσουγκριᾶ λαζαρέτο, ἀπήντησεν ὁ Γιῶργος.
― Τότε τὸ καράβι εἶναι σπόρκο*;”

“Ὁ δήμαρχος τὴν προτεραίαν εἶχε κηρύξει ἐπιχόλερον τὴν νῆσον Μεγάλον Τσουγκριᾶν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχον καταπλεύσει χθὲς δύο ἢ τρία τρεχαντήρια καὶ βρατσέραι ἐξ ἐπιχολέρων μερῶν. Τὰ πλοῖα ταῦτα ἦσαν ἀραγμένα ἐντὸς τοῦ ὅρμου τοῦ Ἁγίου Φλώρου, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἦσαν ὁρατὰ ἀπὸ τῆς πολίχνης.”

“Ὁ δήμαρχος εἶχε κηρύξει χθὲς ἐπιχόλερον τὴν νῆσον Τσουγκριᾶν. Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, ὅστις ἔλειπεν ἀπὸ προχθές, δὲν τὸ ἤξευρε, καὶ εἶχε προσεγγίσει εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, εἶχεν ἀποβιβασθῆ μάλιστα ἐπάνω εἰς τὴν μικρὰν νῆσον.”

“― Βγάζουνε στὴ δημοπρασία τὴν ξυλικὴ γιὰ τὰ παραπήγματα, εἶπε.
― Ποιὰ παραπήγματα; εἶπεν ἡ θεια-Γερακίνα.
― Νά, παράγκες θὰ φτιάσουνε μέσα στὸν Τσουγκριᾶ.”

“Ἐκτὸς τοῦ ὑπάρχοντος λαζαρέτου εἰς τὴν νῆσον, διετάχθη νὰ γίνῃ προσωρινὸν ἔκτακτον λαζαρέτον ἡ ἐρημόνησος Τσουγκριᾶς, ἀνατολικομεσημβρινῶς κειμένη, παρὰ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος. Τὸ ἔκτακτον τοῦτο λαζαρέτον ὠνόμαζόν τινες λοιμοκομεῖον, ἐνῷ τὸ ἄλλο, τὸ σύνηθες, ἦτο λοιμοκαθαρτήριον.”

“Ἕως τώρα εἶχον φθάσει δύο τρία μεγάλα πλοῖα καὶ πέντε ἢ ἓξ μικρά, εἰς τὸν Τσουγκριᾶν. Ἐπεριμένοντο ὅμως καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα… Ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου Τσουγκριᾶ ὀλίγιστα ὑπῆρχον καταλύματα, δύο ἢ τρία κελλία πρὸς χρῆσιν τῶν καλογήρων ―διότι ἡ νῆσος ἦτο ἀφιέρωμα εἰς τὴν Παναγίαν (ἦτο κτῆμα τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ)― καὶ ἐπειδὴ θὰ ἐχρειάζοντο ὑπόστεγα διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιβατῶν, ὅσοι ἦτο πιθανὸν νὰ ἔλθωσι, καὶ ἐπειδὴ ἐμέσαζεν ἤδη ὁ Αὔγουστος καὶ ἐπλησίαζαν τὰ πρωτοβρόχια, διὰ τοῦτο ἡ Κυβέρνησις διέταξε κατεπειγόντως νὰ κατασκευασθῶσι παραπήγματα ἐπὶ τῆς μικρᾶς νήσου, διὰ νὰ εὕρωσι στέγην ὅσοι θὰ ἤρχοντο δυστυχεῖς ἀπὸ τὰ χολεριασμένα μέρη, φεύγοντες τὴν φοβερὰν νόσον.”

“Ἀληθινά, δὲν τῆς ἐκαλοφάνη τῆς γριᾶς Σκεύως, ὅταν ἔμαθε τὴν νέαν εἴδησιν, ὅτι ὁ ὑιός της ἔμελλε λοιπόν, ὅταν ἔλθῃ ―διότι θὰ ἤρχετο, σίγουρα, αὐτὸ ἡ γρια-Σκεύω τὸ ἐπίστευεν ἀκραδάντως― νὰ διατρίψῃ εἴκοσι μίαν ἡμέρας εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, καὶ ἄλλας ἕνδεκα εἰς τὰ Λαζαρέτα, σωστὰς τριανταδύο ἡμέρας καραντίνα.”

