[ακτή] Λαλαριάς |
|
(2:574, 2:585, 2:587) |
“Παρελάμβανε τὸ μεγαλύτερον μέρος τῶν ἐμπορευμάτων, τῶν κομιζομένων ἡμερησίως ἀπὸ τὴν ἀκτὴν τοῦ Ἁγίου Φλώρου, καὶ τὰ μετέφερεν εἰς τὸν ἄλλον κάβον, παρὰ τὸν Λαλαριᾶν, ὅπου ἦσαν τὰ παραπήγματα.”
“Πλησίον ἐκεῖ ἐπὶ τῆς αὐτῆς πεδιάδος, ἐκεῖ ὅθεν ἤρχιζε τὸ χόρτον νὰ φύεται, καὶ θάμνοι νὰ ἕρπωσιν, ἀπὸ τὸν Λαλαριᾶν καὶ ἄνω, ἐφαίνοντο πέντε ἢ ἓξ πρόχειροι σκηναί, μὲ παλαιὰ καραβόπανα, μὲ κώπας καὶ μὲ κοντάρια κατασκευασθεῖσαι.”
“Οὐ μακρὰν τοῦ Λαλαριᾶ ἐλθοῦσα ἠγκυροβόλησεν ἡ φελούκα τοῦ Γιάννη τοῦ Μπρίκου.”
(Αποσπάσματα από το “Βαρδιάνος στα Σπόρκα”)