Ξάνεμο, Ξάνεμον, Ξάρμενο

[ακτή] Ξάνεμον (Ξάρμενο) (2:193, 3:262, 3:58, 4:453, 4:467, 4:573) “Ὅλον τὸ κατάμερον* ἐκεῖνο, τὸ καλούμενον Ξάρμενο*, ἀπὸ τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα κατέπλεον ξάρμενα ἢ ξυλάρμενα*, ἐξωθούμενα ἀπὸ τὰς τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου.” (Απόσπασμα από το “Όνειρο στο κύμα”)

Βαγγελίστρα, Ευαγγελισμού Κοινόβιον, Κοινόβιον του Ευαγγελισμού, Μεγαλόχαρη, Μοναστήρι, Μονή

[ιερά μονή] Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (Βαγγελίστρα) |Παναγία Ευαγγελίστρια (2:485, 2:563, 2:573, 2:603, 3:225, 3:227, 3:261, 3:503, 3:576-7, 4:319, 4:339-40, 4:38-9, 4:478-9, 4:587, 5:208-11, 5:332, 4:448-9) “Ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου Τσουγκριᾶ ὀλίγιστα ὑπῆρχον καταλύματα, δύο ἢ τρία κελλία πρὸς χρῆσιν τῶν καλογήρων ―διότι ἡ νῆσος ἦτο ἀφιέρωμα εἰς τὴν Παναγίαν (ἦτο κτῆμα τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ […]