Σελ. 51-55
Ὅτ᾿ εἶχε βασιλέψ᾿ ὁ ἥλιος. Κατεβαίναμε τὸ στενὸ καλδερίμι, τὸν κατήφορο. Ζερβὰ μεριά, στὸ κάτω σκαλοπάτι τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ τοῦ Γιάννου τ᾿ Ἀγιώτη (μιὰ φορὰ ἦτον τοῦ Γιάννου τ᾿ Ἀγιώτη, ὅταν ὁ μακαρίτης ἐζοῦσε κ᾿ ἐμεθοῦσε ἀκόμα· τώρα δὲν ξέρω πλιὰ τίνος εἶναι, γιατὶ πέρασαν τόσα χρόνια!) καθέταν ἡ Μορισὼ τὸ Γιαλινάκι, μὲ τὴ ρόκα της, μὲ τ᾿ ἀδράχτι της, μαζὶ μὲ δυὸ ἄλλες, κι ἄλεθε ἡ γλῶσσά της. Τὴν στιγμὴ ποὺ περνοῦσα, ἄκουσα νὰ πέσῃ μιὰ παροιμία ἀπ᾿ τὸ στόμα της:
― Τρεῖς ὁπ᾿ σ᾿ ἔχω, ἄντρα, καὶ τρεῖς ὁπ᾿ μ᾿ ἔχεις, ἕξι· καὶ τρεῖς τοῦ παιδιοῦ, ἐννιά…
*
* *
Ἐκεῖνο τὸ δειλινό, εἶχε σπαργανίσει*, καθὼς ἔμαθον, μία νιόνυφη, ἡ γυναίκα τοῦ Κώστα τοῦ Μπουλτογιάννη. Ἓξ ἑφτὰ μῆνες εἶχαν περάσει ἀπ᾿ τὸ γάμο. Ἡ θεια-Μορισὼ ἐσχολίαζε, τώρα, κατὰ τὸν δικόν της τὸν τρόπο, τὸ φταμηνίτικο ἢ τὸ πρωιμάδι*, ποὺ εἶχεν ἔρθει στὸν κόσμον αὐτόν.
Ὅλα τὰ συμβάντα τοῦ μικροῦ χωριοῦ, τὰ ὅσα γίνονταν, καὶ τὰ ὅσα δὲν εἶχαν γίνει ἀκόμα, ἔτσι τὰ σχολίαζε. Δὲν ἄφηνε καμμιὰ κουβέντα, κανένα μαντᾶτο, κανένα «λακριντί»*, ποὺ νὰ μὴν τ᾿ ἀποσώσῃ*. Μ᾿ αὐτά, καὶ μὲ τὴ ρόκα της, περνοῦσε τὴν ὥρα της, κ᾿ ἔκανε νὰ περάσουν καὶ τῶν ἄλλων γυναικῶν οἱ ὧρες. Ἀλλοιῶς, τί θὰ γινότανε, σ᾿ αὐτὸν τὸν παλιόκοσμο;
Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ὁ σχωρεμένος, ὁ ἄντρας της, πέθανε, ὁ ἀδιαφόρετος*, καὶ τῆς ἄφησε τρία παιδιά. Ὁ γυιός της, ὁ μεγάλος, ἀπὸ τριάντα χρόνια τώρα, εἶχε πάρει μαῦρα πέλαγα. Ἄμορος* εἶχε γίνει, καὶ δὲν ἀκούστηκε πλιά. Ὁ ἄλλος, ὁ μικρός, ἀκουγόταν ἀκόμα κάποτε· ἦτον στὴν Ἀμέρικα χρόνια, τῆς ἔγραφε πὼς θά ᾽ρθῃ, καὶ δὲν ἐρχότανε. Τὴν κόρη της, τὴν εἶχε καλοπαντρέψει, μὰ δὲν εἶχε τύχη νὰ ζήσῃ· πέθανε στὴ γέννα, καὶ τὸ παιδὶ ἔζησε ὣς ποὺ ν᾿ ἀποχτήσῃ τὸ δικαίωμα ὁ πατεριασμένος* του νὰ κληρονομήσῃ τὰ προικιά, κ᾿ ὕστερα, στοὺς πέντε μῆνες ξαναπαντρεύτηκε· αὐτὸς ἦτον ὁ μεγαλύτερος καημὸς τῆς θεια-Μορισίνας!
*
* *
Γιὰ νὰ μαλακώσ᾿, ἡ ταλαίπωρη, τὸν πόνο της, ἔκαμε στὴν ἀρχὴ νὰ πέσῃ στὰ θεῖα καὶ σὲ ἀγαθοεργίες. Θέλησε νὰ πάρῃ ψυχοκόριτσο ἕν᾿ ἀρφανό, ποὺ κανεὶς δὲν ἤξερε τὸν πατέρα του. Ἐπειδὴ ὅμως ἦτον πολὺ ἀράθυμη καὶ ὅταν θὰ θύμωνε, θὰ φώναζε τὸ κορίτσι «μπαστάρδικο!», γιὰ νὰ μὴν κολάζῃ τὴν ψυχή της, ἔκαμε καλύτερα νὰ τὸ διώξῃ, ὕστερ᾿ ἀπὸ τρεῖς μέρες ἀφοῦ τὸ πῆρε στὸ σπίτι της.
Καμπόσες φορὲς εἶχε κάμει κόλλυβα καὶ λειτουργιὲς γιὰ τοὺς πεθαμένους. Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ ὀλίγο, τὰ ἔφερε ὁ διάολος νὰ μαλώσῃ μὲ τὸν ἕνα, ἔπειτα μὲ τὸν ἄλλον, παπὰ τῆς Ἐκκλησιᾶς· τότε κι αὐτή, γιὰ νὰ μὴν τοὺς τὰ χαραμίζῃ, καὶ κολάζῃ τὴν ψυχή της, ἔπαψε τὶς προσφορὲς καὶ τὰ μνημόσυνα.
Μόνο ἐπήγαινε ἀκόμα στὴν Ἐκκλησιά, κ᾿ ἐκολλοῦσε κεράκια στοὺς Ἁγίους. Ὕστερα, ἐπειδὴ μέμφθηκε τὸν ἐπίτροπο, πὼς ἔκλεψε τάχα ἀπ᾿ τὸ παγκάρι, ἔπαψε ν᾿ ἀγοράζῃ ἀπ᾿ τὴν Ἐκκλησιά, κ᾿ ἔπαιρνε ἀπ᾿ τὸν μπακάλη. Ἔπειτα, ὁ παπάς, ὁποὺ δὲν τά ᾽χε ἀκόμα καλὰ μαζί της, τῆς εἶπε νὰ μὴ φέρνῃ νοθεμένα κεριά, μόνε νὰ ψωνίζῃ ἀπ᾿ τὸ παγκάρι. Τότε κι αὐτὴ ἔπαψε νὰ κολλᾷ κεριά.
Ὡστόσο, ἐπήγαινε ἀκόμα στὴν Ἐκκλησιά. Ὕστερα, ἐπειδὴ ἔβλεπε καμπόσες γυναῖκες, ὁποὺ αὐτὴ τὶς εἶχε γιὰ κλεφτρίνες καὶ γιὰ «παστρικές», νὰ ἔρχωνται κοντὰ στὸ στασίδι ποὺ ἀκουμποῦσε, καὶ νὰ κάνουν μακριοὺς σταυροὺς καὶ στρωτὲς μετάνοιες, σκανδαλίσθηκε, καὶ δὲν ἐπατοῦσε πλιὰ στὴν Ἐκκλησιά, γιὰ καμπόσον καιρό.
