Λαζαρέτα {λοιμοκαθαρτήρια} |
|
{στον Π.Τ. δεν διαχωρίζονται τα παλαιά από τα νέα} – (2:563-5, 2:632-5, 2:637) |
|
“Ἀληθινά, δὲν τῆς ἐκαλοφάνη τῆς γριᾶς Σκεύως, ὅταν ἔμαθε τὴν νέαν εἴδησιν, ὅτι ὁ ὑιός της ἔμελλε λοιπόν, ὅταν ἔλθῃ ―διότι θὰ ἤρχετο, σίγουρα, αὐτὸ ἡ γρια-Σκεύω τὸ ἐπίστευεν ἀκραδάντως― νὰ διατρίψῃ εἴκοσι μίαν ἡμέρας εἰς τὸν Τσουγκριᾶν, καὶ ἄλλας ἕνδεκα εἰς τὰ Λαζαρέτα, σωστὰς τριανταδύο ἡμέρας καραντίνα. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τοὐλάχιστον, ὅταν ἤρχετο ἀπὸ τὸ ταξίδι ὁ καπετὰν Γιαλής, ν᾽ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του, ἔκαμνεν ἕνδεκα ἡμέρας, ἢ δεκατέσσαρας ἡμέρας, ἢ καὶ τρεῖς ἑβδομάδας εἰς τὰ Λαζαρέτα, ὄχι εἰς αὐτὸ τὸ νεώτερον κοινὸν λαζαρέτο, ἀλλ᾽ εἰς τὰ παλαιὰ Λαζαρέτα, σιμὰ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, καὶ τότε ἡ Σκεύω, μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες, καπετάνισσες ἢ ἄλλες ὁποὺ εἶχαν τοὺς ἄνδρας των ἢ τοὺς συζύγους των εἰς τὴν καραντίναν, ἔτρεχε κάθε βράδυ εἰς τὴν καραντίναν, καὶ ὅλαι εἶχαν τὰ κοφινάκια των γεμᾶτα.”
“Τὰ σταφύλια ἐκομίζοντο εἰς τὰ Λαζαρέτα, εἰς τὸ πεῖσμα τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ ἰατροῦ, ὅστις δὲν ἤξευρε τί ἔλεγε. Νὰ εἶναι κλεισμένοι οἱ ἄνθρωποι, φυλακωμένοι μέσα εἰς τὰ πλοῖα, ἐπὶ ἑβδομάδας, Αὔγουστον μῆνα, καὶ νὰ μὴν ἔχουν σταφυλάκι νὰ βρέξουν τὸ στόμα των! Καὶ ποῦ τὸ ηὗρε γραμμένο; Λέει πουθενά, στὸ γιατροσόφι μέσα, ὅτι πρέπει νὰ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ ἕνα κακὸ διὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸ ἄλλο; ― Καὶ ἔφθαναν κάθε βράδυ, βασίλευμα ἡλίου, αἱ γυναῖκες, πέρα στὰ Λαζαρέτα, ἀντικρὺ τοῦ χωρίου, ἐκεῖθεν τῆς λίμνης καὶ τοῦ ναυπηγείου, σιμὰ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον.”
“Πρὸ τεσσαρακονταετίας σχεδόν, ἡ Κυβέρνησις ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ παλαιὸν λαζαρέτον, τὸ ὁποῖον ἦτο εἰς τὸν μυχὸν τοῦ ἀνατολικοῦ λιμένος, καὶ διέταξεν νὰ κτίσωσι νέα λαζαρέτα μεσημβρινότερον ἐπὶ τῆς αὐτῆς παραλίας, ἓν περίπου μίλιον ἀπώτερον, πρὸς τὸ ἀνατολικὸν στόμιον τοῦ λιμένος. «Ἀπὸ Θεὸ κι ἀπ᾽ ἀφεντιὰ»* τὰ νέα λαζαρέτα ἐκτίσθησαν, κατὰ τὸ σχέδιον τοῦ μηχανικοῦ τῆς Κυβερνήσεως. Τρία κτίρια, τὰ δύο ὑψηλότερα ἐπὶ τοῦ βουνοῦ, τὸ τρίτον χαμηλότερον πρὸς τὴν παραλίαν. Ἐν μέσῳ τῶν τριῶν μεγάλη στέρνα, αἰωνίως στειρευμένη ἀπὸ νερόν. Κάτωθεν τοῦ τρίτου λαζαρέτου, ὑψηλή, πλατεῖα μαρμαρίνη κλῖμαξ, καὶ κάτωθεν τῆς κλίμακος πλατεῖα καλοκτισμένη ἀποβάθρα ἐπὶ τῆς θαλάσσης.”
“Ἦσαν ποθεινοὶ οἱ καιροὶ ἐκεῖνοι, ὅταν ὑπῆρχον ἀκόμη τὰ παλαιὰ Λαζαρέτα. Ἁπλοῦν ἄκομψον κτίριον, τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια φαίνονται ὡραῖα σήμερον εἰς ὅσους ἐγήρασαν ἀρκετά, ὥστε νὰ προτιμῶσι τὰς παλαιὰς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν σύγχρονον πραγματικότητα.”
“Ὅλοι ὁμοῦ ἐζητοῦσαν νὰ πάρουν πράτιγο, ἐζητοῦσαν νὰ μετατεθῶσιν εἰς τὰ κάτω Λαζαρέτα, ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς δίδωνται εὐθηνὰ ἢ καὶ δωρεὰν τὰ τρόφιμα, δὲν ἤξευραν τί ἐζητοῦσαν.”
“Τὴν τρίτην ἡμέραν, αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ του ἀνέβησαν εἰς τὸν λόφον, διὰ ν᾽ ἀποχαιρετίσωσι τὸν πάτερ Νικόδημον, καθόσον ἡτοιμάζοντο νὰ τύχωσιν ἐλευθέρας κοινωνίας, ἢ νὰ μετατεθῶσιν εἰς τὰ Κάτω Λαζαρέτα.”
(Αποσπάσματα από το “Βαρδιάνος στα Σπόρκα”)