Πλάκες

Πλάκες

Geotag Icon Show on map

(2:541-3, 2:548, 2:620-2, 2:624, 2:626-30, 2:635, 3:172)

“Πίσω, εἰς τὲς Πλάκες, ἐπάνω εἰς ἕνα βράχον ριζωμένον εἰς τὴν θάλασσαν, ἐκεῖ ἦτο τὸ σπιτάκι τῆς θεια-Σκεύως τῆς Γιαλινίτσας. Ὁ βράχος ἔβλεπε πρὸς μεσημβρίαν, καὶ ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ἐπρόβαλλε τὸ πρωὶ ὁ ἥλιος, ἀνάμεσα ἀπὸ τρία νησάκια καὶ ἀπὸ μίαν ὑψηλὴν λευκὴν κορυφήν, χρυσώνων μὲ τὰς ἀκτῖνάς του ὅλα, τὸ πράσινον τῆς θαμνοσκεποῦς καὶ σχοινοφύτου ἀκτῆς, κλειούσης ἀνατολικῶς τὸν λιμένα, τὴν θάλασσαν ρυτιδουμένην καὶ φωσφορίζουσαν εἰς χιλίας μυριάδας ὑγρῶν πτυχῶν, πλήττουσαν τὰ Μυρμήκια, ὑφάλους μόλις ἀνεχούσας ἀπὸ τὸ κῦμα, τὸ Δασκαλειό, μικρὸν φαιοπρασινίζον νησίδιον, καὶ τὸ ὀγκῶδες καὶ ἄκομψον Μπούρτσι· χρυσώνων τὰ κατάρτια καὶ τὰς κεραίας καὶ τὰ ἐξάρτια τῶν πλοίων, κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ χειμῶνος, ὅταν ὀλίγα τούτων παρεχείμαζον εἰς τὸν λιμένα.”

“Εἰς μῆκος πεντακοσίων βημάτων πρὸς τὸ πέλαγος ἐξηπλοῦντο, προκύπτουσαι ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, οἱ Πλάκες, μακρὸς λαιμὸς ἐντὸς τῆς θαλάσσης, ἀπολήγων ἔνθεν καὶ ἔνθεν εἰς τὸν Μεγάλον Κάππαριν, εἰς τὸν Μικρὸν Κάππαριν, εἰς τὸν Μύτικα, καὶ εἰς τὸ μονῆρες καὶ πελαγωμένον Κατεργάκι, τὰ μὲν ὑψηλοὺς ὀρθίους βράχους, τὰ δὲ μάρμαρα χθαμαλά, ἁλίπληκτα, πότε λουόμενα εἰς τὸ κῦμα, πότε θερμαινόμενα εἰς τὸν ἥλιον. Τὰ μάρμαρα ἢ αἱ πλάκες αὗται ἐχρησίμευον διὰ τὰς πτωχὰς γυναῖκας νὰ λευκαίνωσι τὰ ἀκέραια* ὑφαντὰ πανιά, νὰ πλύνωσι τὰ σπάργανα, τὰ σινδόνια, καὶ τὰ ράκη των εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ τὰ ξεγλυκαίνωσιν εἶτα εἰς τὸ γλυφὸν νερόν, τὸ ρέον ἀπό τινος ρωγμῆς ἀναμέσον τοῦ κρημνοῦ, οἱ δὲ βράχοι, ἐχρησίμευον εἰς τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς νὰ «δίνουν βουτιὰ» ἢ νὰ «δίνουν παλούκια*», νὰ πηδῶσι δηλαδὴ μὲ τὴν κεφαλὴν ἢ μὲ τοὺς πόδας εἰς τὸ κῦμα, ὅταν ἐκολύμβων τὸ θέρος, τὰ μὲν ἀρχοντόπουλα ἅπαξ τῆς ἡμέρας, τὰ δὲ πτωχόπαιδα δεκάκις τῆς ἡμέρας, ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας μὲ μικρὰ διαλείμματα.”

