Γελαδάδικα |
|
(3:156, 3:562, 3:637) |
“Δύο καλοὶ ζευγηλάται, πατὴρ καὶ υἱός, ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τοὺς ἀγρούς των, οἱ τελευταῖοι νυκτώσαντες ἐξωμερῖται, τὴν εἶδαν νὰ μαυρίζῃ καὶ νὰ ἕρπῃ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δρόμου, καὶ τὴν ἐπῆραν μαζί των εἰς τὸ μικρὸν δυτικὸν προάστιον, τὰ Γελαδάδικα. εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης.”
(Απόσπασμα από τη “Στοιχειωμένη Κάμαρα“)