*
* *
Τόσο κακότυχη ποὺ ἔμεινε, γιὰ νὰ ἔχῃ μιὰ παρηγοριὰ στὴ μονοτονία τῆς ζωῆς της, ἀποφάσισε καὶ δεύτερη φορὰ νὰ πάρῃ ἕνα ψυχοπαίδι, ποὺ νὰ εἶναι ἀπὸ μάννα καὶ πατέρα, γιὰ νὰ μὴν τὴν βάζῃ ὁ πειρασμός, στὸ θυμό της ἀπάνω, νὰ τὸ φωνάζῃ μπάσταρδο. Ηὗρε, ἀλήθεια, ἕνα ὀρφανό, ποὺ ἦτον κι ἀπὸ μακρινὴ γενιά της. Τὸ πῆρε, τὸ ἀνάθρεψε, τὸ μεγάλωσε. Κεῖνο βγῆκε πολὺ θεληματάρικο, ἀπαιτοῦσε πάντοτε «τὸ δικό του νὰ γένῃ». Αὐτὴ ἦτον πολὺ ἁψίθυμη, καὶ δὲν ἔκαναν καλὸ χωριὸ οἱ δυό τους. Τέλος, τὸ παιδὶ μπαρκάρισε, «πῆρε τὰ μάτια του κ᾿ ἔφυγε», καὶ τὸν δεύτερον χρόνο ἐπνίγη μ᾿ ἕνα καΐκι ποὺ ἀρμένιζε. Καὶ πάλι ἡ θεια-Μορισίνα ἀπέμεινεν ἔρμη καὶ μοναχή.
*
* *
Καὶ τώρα ἐγήραζε, κ᾿ ἐδιψοῦσε γιὰ συντροφιά, μέσα στοὺς τέσσερες τοίχους τοῦ σπιτιοῦ της. Αὐτὴν τὴ φορά, τὴν ὁρμήνεψαν νὰ μὴν πάρῃ πατριωτάκι, μὰ ξένο, γιὰ νὰ μὴ λάβῃ θάρρος μαζί της. Ἐπῆρ᾿ ἕνα κορίτσι ἀπὸ ξένα μέρη, ἀπ᾿ τὴ στεριὰ τὴν ἀντικρινή, φτωχό, ἔρμο καὶ σκοτεινό. Τὸ ἀνάστησε, τὸ πόνεσε, τὸ μεγάλωσε. Αὐτό, σὰν ἔγινε δεκαπέντε χρόνων, ἀγάπησ᾿ ἕνα νέον στὴ γειτονιὰ καὶ μιὰ βραδιά, τὴ Σαρακοστή, ὅταν ἡ ψυχομάννα της ἦτον στὴν Ἐκκλησιά (γιατὶ εἶχε ξαναρχίσει, φυσικά, νὰ πηγαίνῃ, ἐπειδὴ δὲν ὑπόφερνε νὰ τήνε λένε «ξεχωρισμένη» κι «ἀλιβάνιστη») ἔμπασε τὸν ἀγαπητικὸ στὸ σπίτι, κ᾿ ἔκαμε ἀρρεβώνα μαζί του. «Ἢ θὰ μὲ πάρῃς, ἢ θὰ χαθῶ».
Ἡ ψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, ἀπ᾿ τὸ κακό της. Τῆς ἦρθεν, εὐθύς, νὰ τὴν πετάξῃ ὄξω, ἀφοῦ τὴν γδύσῃ, καὶ νὰ τὴν ἀφήσῃ μὲ τὸ πουκάμισο. Ἐδῶ «τὰ ηὗρε σκοῦρα». Οἱ δικολάβοι, ὁποὺ δὲν λείπουν ἀπὸ κανένα μικρὸ χωριό, ὑπερασπίστηκαν τὴ νέα, καὶ τὴν ἐσυμβούλεψαν νὰ μὴν κουνηθῇ ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἡ θειὰ τὸ Γιαλινάκι ἐπῆγε σ᾿ ἕνα ξάδερφό της, ποὺ ἦτον κάπως μεγάλος καὶ τρανός, ἀνώτερος ὑπάλληλος τοῦ Κουβέρνου, κι αὐτὸς τὴν ὁρμήνεψε νὰ βάλῃ μαστόρους νὰ ξεσκεπάσουν τὸ σπίτι, γιὰ νὰ τὴν ἀφήσῃ νὰ πεθάνῃ ἀπ᾿ τὸ κρύο, κι ἀπ᾿ τὸ ἄλλο μέρος, νὰ τοῦ κάμῃ τὸ σπίτι ἀπάνω του, οἰκονομικά*, καθὼς τὸ ξανάλεγε ὕστερα ἡ θεια-Μορισίνα. Ἀληθινά, χωρὶς νὰ τὸ καλοσυλλογιστῇ, μὲ βία, ἐπῆγε καὶ τοῦ ἔκαμε τὸ ἔγγραφο τὸ «οἰκονομικό», κ᾿ ἔβαλε δύο μαστροχαλαστῆδες μισομεθυσμένους, ἕνα κοντόγιορτο, κι ἄρχισαν νὰ κατεβάζουν τὰ κεραμίδια…
Τότε, ἔξαφνα, τὴν ἐπῆρε τὸ παράπονο, κόπηκε ἡ καρδιά της, κι ἄρχισε νὰ χύνῃ τόσα δάκρυα ἀπ᾿ τὰ μάτια της, ὡς νὰ εἶχε μέσα της ὁλάκερη στέρνα βουλωμένη, ποὺ δὲν εἶχε δουλευτῆ ποτέ, καὶ τώρα μόνο ἄρχισε νὰ ξεχειλίζῃ. Λοιπόν, τὸ μετανόησε, ἔτρεξε στὸν ἐξάδερφό της, καὶ τὸν ἐπαρακάλεσε νὰ τῆς χαλάσῃ τὸ ἔγγραφο τὸ «οἰκονομικό». Ὁ ξάδερφος, ὅμως, δὲν φαίνεται νὰ εἶχε πολλὰ ὑγρὰ μέσα του· ἀρνήθηκε, σκληρύνθηκε, κ᾿ εἶπε πὼς τὸ σπίτι ἦτον δικό του…
*
* *
Ἀφοῦ εἶδε κι ἀποεῖδε, ἡ γρια-Μορισίνα, καὶ καμμιὰ δουλειά, κανένα ἔργο, ὅ,τι κι ἂν εἶχε καταπιαστῆ, δὲν τῆς ἐβγῆκε σὲ καλὸ τέλος, στὰ ὑστερνά της βάλθηκε κι αὐτὴ ν᾿ ἀποσώνῃ τὶς κουβέντες, τὰ μαντᾶτα, καὶ τὶς δουλειὲς τῶν ἀλλωνῶν. Κ᾿ ἐπέρναε τὸν καιρό της νὰ κρένῃ καὶ νὰ ξεστομίζῃ σχόλια γιὰ κάθε τι. Ἡ μεγαλύτερη δουλειά της ἦτον νὰ λέῃ τραγουδάκια, νὰ βγάζῃ παραγκώμια γιὰ τὸν καθένα.
Ἅμα ἔβγαινε τὸ πουρνὸ ἀπ᾿ τὴν Ἐκκλησιά, ἀπὸ τὴ στερνὴ φορὰ ποὺ εἶχε ξαναρχίσει νὰ πηγαίνῃ, τὸ ἔστρων᾿ ἐκεῖ στὰ σκαλοπατάκια, ὄχι μακριὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι της, κ᾿ ἔπιανε λακριντὶ μὲ τὶς γειτόνισσες. Τὶς καθημερινὲς ἔκανε καὶ τὴ ρόκα της, ἐδούλευε κ᾿ ἡ γλῶσσά της, σὰν νὰ ἔκαναν ζευγάρι τὰ δυό. Τὶς Κυριακές, ποὺ ἔβλεπε καὶ πλειότερον κόσμο (γιατὶ τὸ στενὸ κατηφορικὸ καλδερίμι ἦτον πρῶτο σοκάκι κατὰ τὸ γιαλό, δίπλα στὴν πιάτσα) ἄλεθε τὸ διπλὸ ἡ γλῶσσά της.