“Ὁ ἀρχάριος ὤφειλε κατ᾽ ἀρχὰς νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὴν Βεργούλα, μικρὸν βράχον μόλις ἀνίσχοντα τῆς θαλάσσης· ἀκολούθως, ἅμα ἔπλεε καλῶς καὶ ἠδύνατο νὰ φθάνῃ εἰς τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρεῖς ὀργυιὰς ἀπὸ τὲς Πλάκες, καὶ εὑρίσκετο εἰς νερὰ δύο ὀργυιῶν βάθους, τοῦ ἐπετρέπετο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, τὸ ὁποῖον ἦτο κατά τι ὑψηλότερον τοῦ πρώτου βράχου. Κατόπιν, ἀφοῦ ἠσκεῖτο ἀρκετά, ἠδύνατο νὰ «δώσῃ» ἀπὸ τὸν μικρὸν Κάππαριν.”

“Ἅμα δ᾽ ἔφθανέ τις εἰς τὸν βαθμὸν νὰ δίδῃ κατ᾽ ἀρχὰς παλούκια, εἶτα βουτιὰ ἀπὸ τὸν μέγαν Κάππαριν, τότε πλέον ἐξεσκολοῦσε ἀπὸ τὲς Πλάκες, ἀπὸ τὸν Μῶλον, ἀπὸ τὸ Κοχύλι καὶ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κολπίσκους καὶ τοὺς βράχους τῆς ἀκρογιαλιᾶς, καὶ ὤφειλε τοῦ λοιποῦ νὰ ἐκτελῇ ἐπιδρομὰς εἰς τὰ καράβια, ν᾽ ἀναρριχᾶται διὰ τῶν πλευρῶν ἢ τῶν ἁλύσεων εἰς τὸ κατάστρωμα, ν᾽ ἀνέρχηται διὰ τῶν ἐξαρτίων εἰς τὰς κεραίας καὶ νὰ δίνῃ ἀπὸ τὸ μπαστούνι* κατ᾽ ἀρχάς, εἶτα ἀπὸ τὸν τρίγκον* καὶ τελευταῖον ἀπὸ τὸν παπαφίγκον*.”

“Ἀπὸ τὸ ἓν μέρος τῶν Πλακῶν, ἔκειτο ἡ Σπηλιά, ἐσοχὴ τοῦ βράχου πρὸς τὴν ξηρὰν ὑπεράνω τοῦ ὁποίου ἐκρέμαντο ὡς ἐναέρια τὰ σπιτάκια τῆς φτωχολογιᾶς, ἀραδιασμένα, εὔρυθμα ἐν τῇ ἀταξίᾳ, πάλλευκα ἀπὸ ἄφθονα ἀσβεστώματα· ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἐξετείνετο τὸ Κοχύλι, ἄλλος πλατὺς λαιμὸς προέχων εἰς τὸ πέλαγος, ἐπάνω τοῦ ὁποίου ἐφαίνετο μικρὸς ἀνεμόμυλος μὲ ἓν μισοφαγωμένον πανίον, μὲ δύο γερὰς πτέρυγας καὶ μὲ μίαν μισοσπασμένην, πληττομένας ραγδαίως ὑπὸ τοῦ ἀνέμου· κ᾽ ἐκεῖθεν τοῦ βράχου πρὸς δυσμὰς ἔκειντο τὰ Μνημούρια τῆς πολίχνης, ὅπου ἐκοιμῶντο τὸν χρόνιον ὕπνον ὅσοι εἶχον ζήσει ποτέ…”

“Ἀνάμεσα εἰς τὲς Πλάκες καὶ εἰς τὴν Σπηλιά, πρὸς ἀνατολάς, εὑρίσκετο ὁ ἀρσανὰς τῶν Μαθιναίων, παλαιὸν κτίριον, τρίπατον, παραπλήσιον μὲ τοὺς μοναστηριακοὺς ἀρσανάδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους.”

“Ὁ γερο-Μαθινός, ὅστις οὐδόλως εἶχεν ἰδεῖ τὸ καράβι, ἴσως διότι δὲν ἔβλεπεν ἀρκετὰ μακράν, καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν ἐθάμβωνεν ὁ ἀνατέλλων ἥλιος, ἴσως καὶ διότι ἡ ἄκρα τοῦ λαιμοῦ τῶν Πλακῶν, λοξεύουσα ὀλίγον πρὸς τὰ νοτιανατολικά, ἔκρυπτεν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του τὸ πλοῖον, ἀπήντησεν ὡς ἠχώ:
― Καράβι!”

“Ἐὰν εὑρίσκετο ἀκόμη ἡ Σκεύω εἰς τὸ σπιτάκι της, σύρριζα εἰς τὸν βράχον, σιμὰ εἰς τὲς Πλάκες, ἀπάνω ἀπὸ τὸν παλαιὸν καὶ ὅμοιον μὲ μοναστηριακόν, τὸν τρίπατον ἀρσανὰν τοῦ γερο-Μαθινοῦ, καὶ ἀνέπνεε τὴν αὔραν τὴν ἑσπερινὴν τὴν ὁποίαν θὰ τῆς ἔφερεν ὁ μπάτης, ἀμιγῆ ἀπὸ μολύσματα καὶ ἀπὸ ἀναθυμιάσεις ἀνθρωπίνων δεινῶν καὶ ἀθλιοτήτων, θὰ ἦτο εἰς θέσιν νὰ γνωρίζῃ περισσότερα σχετικῶς μὲ τοὺς ἀνεξηγήτους θορύβους τοὺς ὁποίους ἤκουσε καὶ μὲ τὰς ὑπόπτους κινήσεις τὰς ὁποίας εἶδε τὴν προηγουμένην νύκτα, καὶ δὲν θὰ εἶχεν ἀνάγκην νὰ ἐρωτήσῃ ἄλλον ὅπως εὕρῃ τὴν λύσιν τοῦ αἰνίγματος.”

“Διότι τάχιστα ἔλαβον εἴδησιν αὐταί, καθὼς καὶ οἱ ἄνδρες τῆς ἀγορᾶς καὶ ὅλον τὸ χωρίον περὶ τῶν ὀκτὼ ἢ δέκα λέμβων, ὅσαι ἐπλησίασαν νύκτα εἰς τὲς Πλάκες μὲ ὑπόπτους σκοπούς.”

“Ἔρριψεν ἀκόμη ἓν παρατεταμένον βλέμμα εἰς τὸ ὕποπτον φαινόμενον, καὶ εἶδε τὰ μαῦρα σημεῖα ὅτι ὅσον ἐπροχώρουν ἐμεγεθύνοντο εἰς τὴν ὅρασιν, καὶ τὰ εἶδεν ὅτι εἶχαν βάλει πλώρην εἰς τὴν δυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως, κατὰ τὲς Πλάκες.”

“Τὸ πλῆθος, ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν γωνίαν τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Παπαργυροῦ, ἐδιχάζετο, καὶ ἄλλοι ἐξηκολούθουν ν᾽ ἀνέρχωνται πρὸς τὰ ἄνω, ὅπως φθάσωσιν εἰς τὸν ἀνοικτὸν κάμπον ὑψηλά, εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα, διὰ νὰ κατοπτεύσωσιν ἐκεῖθεν τὰς λέμβους τὰς ἐρχομένας, ἄλλοι ἐστρέφοντο πρὸς τὰ ἀριστερά, διὰ νὰ φθάσωσι ταχύτερον εἰς τὲς Πλάκες, καὶ τούτων τὰ βήματα εἶχεν ἀκούσει ὁ δήμαρχος.”

“― Νά, λέγανε πὼς θὰ τρέξουνε πίσω κατὰ τὲς Πλάκες νὰ τοὺς προφτάσουνε, νὰ φύγῃ τὸ κακό.”

“Πρώτη εἰς ὅλην τὴν γειτονιάν, ἀπάνω εἰς τὲς Πλάκες, εἶχεν ἐξυπνήσει ἡ Βγενιὼ ἡ Ἀλαφίνα, ἥτις ἤνοιξε μετὰ κρότου πέρα-πέρα τὸ μέγα καὶ πλατύ, τὸ κυανοῦν χρωματισμένον παράθυρον, καὶ ἁπλώσασα τοὺς ὀγκώδεις ἀνδροπρεπεῖς βραχίονάς της, μὲ τὰ μανίκια τῆς ἄσπρης βαμβακερῆς φανέλας ὀλίγον κάτω τοῦ ἀγκῶνος φθάνοντα, μὲ τὸ κόκκινον ὑποκάμισον συμμαζευμένον περὶ τὴν μασχάλην, ἐστήριξε τὰς πλατείας χεῖράς της ἐπὶ τοῦ θριγκοῦ, φωνάζουσα, διὰ νὰ ἐξυπνίσῃ τὴν Μαρίαν τὴν Πεπερού.”

