Άγιος Γεώργιος

[Ιερός ναός Αγίου] Γεωργίου

{συγχέεται στον Π.Τ. με το καστέλλι του Αγίου Γεωργίου, Μπούρτζι  – πρόκειται για διαφορετική θέση}

Geotag Icon Show on map

(2:564)

“Τὸν παλαιὸν καιρὸν τοὐλάχιστον, ὅταν ἤρχετο ἀπὸ τὸ ταξίδι ὁ καπετὰν Γιαλής, ν᾽ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του, ἔκαμνεν ἕνδεκα ἡμέρας, ἢ δεκατέσσαρας ἡμέρας, ἢ καὶ τρεῖς ἑβδομάδας εἰς τὰ Λαζαρέτα, ὄχι εἰς αὐτὸ τὸ νεώτερον κοινὸν λαζαρέτο, ἀλλ᾽ εἰς τὰ παλαιὰ Λαζαρέτα, σιμὰ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, καὶ τότε ἡ Σκεύω, μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες, καπετάνισσες ἢ ἄλλες ὁποὺ εἶχαν τοὺς ἄνδρας των ἢ τοὺς συζύγους των εἰς τὴν καραντίναν, ἔτρεχε κάθε βράδυ εἰς τὴν καραντίναν, καὶ ὅλαι εἶχαν τὰ κοφινάκια των γεμᾶτα.”

“Τὰ σταφύλια ἐκομίζοντο εἰς τὰ Λαζαρέτα, εἰς τὸ πεῖσμα τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ ἰατροῦ, ὅστις δὲν ἤξευρε τί ἔλεγε. Νὰ εἶναι κλεισμένοι οἱ ἄνθρωποι, φυλακωμένοι μέσα εἰς τὰ πλοῖα, ἐπὶ ἑβδομάδας, Αὔγουστον μῆνα, καὶ νὰ μὴν ἔχουν σταφυλάκι νὰ βρέξουν τὸ στόμα των! Καὶ ποῦ τὸ ηὗρε γραμμένο; Λέει πουθενά, στὸ γιατροσόφι μέσα, ὅτι πρέπει νὰ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ ἕνα κακὸ διὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸ ἄλλο; ― Καὶ ἔφθαναν κάθε βράδυ, βασίλευμα ἡλίου, αἱ γυναῖκες, πέρα στὰ Λαζαρέτα, ἀντικρὺ τοῦ χωρίου, ἐκεῖθεν τῆς λίμνης καὶ τοῦ ναυπηγείου, σιμὰ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον.”

“Ἦσαν ποθεινοὶ οἱ καιροὶ ἐκεῖνοι, ὅταν ὑπῆρχον ἀκόμη τὰ παλαιὰ Λαζαρέτα. Ἁπλοῦν ἄκομψον κτίριον, τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια φαίνονται ὡραῖα σήμερον εἰς ὅσους ἐγήρασαν ἀρκετά, ὥστε νὰ προτιμῶσι τὰς παλαιὰς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν σύγχρονον πραγματικότητα. Βορειανατολικῶς, πέραν τοῦ κτιρίου ἐξετείνετο ὁ κάμπος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἔβοσκον τὰ ὀλίγα πρόβατά των δύο πτωχοὶ ποιμένες, καταβαίνοντες τρὶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ ἀντικρὺ βουνόν, διὰ νὰ ποτίσουν τὰ μικρὰ κοπάδια των εἰς τὴν κοπάναν*, ἐκεῖ ἀπὸ τὸ πηγάδιον μὲ τὸ δροσερὸν νερόν, πλησίον εἰς τὴν λίμνην, ὅπου ὁ γερο-Ξυλοπόδαρος, ἰσόβιος ἐνοικιαστής, ἐπαιδεύετο ὅλην τὴν ἡμέραν μὲ τὴν χωρὶς καρίναν σκάφην του, διὰ νὰ συλλάβῃ τὰ κεφαλόπουλα ποὺ ἐγλιστροῦσαν εἰς τοὺς βάλτους, καὶ τὰ χέλια, τὰ ὁποῖα ἐχώνοντο ἄπιαστα μέσα εἰς τὸν βοῦρκον.”

“Δὲν θὰ ἠδύνατο τὸ βράδυ-βράδυ, ὅταν θὰ ἐχαμήλωνεν ὁ ἥλιος ἕως τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, νὰ σηκωθῇ νὰ πάρῃ γεμᾶτον τὸ καλαθάκι της, καὶ νὰ ὑπάγῃ, τὸ γιαλὸ-γιαλό, τὴν ἄμμο-ἄμμο πέραν εἰς τὸν μέγαν ἀρσανὰν τῆς πόλεως, σιμὰ εἰς τὴν λίμνην, ἀντικρὺ εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, διὰ νὰ φέρῃ τὸ καλαθάκι της εἰς τὸν υἱόν της.”

(Αποσπάσματα από το “Βαρδιάνος στα Σπόρκα”)