Καναπίτσα |
|
(2:510, 2:512, 3:635-7, 4:292, 4:407) |
“Ἦτο μίαν πρωίαν, φθινοπωρινὴν πρωίαν σχεδὸν τόσον ὡραίαν, ὡς νὰ ἦτο ἐαρινή, ὅταν ὁ Κουμενὴς ἐπῆρε μίαν βάρκαν τοῦ γείτονος κ᾽ ἐβαρκαρίσθη χωρὶς ἄλλον σύντροφον, ναύτην ἢ κωπηλάτην, μὲ σκοπὸν νὰ ὑπάγῃ εἰς ἕνα γιαλὸν ἀντικρὺ τοῦ χωρίου, πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, στὴν Καναπίτσα, ἐντὸς τοῦ μεγάλου μεσημβρινοῦ λιμένος. “
(Απόσπασμα από τη “Στοιχειωμένη Κάμαρα“)