[ακτή] Ξάνεμον (Ξάρμενο) |
|
(2:193, 3:262, 3:58, 4:453, 4:467, 4:573) |
|
"Ὅλον τὸ κατάμερον* ἐκεῖνο, τὸ καλούμενον Ξάρμενο*, ἀπὸ τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα κατέπλεον ξάρμενα ἢ ξυλάρμενα*, ἐξωθούμενα ἀπὸ τὰς τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου."
(Απόσπασμα από το "Όνειρο στο κύμα")