{Μύλος, του Μαμογιάννη [ανεμόμυλος]} |
|
(δεν αναφέρεται στον Π.Τ.) – {4:297-98} |
|
"Κάτω ἀπὸ τὸν κρημνόν, ὁποὺ βρέχουν τὰ κύματα, ὅπου κατέρχεται τὸ μονοπάτι, τὸ ἀρχίζον ἀπὸ τὸν ἀνεμόμυλον τοῦ Μαμογιάννη, ὁποὺ ἀντικρύζει τὰ Μνημούρια, καὶ δυτικῶς, δίπλα εἰς τὴν χαμηλὴν προεξοχὴν τοῦ γιαλοῦ, τὴν ὁποίαν τὰ μαγκόπαιδα τοῦ χωρίου, ὁποὺ δὲν παύουν ἀπὸ πρωίας μέχρις ἑσπέρας, ὅλον τὸ θέρος, νὰ κολυμβοῦν ἐκεῖ τριγύρω, ὀνομάζουν τὸ Κοχύλι ―φαίνεται νὰ ἔχῃ τοιοῦτον σχῆμα― κατέβαινε τὸ βράδυ-βράδυ ἡ γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχὴ γραῖα, κρατοῦσα ὑπὸ τὴν μασχάλην μίαν ἀβασταγήν, διὰ νὰ πλύνῃ τὰ μάλλινα σινδόνια της εἰς τὸ κῦμα τὸ ἁλμυρόν, εἶτα νὰ τὰ ξεγλυκάνῃ εἰς τὴν μικρὰν βρύσιν, τὸ Γλυφονέρι, ὁποὺ δακρύζει ἀπὸ τὸν βράχον τοῦ σχιστολίθου, καὶ χύνεται ἠρέμα εἰς τὰ κύματα."
"Ἀλλὰ δὲν ἤξευρεν ὅμως πόθεν ἤρχιζε τὸ μονοπάτι, ἀπὸ τοῦ Μαμογιάννη τὸν μύλον, ἀντικρὺ στὰ Μνημούρια, καὶ ἅμα ἤκουσε τὴν φλογέραν, ἐπῆγε πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ ἀνεκάλυψε τὸν κρυμμένον αὐλητήν· καὶ ἀφοῦ ἐχόρτασε ν᾿ ἀκούῃ τὸ ὄργανόν του καὶ νὰ καμαρώνῃ τὸν μικρὸν βοσκόν, εἶδεν ἐκεῖ που, εἰς τὴν ἀμφιλύκην τοῦ νυκτώματος, ἓν μικρὸν μονοπάτι, πολὺ ἀπότομον, πολὺ κατηφορικόν, κ᾿ ἐνόμισεν ὅτι αὐτὸ ἦτο τὸ μονοπάτι, καὶ ὅτι ἐκεῖθεν εἶχε κατέλθει ἡ γραῖα ἡ μάμμη της· κ᾿ ἐπῆρε τὸ κατηφορικὸν ἀπότομον μονοπάτι διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν αἰγιαλὸν νὰ τὴν ἀνταμώσῃ."
(Αποσπάσματα από "το Μοιρολόγι της φώκιας")