Γουτού Γουπατού

Σελ. 183-192

Τὸν ἐπετροβολοῦσαν οἱ μάγκες τῆς ἀγορᾶς, τὸν ἐχλεύαζον τὰ κορίτσια τῆς γειτονιᾶς, τὸν ἐφοβοῦντο τὰ νήπια καὶ τὰ βρέφη. Τὸν ἔλεγαν κοινῶς «ὁ Ταπόης» ἢ «ὁ Μανώλης τὸ Ταπόι».

―Ὁ Ταπόης! Νά, ὁ Ταπόης ἔρχεται…

Φόβος καὶ τρόμος ἐκολλοῦσε τὰ ἄκακα βρέφη εἰς τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τούτου. Ἡ νεολαία τοῦ χωρίου, οἱ θαμῶνες τῶν μαγαζειῶν καὶ τῶν καφενείων, δὲν ἔπαυαν ποτὲ νὰ τὸν πειράζουν.

― Εἶσ᾽ ἕνα χταπόδι, καημένε Μανωλιό· εἶσαι χταπόδι.

Κ᾽ ἐκεῖνος, μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν δεμένην διὰ γλωσσοδέτου μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὀδόντων, ἀπήντα:

― Ναί, εἶμι ταπόι!… Ἰσὺ εἶσι ταπόι. (Ναί, εἶμαι χταπόδι. Ἐσὺ εἶσαι χταπόδι.)

Εἶχε φίλους τόσον ὀλίγους καὶ τόσον ἀμετρήτους ἐχθρούς, εἰς μέρος τόσον ὀλιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ἢ διακριτικός τις τὸν ὑπερήσπιζεν ἐναντίον τῆς ἐπιθέσεως τῶν ἀγυιοπαίδων. Εἰς ἐκεῖνον ἐγίνετο σκλάβος ἰσόβιος, κ᾽ ἐξετέλει δι᾽ αὐτὸν διακονήματα προθύμως, μετὰ βίας δεχόμενος φίλευμα ἢ κέρασμα. Πρὸς ὅλους τοὺς ἄλλους δὲν ὑπῆρχε φιλία οὔτε σπονδή.

Μόνον τὴν μητέρα του εἶχεν εἰς τὸν κόσμον. Ἐκείνη τὸν ἐπόνει, τὸν ἠγάπα περιπαθῶς, καὶ αὐτὸς τὴν ἐλάτρευεν. Ἀδελφὴν δὲν εἶχεν. Ὁ ἕνας ἀδελφός του εἶχε χαθῆ εἰς τὴν Ἀμερικὴν πρὸ χρόνων καὶ δὲν ἠκούσθη. Ὁ ἄλλος, χασομέρης ἄχρηστος, ὡς μόνον ἐπάγγελμα εἶχε τὸ νὰ πηγαίνῃ κάθε χρόνον μέσα εἰς τὴν μεγάλην στερεάν, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχον ἄφθονα θέρη, καὶ νὰ κάμνῃ τὸ ἔργον τῆς σβάρνας· ἦτο δὲ ἡ σβάρνα βαρεῖα σανίς, τὴν ὁποίαν ἔσυρον ἄλογα ἢ βόδια εἰς τὸ ἁλώνι· καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐπάνω εἰς τὴν σανίδα, ἔμψυχον βάρος, διὰ νὰ γίνεται τέλειον τὸ ἁλώνισμα· ἐκεῖ εἶχεν ἀποθάνει. Ὁ τρίτος ἐγύριζε ναυτικὸς εἰς τὰ ξένα. Ὁ Μανώλης ἄλλην στοργὴν δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὕτη ἦτο ἤδη γραῖα, καὶ αὐτὸς εἶχε μεγαλώσει πολύ.

Οἱ ὀλίγοι φίλοι του, ἐκεῖνοι οἵτινες συνεπάθουν πρὸς αὐτὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ, τὸν εἶχον ἀκούσει ἐπανειλημμένως ν᾽ ἀπειλῇ καὶ νὰ λέγῃ μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν νηπιώδη:

― Τάνῃ Γιὰ πέτου ᾽γὼ πιιγῶ μέτα Μπούτι! (Σὰν πεθάνῃ ἡ Γριά, θὰ πέσω ἐγὼ νὰ πνιγῶ μὲς στὸ Μπούρτσι.)

Ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄχρηστον. Ἐξαιρουμένης τῆς γλώσσης τὸ ἥμισυ τοῦ ἀνθρώπου ἦτο ὑγιές. Ὁ δεξιὸς ποὺς ἐσύρετο κατόπιν τοῦ ἀριστεροῦ, δὲν ἐκινεῖτο ἐλευθέρως. Ἡ δεξιὰ χεὶρ ἂν καὶ χονδρὴ καὶ δυσανάλογος, καὶ σχεδὸν παράλυτος φαινομένη, εἶχε τεραστίαν ρώμην. Ὡμοίαζε μὲ μάγγανον ἢ μὲ ὀδόντας ταυροσκύλου. Διὰ νὰ δράξῃ ἓν πρᾶγμα, συνήθως βραχίονα ἢ πλάτην κανενὸς παιδίου ὀχληροῦ, ἐχρειάζετο κόπον· ἔπρεπε νὰ τὴν βοηθήσῃ ἡ ἄλλη χείρ, νὰ ψαύσῃ δηλαδὴ τὸν γρόνθον τῆς δεξιᾶς, καὶ νὰ τὸν διευθύνῃ· ἀφοῦ ὅμως ἅπαξ ἔδραττε τὸ ἀντικείμενον, ἡ τεραστία χεὶρ δὲν τὸ ἄφηνε πλέον, σχεδὸν καὶ ἂν ἤθελε νὰ τὸ ἀφήσῃ. Ἀλλοίμονον τότε εἰς τὸν βραχίονα, εἰς τὴν ὠμοπλάτην, ἀλλοίμονον εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ αὐθάδους!

Ἦτο χωλὸς καὶ κυλλὸς καὶ μογιλάλος. Ἦτο ὁ Μανωλιὸς τὸ Ταπόι.

*
* *

Τέσσαρες ἢ πέντε ἄνθρωποι ἐγνώριζον καλῶς τὴν γλῶσσάν του εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Οὗτοι ἐκαλοῦντο, καθὼς τοὺς εἶχεν ὀνοματίσει ὁ ἴδιος, ὁ Γωμέος, ὁ Παγιώτας καὶ ὁ Παπαγᾶς. Τὰ καθαυτὸ ὀνόματά των ἦσαν, Λαμιαῖος καὶ Μιχαλιὸς καὶ Παπαγιάννης. Ἀλλὰ πῶς ἐκ τοῦ Μιχαλιός, ἐσχημάτισε τὸ Παγιώτας; Ἄπορον. Σπανίως προσέθετε συλλαβὴν ἢ μετέθετε τὸν τόνον. Ἡ φθογγολογία του ἦτο περιεργοτάτη, καὶ ἐν αὐτῇ ἐπλεόναζον τὰ λαρυγγόφωνα, ὡς καὶ τὰ σκληρὰ καὶ ψιλὰ ἐκ τῶν ἀφώνων.

Γατὶ ὠνόμαζε τὸ γαττί, γατὶ τὸ γιατί, γατὶ τὸ χαρτί.

Ἀλλ᾽ ἔξαφνα μίαν ἡμέραν ἐξέφερε φράσιν ἐν ᾗ ὑπῆρχεν ἡ λέξις αὕτη, πλὴν δὲν ἔβγαινε νόημα οὔτε ὡς γαττί, οὔτε ὡς γιατί, οὔτε ὡς χαρτί. Ἡ φράσις ἦτο:

«Πότε τῇ Γουτοῦ, Γουπατοῦ, μὰμ γατί». (Πότε νὰ ᾽ρθῇ τοῦ Χριστοῦ, τ᾽ Ἁιβασιλειοῦ, νὰ φᾶμε…) Καταρχὰς οἱ τρεῖς γνῶσται τῆς γλώσσης ἐνόμισαν ὅτι ἀπεκάλει μυκτηριστικῶς γαττιὰ τὰ κρέατα τὰ ὁποῖα ἐπωλοῦσαν οἱ κρεοπῶλαι τοῦ χωρίου. Οἱ τρεῖς προειρημένοι, καὶ μάλιστα ὁ Παγιώτας, ἦσαν δυνατοὶ εἰς τὴν γλῶσσαν, καὶ τὴν ὡμίλουν οἱ ἴδιοι. Ἀλλ᾽ ὅταν προσέτρεξαν εἰς τὰ ἀνώτερα φῶτα τοῦ κὺρ Γιωργῆ τοῦ Λαυκιώτη, διευθυντοῦ τοῦ μεγάλου καφενείου, ὅστις ἦτο καὶ ὁ ἐπίσημος προστάτης τοῦ Ταπόη, καὶ οἱονεὶ ἐπίτιμος καθηγητὴς τῆς ἰδιαιτέρας γλώσσης, χωρὶς νὰ τὴν ὁμιλῇ ὁ ἴδιος, οὗτος ἀπεφάνθη ὅτι τοιαύτη πικρὰ εἰρωνεία δὲν θὰ ἥρμοζεν εἰς τὰ αἰσθήματα τοῦ πτωχοῦ, τοῦ Μανώλη, ἀλλ᾽ ὅτι ἴσως ὠνόμαζεν ἁπλῶς γατὶ καὶ τὸ κατσίκι, καὶ τὸ ἀρνί. Ὣς τόσον τὸ πρᾶγμα ἔμεινεν ἀμφίβολον ἄχρι τῆς ὥρας ταύτης.

*
* *

Ἐπερίμενε πράγματι ἀνυπομόνως «πότε νά ᾽ρθῃ τοῦ Χριστοῦ, τ᾽ Ἁιβασιλειοῦ», καὶ ἅμα ἔμβαινε τὸ Σαρανταήμερον, ὄπισθεν τῆς θύρας τοῦ καφενείου τοῦ κὺρ Γιωργῆ, ἐσημείωνεν ἰδιοχείρως, μὲ ἓν τεμάχιον κιμωλίας, τόσες γιῶτες, ὅσας ἡμέρας ἔχει ἡ Σαρακοστή· καὶ κάθε πρωί, πρὶν τοῦ δώσῃ ὁ Γιωργὴς τσιγάρον νὰ καπνίσῃ, ἢ καφὲν νὰ πίῃ, ἔσπευδε νὰ σβήσῃ μίαν ἰῶτα, καὶ τὰς ἔβλεπε μὲ χαρὰν νὰ ὀλιγοστεύουν. Πλὴν οἱ μοσχομάγκες τῆς ἀγορᾶς, λαθραίως, ἐπήγαιναν κ᾽ ἔγραφαν ἄλλες τόσες γιῶτες, ὅσες εἶχε σβήσει ἐκεῖνος, κ᾽ ἔτσι ἡ Σαρακοστὴ ἐφαίνετο ὅτι δὲν θὰ εἶχε ποτὲ τελειωμόν.

Ὁ Ἅις Νικόλας εἶχεν ἀσπρίσει ἤδη τὰ γένεια του πρὸ ἡμερῶν, καὶ ἦτον ἡ σειρὰ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ν᾽ ἀσπρίσῃ τὰ ἰδικά του· δὲν ἔμενον πλέον εἰμὴ δώδεκα ἡμέραι ἕως τὰ Χριστούγεννα.

―Ἔχουμε χαβὰ ἀκόμα, βρὲ χταπόδι! τοῦ ἐφώναζεν ὁ Νικολὸς ὁ Μπαλαλᾶς· εἰκοσιδυὸ μέρες ἀκόμα θέλουμε.

― Ναί, ταπόι! ἐψέλλιζεν ὁ Μανώλης· τὰ κότη κότα τύ. (Νὰ μαζώξῃς τὴ γλῶσσά σου σύ.)

― Σὲ γελοῦν, βρὲ Μανιέ· δώδεκα μέρες ἀκόμα, τὸν ἐπαρηγόρει ὁ Γιωργής.

Καὶ ἤρχετο ἡ καρδιὰ τοῦ Μανώλη στὸν τόπον της. Εἶχεν ἀναλάβει μίαν ὑποχρέωσιν διὰ τὰς ἑορτάς. Ἐπρόκειτο νὰ συνοδεύῃ μερικὰ ἐκ τῶν παιδίων τῆς Κάτω Γειτονιᾶς, ὅσα ἦσαν τέκνα ἢ ἀνεψίδια φίλων καὶ προστατῶν του, ὅταν θ᾽ ἀνήρχοντο πρὸς τὰ ἐπάνω, ἀφ᾽ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὡς καὶ τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων, ἀνὰ δύο καὶ τρία, διὰ νὰ τραγουδήσουν τὰ χαρμόσυνα τραγούδια εἰς τὰ σπίτια καὶ εἰς τὰ μαγαζειὰ τῆς Ἐπάνω Ἐνορίας. Διότι δὲν θὰ ἐτόλμων ποτὲ νὰ ἀνέλθουν μοναχά των ἐκεῖ ἐπάνω.

Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ χωρίου ἦσαν διῃρημένα εἰς δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αἱ ἐχθροπραξίαι ἤρχιζον ἀπὸ τὸ φθινόπωρον, διήρκουν καθ᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα, ἐξηκολούθουν τὴν ἄνοιξιν, καὶ δὲν ἔπαυον τὸ θέρος ― εἰμὴ ἐφ᾽ ὅσον μετεφέροντο εἰς τὸν ἐλεύθερον κάμπον, ὅπου ἐκοκκίνιζον ἄωρα καὶ ᾑμωδίαζον τοὺς ὀδόντας προκλητικὰ τὰ μῆλα, τὰ κεράσια, τὰ ἀπίδια, καὶ ὕστερον τὰ σταφύλια. Ὁ ἐπίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ἰδίως τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων, ἀλλ᾽ ὅμως ὁ πετροπόλεμος ὁ καθημερινὸς ποτὲ δὲν ἐκόπαζε μεταξὺ τῶν δύο φουσάτων.

Εἰς τὴν Ἐπάνω Ἐνορίαν, ἐκεῖ ἄνωθεν τοῦ Βράχου, ἐβασίλευεν ὁ φοβερὸς Τσηλότατος. Ἦτο ὑψηλός, ὅσον καὶ ὁ Βράχος ἐφ᾽ οὗ εἶχε τὸν θρόνον του, σγουρομάλλης, ἀκτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, καὶ ἀποτρόπαιος. Ἦτο αὐτὸς ὁ ἀνεγνωρισμένος ἀρχηγὸς τῶν μαγκῶν τῆς Ἄνω Ἐνορίας καὶ ὅλου τοῦ χωρίου. Τὰ δύο ποδάρια του ἦσαν χονδρά, μελαψὰ καὶ πλατέα, ὡς δύο κατάρτια. Ἐφόρει παρδαλὴν φανέλαν, ἥτις ἦτο ἅμα τὸ ὑποκάμισον καὶ τὸ ἐπανωφόρι του, καὶ κοντὸν πανταλόνι, χειμῶνα καὶ θέρος. Ἄδειαν δὲν εἶχε παιδὶ ἢ νέος ἢ γέρος νὰ περάσῃ ἀπ᾽ ἐκεῖ σιμὰ εἰς τὸν Βράχον, ἐξουσίαν δὲν εἶχε γριὰ ἢ νέα νὰ πάγῃ εἰς τὴν βρύσιν μὲ τὴν στάμναν της. Ἦτο ὡς δεκαεπτὰ ἐτῶν καὶ ἦτο φοβερὸς σκιὰς* ἤδη. Ἐφορολόγει τὰς γραίας, τὰς οἰκοκυράς, τὰς πτωχὰς χήρας. Ἂν δὲν τοῦ ἔδιδε μερδικὸ ἀπὸ τὰ φουρνιάτικα ἡ Γαρουφαλιά, ἡ φουρναρού, δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ ψήσῃ τὰ ψωμιά. Ἔβαλλε φωτιὰ εἰς τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ ἔκαιεν, εἰς τὸ προαύλιον τοῦ φούρνου· κι ἐφώναζε τ᾽ ἄλλα τὰ παιδιά, νὰ πηδήσουν ἐκ τρίτου ἀπ᾽ ἐπάνω ἀπὸ τὴν λαμπὴν τῆς φωτιᾶς, ὡς νὰ ἦτο ἤδη τ᾽ Ἁι-Γιαννιοῦ στὸ Λιοτρόπι. Ἀπὸ τὴν μίαν γειτόνισσαν ἀπῄτει νὰ τοῦ φέρῃ τυρόπιτταν ποὺ νὰ πλέῃ στὸ βούτυρο διὰ νὰ φάγῃ, ἀπὸ τὴν ἄλλην λαδόπιτταν μὲ λάδι πολύ, ἢ καμμίαν γριὰ (μεγάλην τηγανίταν, ἴσην μὲ τὸ τηγάνι), ἀπὸ τὴν ἄλλην τυλιχτὸ (εἶδος κολοκυθόπιττας) ἢ μπομπότα μὲ πολὺ πολὺ μέλι.

Εἶχεν ἀκούσει τοὺς παλαιοὺς μύθους διὰ τὰ θεριά, τὰ ὁποῖα ἐφώλευαν σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὑδρεύετο τὸ χωρίον. Ἐὰν ἐπέζη ὥστε νὰ γίνῃ εἴκοσιν ἐτῶν, ἐμελέτα νὰ ἐπιβάλῃ εἰς τοὺς κατοίκους, ὡς ἐτήσιον φόρον, ἕνα κορίτσι τοὐλάχιστον. Καὶ ὁ Σουλτάνος, καθὼς ἤκουσε νὰ λέγουν, μίαν φορὰν παντρεύεται τὸν χρόνον.

Δυστυχῶς ὑπῆρξε πολὺ βραχύβιος, δὲν ἐπρόφθασε νὰ φθάσῃ εἰς ἡλικίαν. Καὶ ὑπῆρξεν ὁ τελευταῖος τῆς γενεᾶς του. Παιδίον ὅταν ἦτο, εἰς τὸν ἀνεμόμυλον ὅπου εἶχεν ἀνατραφῆ, εἶχον ἀποθάνει τὰ δύο ἀδελφάκια του. Κατόπιν ἀπέθανεν ἡ γριά, ἡ μάννα του, ὕστερον ὁ γέρος. Τοῦ ἐφάνη ὅτι εἶχε πέσει ἀπ᾽ ἐπάνω τους ὁ ἀνεμόμυλος καὶ τοὺς ἐπλάκωσε, καὶ πράγματι ἔπεσεν, ἀφοῦ ὁ γέρος δὲν ἐζοῦσε πλέον διὰ νὰ τὸν ἀλέθῃ. Ἀπὸ τὸν μύλον ἕως τὰ Μνημούρια, τὸ κοιμητήριον τοῦ χωρίου, ἦτο πολὺ σιμά.

Οἱ γονεῖς του ἦσαν καλοὶ χριστιανοί, ἐσκέφθη, καὶ δὲν ἐπέβαλαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους μεγάλην ἀγγαρείαν, νὰ τοὺς κουβαλοῦν μακρὰν διὰ νὰ τοὺς θάψουν. Πλὴν καὶ αὐτός, ἀρκετὰ ἐτάισε τοὺς πεθαμένους, εἶπε, καὶ ἦτον καιρὸς πλέον ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ βυζαίνῃ τοὺς ζωντανούς. Καὶ ἀφοῦ ὁ πεσμένος ἀνεμόμυλος δὲν ἦτο πλέον καλὸς διὰ νὰ κατοικῇ τις μέσα, ἐκουβαλήθη καὶ αὐτὸς εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς ὑψηλῆς συνοικίας, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς βράχους. Ἐκεῖ ἔστησε τὸν θρόνον του.

Ἦτο ἀνεγνωρισμένος ἡγεμὼν ὅλων τῶν μαγκῶν καὶ φοβερὸς πολέμιος ὅλων τῶν παιδίων τοῦ σχολείου. Ὅλα τὰ παιδιὰ «τοῦ ἔκαναν τὸ σκῆμα»*. Ἦτο ὁ Μῆτρος ―ὁ Μῆτρος ὁ Τσηλότατος― ἢ «Τσηλότατος Γιατρός». Πόθεν καὶ διατί ὠνομάσθη οὕτω; Ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτο παιδικὴ ἀντίληψις τοῦ «ὑψηλότατος» ἢ τοῦ «ἐξοχώτατος». Ἀγνοῶ.

Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου, «ἐκπληρῶν καὶ τὰ ἀστυνομικά», συνέβη νὰ περάσῃ μίαν ἡμέραν ἀπ᾽ ἐκεῖ, σιμὰ εἰς τὸν Βράχον, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὴν βρύσιν, ἔνθα εἶχε τὸ στραταρχεῖόν του ὁ Τσηλότατος. Αἱ πτωχαὶ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς εἶχον παραπονεθῆ πικρῶς ἐναντίον τῆς μάστιγος. Ὁ δήμαρχος ἔσεισε τοὺς ὤμους, ἐμειδίασεν, ἀπηύθυνεν ἠπίας ἐπιπλήξεις εἰς τὸν Μῆτρον καὶ εἰς ὅλην τὴν δωδεκαμελῆ συμμορίαν τῶν μαγκῶν ―ὁ Τσηλότατος εἶχεν ἀκριβῶς μίαν δωδεκάδα, ὅσους συμβούλους εἶχε καὶ ὁ δήμαρχος― καὶ ἀπεφάνθη:

― Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν, καλέ, αὐτὸ δὲν βλάπτει. Φτάνει νὰ μὴν τὸ παρακάνουν.

*
* *

Πέντε ἢ ἓξ παιδιὰ τοῦ σχολείου, ἀπ᾽ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐκυνήγει ἀσπόνδως ὁ Τσηλότατος, εἶχον ἀναβῆ ἐν συνοδίᾳ τοῦ Μανωλιοῦ τοῦ Ταπόη εἰς τὴν ἐπάνω γειτονιάν, τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγ. Βασιλείου κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος.

Ὁ Μανωλιὸς ὁ Ταπόης, «τό ᾽λεγε ἡ καρδιά του, μιὰ φορά». (Τοιοῦτον σχῆμα συντάξεως, μὲ τὴν ἄδειαν ὅλων τῶν γραμματικῶν, μᾶς φαίνεται παραστατικὸν διὰ τὸν ἄνθρωπον.) Ὁ Μανωλιὸς ὁ Ταπόης, ἀλλοῦ ἐπήγαιναν τὰ πόδια του, ἀλλοῦ αἱ χεῖρες καὶ ἀλλοῦ τὸ σῶμά του. Πλὴν οἱ μυῶνές του ἦσαν ἰσχυροί, καὶ ὁ γρόνθος τῆς παραλύτου χειρὸς ἐκείνης ἔσφιγγεν ὡς μάγγανος.

Ἀνέβαινον, καὶ εἶχον καὶ τὸν φόβον. Δὲν ἦτον ἡ πρώτη φορά. Κατὰ τὰ προηγούμενα ἔτη, ὁ Μῆτρος ὁ Τσηλότατος μὲ τὸ φουσᾶτον του, ἂν καὶ μικρὸς ἀκόμα, τὸν εἶχε καταρημάξει τὸν πτωχὸν τὸν Ταπόη, μαζὶ μὲ τοὺς προστατευομένους του. Τὴν φορὰν αὐτήν, δύο ἢ τρεῖς ἐκ τῆς συμμορίας τοῦ Μήτρου, ὁποὺ ἐφύλαγαν καραούλι, εἶχον κατοπτεύσει εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης μακρόθεν τοὺς ἐρχομένους. Ἦτο ὣς δύο ὥρας μετὰ τὴν δύσιν.

―Ὁ Μανώλης τὸ Χταπόδι, ἔρχεται· μᾶς φέρνει κελεπούρια, ἔδωκαν εἴδησιν εἰς τὸν Μῆτρον τὸν Τσηλότατον.

― Εἶναι πολλοί; ἠρώτησεν ἄλλος μάγκας, ὅστις ἵστατο πλησίον τοῦ Μήτρου.

― Εἶναι πέντ᾽ ἕξι ἑφτὰ ὀχτώ· εἶναι καμμιὰ δεκαριά… ὣς μιὰ ντουζίνα, εἶπε τὸ καραούλι.

― Σιώπα σύ! ἐπετίμησεν ὁ Μῆτρος τὸν ἐρωτήσαντα· δὲν εἶναι δουλειά σου. Ποῦ ᾽ν᾽ τοι;

― Κοντεύουν· ζυγώσανε.

― Στὰ πόστα σας, ἐσεῖς! Μαζώξετε πολλὰ βράχια, διέταξεν ὁ Τσηλότατος. Ἂν δὲν σᾶς πῶ ἐγώ, κανένας μὴ ρίξῃ!

Ὅταν ἐπλησίασεν ἡ συνοδία, τὸ φουσᾶτον ἦτον ἀνυπόμονον νὰ χυθῇ ἐναντίον της. Ἀλλ᾽ ὁ Μῆτρος διέταξε νὰ μείνουν κρυμμένοι, «στὰ πόστα τους».

― Θὰ τοὺς πάρουμε κατακοντά, ἐξηγήθη ὁ Μῆτρος εἰς τὸν πλησιέστερόν του. Νὰ ψωμώσουν πρῶτα, κ᾽ ὕστερα.

― Ἄ! ἔκαμεν ἐκεῖνος.

Νὰ ψωμώσουν, ἐννοοῦσεν ὁ Μῆτρος νὰ πάρουν λεπτά, ἀφοῦ τραγουδήσουν ἐδῶ ἐκεῖ στὰ σπίτια. Ὕστερον θὰ τοὺς ἐρρίχνοντο, θὰ τοὺς ἔπαιρναν τὰ λεπτά, καὶ θὰ τοὺς ἔδιδαν καὶ ξύλο. Τὰ «βράχια», τὰ ὁποῖα εἶχον μαζέψει, θὰ ἐχρησίμευον μόνον ἂν τυχὸν ἐτρέποντο εἰς ταχεῖαν φυγὴν οἱ ἄλλοι.

Τὰ παιδία τῆς Κάτω Ἐνορίας, μοιρασθέντα εἰς δύο, εἰσῆλθον εἰς δύο μαγαζειὰ καὶ ἤρχισαν νὰ τραγουδοῦν τὸν Ἁι-Βασίλη. Ὁ Μανώλης τὸ Χταπόδι ἵστατο εἰς τὸν παραστάτην τῆς θύρας τοῦ ἑνός. Κατόπιν εἰσῆλθον εἰς ἄλλα μαγαζειά, ἀκολούθως ἀνέβησαν εἰς γνώριμα σπίτια. Ὁ Μανώλης πάντοτε φρουρὸς τῆς ἔξω θύρας.

Ἡ συμμορία τοῦ Τσηλότατου πάντοτε ἀφανὴς τοὺς παρηκολούθει ἐξόπισθεν, κρυμμένη εἰς τὰ στενὰ καὶ εἰς τ᾽ ἀγκωνάρια τῶν σπιτιῶν.

Μετὰ ὥραν ἡ συνοδία τοῦ Μανώλη κατέβη πάλιν εἰς τὴν κυρίαν ὁδόν. Ἠκούετο ὁ βρόντος τῆς τσέπης τῶν παιδίων. Ὁ Ταπόης ἐκοίταζεν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Εἶχαν ἀκούσει ψιθυρισμοὺς δύο ἢ τρεῖς φοράς. Δὲν ἐγνώριζε καλὰ τὰ κατατόπια. Ὑπωπτεύετο καὶ ἤθελε νὰ ψάξῃ, νὰ βεβαιωθῇ. Δὲν ἤθελε ν᾽ ἀφήσῃ τὰ παιδιὰ μοναχά τους.

―Ὁ Τσηλότατος τί νὰ γίνεται; εἶπε τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἓν τῶν παιδίων.

― Πῶς δὲ μᾶς θυμήθηκε;

― Νά ὁ Τσηλότατος! ἠκούσθη αἴφνης φοβερὰ φωνή. Τσηλότατος Γιατρός!

Ἦτο ὁ ἴδιος ὁ Τσηλότατος, ὅστις ἐξεπήδησεν αἴφνης ἀπὸ ἕνα χάλασμα καὶ κατόπιν του ἔτρεξεν ὅλη ἡ συμμορία.

― Τσηλότατος Γιατρός! ἐπανέλαβον ἐν χορῷ οἱ συμμορῖταί του· κάμετε ὅλοι τὸ σκῆμα! Τσηλότατος Γιατρός!

― Πιάστε σεῖς τὰ κελεπούρια! ἐφώναξεν ὁ Τσηλότατος. Τὸ Χταπόδι τὸ κοπανίζω ᾽γώ!

Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ εὑρέθησαν ἀντιμέτωποι ὁ Τσηλότατος καὶ ὁ Ταπόης.

*
* *

Ἡ μάχη ἤρχισε. Πάραυτα ὁ πτωχὸς ὁ Ταπόης ἔφαγε δύο κατακεφαλιές, τρεῖς, τέσσαρες ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ φοβεροῦ [τοῦ] Τσηλότατου.

Δὲν ἐφαίνετο ἡ ἐλαχίστη πιθανότης, δὲν ὑπῆρχεν ἐλαχίστη ἐλπὶς ὅτι 〈δὲν〉 ἤθελε τὴν πάθῃ.

Τὸ ἓν τῶν παιδίων, τὸ ὁποῖον ἦτο σχετικώτερον τοῦ Ταπόη, ἐξεγλίστρησεν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἑνὸς μάγκα καὶ ἐπλησίασε σιγὰ εἰς τὸν Ταπόην.

Τὸ παιδίον τοῦτο ἐννοοῦσε καλῶς τὴν γλῶσσαν τοῦ Μανώλη. Ὁ προβλεπτικὸς Ταπόης τοῦ εἶχεν εἰπῆ διὰ γλώσσης καὶ διὰ χειρονομίας:

― Ἅα γῇς Τότατο μάμι μίμι, ἔα ντά, χέι τὸ ἀὸ χέι. (Τουτέστιν· ἅμα ἰδῇς τὸν Τσηλότατο νὰ κοντεύῃ νὰ μὲ κάμῃ ψοφίμι, ἔλα κοντὰ νὰ μοῦ βάλῃς τὸ χέρι αὐτὸ (τὸ ἀριστερὸ) εἰς τὸν καρπὸν τοῦ ἄλλου χεριοῦ (τοῦ δεξιοῦ.))

Κατὰ τὴν κρίσιμον στιγμὴν τὸ παιδίον αὐτὸ ἐνθυμήθη τὴν σύστασιν, ἐπλησίασεν εἰς τὸν Ταπόην κ᾽ ἐδοκίμασε νὰ ἐκτελέσῃ τὴν συνταγήν. Ἐπέτυχε.

― Τί τοῦ ἔκαμες, βρέ; Μάγια; ἠρώτησαν οἱ ἄλλοι.

*
* *

Μετὰ μίαν στιγμὴν ὁ λαιμὸς τοῦ Τσηλότατου εὑρίσκετο ὡς ἐν φοβερᾷ ἁρπάγῃ ἐντὸς τοῦ σφιγκτοῦ γρόνθου μὲ τοὺς γαμψοὺς ὄνυχας, τῆς πελωρίας χειρὸς τοῦ Ταπόη. Ὁ Τσηλότατος ἀφῆκε πνιγμένην κραυγήν. Ἤσπαιρεν, ἠγωνία, ἐσφάδαζεν. Ὀλίγον ἀκόμη ἂν ἔσφιγγεν ὁ Ταπόης, δὲν θὰ ὑπῆρχε πλέον Τσηλότατος.

― Πόκυλου! ἔκραξε μόνον ὁ Ταπόης. (Χασαπόσκυλο!)

Τὰ παιδιὰ τῆς συμμορίας, ἐκρέμασαν τὰ χέρια κάτω, καὶ ἄφησαν τὰ «κελεπούρια». Δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ψάξουν τὰ θυλάκια.

Ἡ συνοδία ἀπὸ τὴν Κάτω Ἐνορίαν ἀνεθάρρησε.

― Μπράβο, Μανώλη! Μπράβο!

Ὀλίγον ἀκόμη, καὶ οἱ ἀμυντικοὶ θὰ ἐλάμβανον ἐπιθετικὴν στάσιν. Ὁ Τσηλότατος ἐπνίγετο, ἐρρόγχαζεν, ἐξεψυχοῦσε. Τὰ μάτια του εἶχαν πεταχθῆ ἔξω ἀπὸ τὰς κόγχας. Ἡ ἀνταύγεια ἀπὸ τοὺς λύχνους τῶν μαγαζειῶν τὰ ἐδείκνυε τρομερὰ εἰς τὴν νύκτα. Ἡ σελήνη ἔλαμπεν ἐκεῖ ἐπάνω ὑψηλά. Σιωπὴ καὶ τρόμος καὶ ἀγωνία.