“Αἱ τρεῖς γυναῖκες ἐκινήθησαν νὰ φθάσωσι πρὸς τὲς Πλάκες, ἀκολουθοῦσαι τὸ πλῆθος, τὸ ὁποῖον διήρχετο.”

“Τὸ πλῆθος εἶχε φθάσει εἰς τὸ ὕψος τοῦ βράχου, πέραν τοῦ ὁποίου σχηματίζεται ἡ στενὴ προεκβολὴ τοῦ λαιμοῦ τῶν Πλακῶν ἐντὸς τῆς θαλάσσης.”

“Ὁ δήμαρχος, ἅμα ἐξυπνήσας, εἶχε κατέλθει πρὸς τὴν ἀγοράν, διὰ νὰ συνεννοηθῇ μὲ τὰς ἄλλας ἀρχάς, καὶ δὲν εἶχε φανῆ ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὲς Πλάκες, ὅπου εἶχε τρέξει ὁ πολὺς κόσμος.”

“Ἀλλ᾽ ἀφοῦ μάτην περιέμεινεν ἐπὶ ἡμίσειαν ὥραν τὴν ἐμφάνισιν τοῦ λιμενάρχου, τοῦ ὑγειονόμου καὶ τοῦ ἐπιστάτου τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, τῶν ὁποίων αἱ οἰκίαι ἦσαν εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως, τὸ ἀνατολικόν, καὶ ἀργὰ μὲν ἐστάλη πρὸς αὐτοὺς ἡ εἴδησις, ἐβράδυναν δὲ φυσικῷ τῷ λόγῳ νὰ ἐμφανισθῶσιν, ὁ δήμαρχος ἀπεφάσισε ν᾽ ἀναβῇ ὁ ἴδιος εἰς τὲς Πλάκες, εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς πόλεως.”

“Τὰ φανέντα εἰς τὴν θάλασσαν μαυράδια, τὰ κινούμενα ὁλονὲν πρὸς τὴν διεύθυνσιν τοῦ βράχου, εἰς τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς πόλεως κατὰ τὲς Πλάκες, εἶχον πλησιάσει τόσον, ὥστε ἐφαίνοντο ἤδη ὅτι ἦσαν λέμβοι, πλέουσαι διὰ συντόνου κωπηλασίας πρὸς τὴν ξηράν, ὀγκώδεις καὶ μαυρίζουσαι ὑπεράνω τοῦ κύματος, πλήρεις ἀνθρωπίνου φορτίου.”

“Προφανῶς, ὁ κυβερνήτης τῆς λέμβου δὲν εἶχε παρατηρήσει τὴν κάθοδον τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ ἄκρον μάρμαρον τῶν Πλακῶν.”

“Ἔξω εἰς τὲς Πλάκες οἱ ἄνθρωποι συνεσώρευον λίθους καὶ βώλους γῆς καὶ ἄμμον, καί τινες σκληροὶ κρότοι ἠκούσθησαν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ εἰς τὰς τάξεις τοῦ πλήθους.”

“Τὴν ἰδίαν ἑσπέραν, οἱ συνωμόται ἔλαβον ἐννέα ἢ δέκα λέμβους, ἐπέβησαν ἐπ᾽ αὐτῶν ἄνδρες περὶ τοὺς ἑκατὸν εἴκοσιν, ἐπλατάγισαν μετὰ θορύβου τὰς κώπας πλήττοντες διὰ κραυγῶν τὰς ἠχούς, ἔπλευσαν ἀνοικτὰ πρὸς δυσμάς, διὰ νὰ εἶναι ἐκτὸς βολῆς ἀπὸ τῶν ὅπλων τοῦ στρατιωτικοῦ ἀποσπάσματος τοῦ σταθμεύοντος παρὰ τὸν Ἅγιον Φλῶρον καὶ εἶτα ἔβαλαν πλώρην εἰς τὲς Πλάκες, κατὰ τὸ ἀπόκεντρον δυτικὸν μέρος τῆς πόλεως.”

“― Φτηνὰ τὸ γλυτώσανε, νὰ πάρῃ ντιάολο! ἀπήντησεν ὁ κ. Βούντ. Πήγκανε στὴ γκειτονιά σου, στὲς Πλάκες, κάτω ἀπὸ τὸ βράχο γιὰ νὰ πατήσουν ποντάρι ἔξω…”

(Απoσπάσματα από το “Βαρδιάνος στα Σπόρκα”)