Κατεργάκι |
|
(2:541-2, 2:629) |
“Εἰς μῆκος πεντακοσίων βημάτων πρὸς τὸ πέλαγος ἐξηπλοῦντο, προκύπτουσαι ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, οἱ Πλάκες, μακρὸς λαιμὸς ἐντὸς τῆς θαλάσσης, ἀπολήγων ἔνθεν καὶ ἔνθεν εἰς τὸν Μεγάλον Κάππαριν, εἰς τὸν Μικρὸν Κάππαριν, εἰς τὸν Μύτικα, καὶ εἰς τὸ μονῆρες καὶ πελαγωμένον Κατεργάκι, τὰ μὲν ὑψηλοὺς ὀρθίους βράχους, τὰ δὲ μάρμαρα χθαμαλά, ἁλίπληκτα, πότε λουόμενα εἰς τὸ κῦμα, πότε θερμαινόμενα εἰς τὸν ἥλιον.”
“Ὁ ἀρχάριος ὤφειλε κατ᾽ ἀρχὰς νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὴν Βεργούλα, μικρὸν βράχον μόλις ἀνίσχοντα τῆς θαλάσσης· ἀκολούθως, ἅμα ἔπλεε καλῶς καὶ ἠδύνατο νὰ φθάνῃ εἰς τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρεῖς ὀργυιὰς ἀπὸ τὲς Πλάκες, καὶ εὑρίσκετο εἰς νερὰ δύο ὀργυιῶν βάθους, τοῦ ἐπετρέπετο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἦτο κατά τι ὑψηλότερον τοῦ πρώτου βράχου.”
“Μόλις ἡ πρώτη τούτων εἶχε φθάσει ἐντὸς βολῆς ἀπὸ τοῦ τελευταίου χθαμαλοῦ βράχου, κάτω εἰς τὸν Μύτικα, ἀνοικτὰ ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, καὶ μεγάλοι λίθοι καὶ χονδροὶ χάλικες καὶ βῶλοι χώματος ἤρχισαν νὰ ἐκσφενδονίζωνται πρὸς τὸ πέλαγος.”
(Αποσπάσματα από το “Βαρδιάνος στα Σπόρκα”)