Ἓν τῶν παιδίων ἀπὸ τὴν συμμορίαν ἔτρεφεν ἀληθῆ στοργὴν πρὸς τὸν Τσηλότατον. Τὸν ἠγάπα ὡς ἀδελφοποιτόν. Τὸ παιδίον τοῦτο εἶχεν ἀκούσει νὰ λέγουν ὅτι ὁ Ταπόης, ὅταν συνέβη ποτὲ ν᾽ ἀκούσῃ ὅτι ἡ μήτηρ του ἀρρώστησεν ἔξαφνα, ἔτρεξεν ἔξαλλος ἐκ τρόμου καὶ ἀπελπισίας. Αἴφνης τοῦ ἦλθεν ἡ ἐνθύμησις αὐτή. Τὸ παιδίον αὐθορμήτως ἐφώναξε:

― Πεθαίν᾽ ἡ μάννα σου, Μανώλη! Μανώλη, τρέχα, πεθαίν᾽ ἡ μάννα σου!

*
* *

Διὰ νὰ σωθῇ τις ἀπὸ τοὺς ὀδόντας τῆς Σκύλλης, τὸν παλαιὸν καιρόν, ἔπρεπε νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν μητέρα τοῦ τέρατος. «Αὐδᾶν δὲ Κραταιίν, μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν».

Εἰς τοὺς καθ᾽ ἡμᾶς χρόνους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὸν Ἅγιον Φανούριον, ὀφείλουν νὰ λέγουν: «Θεὸς σχωρέσ᾽ τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου Φανουρίου! Θεὸς σχωρέσ᾽ την!» Ἡ σύμπτωσις μαρτυρεῖ ἁπλῶς πόσον κοινὴ εἶναι ἡ πρὸς τὴν μητέρα φιλοστοργία, καὶ εἰς τοὺς Ἁγίους καὶ εἰς τὰ τέρατα.

Ὁ Ταπόης ἐτρόμαξε, κατεπλάγη, ὠχρίασεν. Ἐπίστευσε πρὸς στιγμὴν τὸ ψευδὲς ἄγγελμα· ἡττήθη ἀπὸ τὸ τέχνασμα τὸ παιδαριῶδες. Ἀφῆκε τὸν λαιμὸν τὸν ὁποῖον ἀγρίως ἔσφιγγεν. Ὁ Τσηλότατος ἐγλύτωσεν εὐθηνά, τὴν βραδιὰν ἐκείνην.

Τὰ παιδιὰ τῆς συμμορίας εἶχον ἀρχίσει νὰ διασκορπίζωνται. Οἱ δύο γείτονες καταστηματάρχαι ἐπῆραν εἴδησιν ἐν τῷ μεταξύ. Ἐξῆλθον μὲ φωνὰς καὶ μ᾽ ἐπιπλήξεις. «Τ᾽ εἶν᾽ ἐδῶ; Τί γίνετ᾽ ἐδῶ;»

Ὁ Τσηλότατος, ζαλισμένος, ἔπεσεν εἰς μίαν γωνίαν, διὰ νὰ ἀναλάβῃ πνοήν. Καὶ τὰ λοιπὰ παιδία, ἐκτὸς ἐκείνου τοῦ ἀφωσιωμένου, ὅστις εἶχεν ἐπινοήσει καὶ ἐκτελέσει τὸ τέχνασμα, ἐτράπησαν εἰς φυγήν.

Ὁ Μανώλης μετὰ τῆς συνοδίας του κατῆλθον πρὸς τὴν ἐνορίαν των. Ὅλα τὰ παιδιὰ ἦσαν ὑπερήφανα καὶ καμαρωμένα. Αὐτὴν τὴν χρονιάν, ἐξῆλθον νικηταὶ ἀπὸ τὸν ἀγῶνα. Ὁ Μανώλης ἦτον ἐντροπιασμένος, διότι ἐπίστευσε τὸ ψευδολόγον παιδίον.

― Δὲν πειράζει· τὸν ἐπαρηγόρησεν ὁ Βαγγέλης, ἐκεῖνος ὅστις ἐγνώριζε τὴν γλῶσσάν του, καὶ ὅστις εἶχεν ἐκτελέσει τὸ πείραμα τῆς ἐμβολῆς καὶ τῆς κατευθύνσεως τῆς χειρός. ― Καλύτερα ποὺ σὲ γέλασε, παρὰ νὰ σοῦ τό ᾽λεγε ἀλήθεια καὶ νὰ λὲς πάλι, καθὼς τὴν ἄλλη φορά, ―θυμᾶσαι;― ποὺ κινδύνεψε ν᾽ ἀποθάνῃ ἡ μάννα σου: «Πᾶ μένη! †πᾶ-ντα·† μένη!» (Πάει, καημένη! πανταπάει, κατακαημένη!)