“Ἡ γραῖα Σκεύω διετήρει, μία ἐκ τῶν ὀλίγων πράγματι εὐαισθήτων γυναικῶν, τὰς ἀναμνήσεις ταύτας, τὰς ὁποίας ἀκροθιγῶς ὑπῃνίχθημεν ἐν τῷ προηγουμένῳ κεφαλαίῳ, καὶ δὲν τῆς ἐκαλοφάνη, εἴπομεν, ὅταν ἔμαθεν ὅτι ὁ υἱός της θὰ διέτριβεν εἴκοσι μίαν ἡμέρας μέσα εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, καὶ ἄλλας ἕνδεκα εἰς τὰ νέα λαζαρέτα. Δὲν θὰ ἠδύνατο πλέον νὰ γεμίζῃ τὸ εὔπλεκτον κομψὸν καλαθάκι της μὲ οἰκιακὰ δῶρα διὰ τὸν υἱόν της, ὅπως τὸ ἐγέμιζε τὸ πάλαι διὰ τὸν σύζυγόν της. Δὲν θὰ ἠδύνατο τὸ βράδυ-βράδυ, ὅταν θὰ ἐχαμήλωνεν ὁ ἥλιος ἕως τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, νὰ σηκωθῇ νὰ πάρῃ γεμᾶτον τὸ καλαθάκι της, καὶ νὰ ὑπάγῃ, τὸ γιαλὸ-γιαλό, τὴν ἄμμο-ἄμμο πέραν εἰς τὸν μέγαν ἀρσανὰν τῆς πόλεως, σιμὰ εἰς τὴν λίμνην, ἀντικρὺ εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, διὰ νὰ φέρῃ τὸ καλαθάκι της εἰς τὸν υἱόν της. Τώρα θὰ ἐχρειάζετο νὰ κάμῃ φτερά, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, εἰς τὴν νῆσον τῆς Εὐαγγελίστρας, πρὸς τὸ πέλαγος, διὰ νὰ φέρῃ τὸ καλαθάκι της εἰς τὸν υἱόν της.”

“Διότι οἱ πορθμεῖς καὶ οἱ λεμβοῦχοι, οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ καιροῦ, θὰ τὴν ἔσκωπτον σκληρῶς καὶ θὰ τὴν ἐπεριγέλων, ἐὰν τοὺς παρεκάλει νὰ τὴν πάρωσιν εἰς τὴν φελούκαν των, ὅπως τὴν φέρωσιν εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, νὰ ἴδῃ ἀπὸ μακρὰν τὸν υἱόν της.”

“― Θεια-Σαβουρόκοφα! ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος στὸν Τσουγκριᾶ, ἀπὸ χολέρα!”

“Τότε τὰ νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια τοῦ τόπου δὲν ἤρκεσαν πλέον καὶ δὲν ἐκρίθησαν κατάλληλα διὰ τὸν σκοπὸν τῶν καθάρσεων, καὶ διετάχθη πρὸς τοῖς ἄλλοις νὰ συσταθῇ ἔκτακτον λοιμοκαθαρτήριον ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου Τσουγκριᾶ.”

“Περὶ τὰ μέσα τοῦ Αὐγούστου, ὁ ἀριθμὸς τῶν βρικίων, καὶ μεγάλων σκουνῶν, τῶν καθαριζομένων περὶ τὴν νῆσον Τσουγκριᾶν, ἀνῆλθεν εἰς πεντήκοντα, καὶ τὰ μικρὰ καΐκια ὑπερέβησαν τὰ ἑκατόν. Τὰ ἑκατὸν πεντήκοντα ταῦτα πλοῖα εἶχον φέρει πλείονας τῶν τρισχιλίων ἐπιβατῶν, ἐκτὸς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πληρωμάτων. Ἔξω, εἰς τὸν Τσουγκριᾶν μεγάλη δραστηριότης ἐπεκράτει.”

“Ὁ Ἀλέξης τὸ Παποράκι ἔκαμνε πέντε καὶ ἓξ ταξίδια καθ᾽ ἑκάστην, μεταξὺ τῆς πολίχνης καὶ τοῦ Τσουγκριᾶ. Ἦτο ἀκούραστος.”

«Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος στὸν Τσουγκριᾶ ἀπὸ χολέρα…»

“Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἀπὸ τὸ μέγα θανατικὸν ἐσώθησαν μόνον δύο ὄρνιθες, ἡ Πιτσινὴ καὶ ἡ Κοτσινή, τὰς ὁποίας ὁ πάτερ Σισώης παρέδωκε δι᾽ ἀσφάλειαν εἰς τὸν πάτερ Νικόδημον, τὸν ἐπίτροπον τῆς Μονῆς εἰς τὸ μετόχιον τῆς νήσου Τσουγκριᾶ.”

“― Νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ χολεριασμένοι ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ, γιὰ νὰ πάρουν πράτιγο* μὲ τὸ στανιό;”

“― Ποιός! Οἱ χολεριασμένοι ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ.”

“― Τὰ καράβια τὰ χολεριασμένα ἔρχονται ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ… Πενῆντα κομμάτια καράβια!”

(Αποσπάσματα από το “Βαρδιάνος στα Σπόρκα”)