Ἂν ἔβλεπε κανένα μαραγκὸν τοῦ ταρσανᾶ στολισμένον, μὲ γαλάζια γυαλιστερὴ βράκα, μὲ τὸ φέσι κατακόκκινο, καὶ μακριὰ φούντα, ἔλεγε: «Κόρδα* καὶ φούντα, καὶ τ᾿ ἄσπρα*, ποῦ ᾽ν᾿ τα;»
Ἂν ἐπερνοῦσε καμμιὰ νιόνυφη, μὲ ὁλόχρυσα κεντήματα καὶ ποδογύρια*, ποὺ ἡ κορμοστασιά της δὲν τῆς ἐφαίνεταν τόσο νόστιμη: «Τί τέμπλα*, τί ἀνέμη*, θὰ πῶ*; Κουρμαντέλα*, νὰ μὴν ἀβασκαθῇ, τὸ κορμί της!…»
Ἂν ἦτον κοντὴ καὶ χωρὶς μέση: «Τί κουβάρι εἶν᾿ τοῦτο, μαθές; Πῶς δὲν τὴν ἐξεδίπλωσε ἡ μάννα της;…»
Ἂν ἦτον καμμιὰ ψηλὴ κι ἄγαρμπη: «Δὲ σᾶς φαίνεται σὰ μανάλι μὲ τὴ λαμπάδα σπασμένη… ποὺ τὸ πάει ὁ μπάρμπ᾿ Ἀναγνώστης μπροστὰ ἀπ᾿ τὸν παπά, ποὺ θὰ πῇ τὸ “Σοφία, ὀρθοί”»;
Ἂν ἔβλεπε κανένα κορίτσι πολὺ μαυρειδερό: «Τὴν ἐπάτησε στὴν μπογιὰ οὑ Ἀρούμ᾿ς» (παραγκώμι ἑνὸς βαφιᾶ τοῦ τόπου).
Ἂν ἐπερνοῦσε κανένα ψηλὸ ὑποκείμενο: «Νύχτωσε, καὶ δὲν πρόφτασε νὰ χτίσῃ ἄλλο μισό. Χρειάζεται σκαλωσιὰ νὰ βάλῃ ὁ Ἀριφός» (παρατσούκλι τοῦ πρωτομάστορη, ποὺ σκάρωνε τὰ καράβια).
Καμπόσων ἀνθρώπων τὴ ζωὴ καὶ τὰ πάθια, τά ᾽παιρνε «κουτουριάρικα»*, καὶ τά ᾽χε σχεδὸν μονοπώλιο, ἡ γρια-Μορισίνα. Ἐκείν᾿ ἡ παροιμία ποὺ ἀκούσαμε ἀπ᾿ τὸ στόμα της, «Τρεῖς ὁπ᾿ σ᾿ ἔχω», κτλ., ἦτον μόνο συνέχεια χωρὶς τέλος. Ἕνα χρόνο πρίν, ὅταν εἶχε γίνει ὁ ἀρρεβώνας, τοῦ ἴδιου τ᾿ ἀντρόγυνου, εἶχε ᾽πεῖ: «Τὰ ὄρνια παντρεύουνται, καὶ τὰ στοιχειὰ βλογιοῦνται…»
*
* *
Μιὰ βραδειά, πρὸ χρόνων, ὅταν εἶχε βγῆ περίπατο ἕνα ζευγάρι ἀρρεβωνιασμένων, ὁποὺ οἱ μαννάδες καὶ τῶν δυὸ κάτι παλιὰ ψεγάδια εἶχαν, φαίνεται, στὴν ὑπόληψή τους, ἡ γριὰ ἔξαφνα εἶχε ξεφωνίσει:
― Τί ταιριασμένο ἀντρόγυνο, νὰ σ᾿ πῶ!
― Σὲ τί εἶναι ταιριασμένο, θεια-Μορισώ; τὴν ἐρώτησαν.
― Νά πλιά, π……ς γυιός, καὶ π……ς δυχατέρα, ἀπήντησεν ἡ γερόντισσα.
*
* *
Μιὰ χρονιά, εἶναι τώρα πολὺς καιρός, ὁ καινούργιος δήμαρχος ποὺ εἶχε γίνει στὸ χωριό, θέλοντας νὰ νεωτερίσῃ, ξώδεψε ὀλίγες χιλιάδες τοῦ Δήμου τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ κάμῃ λέει «ἀρτεσιανὰ φρέατα». Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ ὀλίγους μῆνες, τὰ ψευτοπήγαδα χάλασαν, κ᾿ ἔγιναν ἄχρηστα. Ἡ θεια-Μορισίνα, πῆγ᾿ ἕνα βράδυ νὰ γεμίσῃ τὸ κανατάκι της, σ᾿ ἕν᾿ ἀπ᾿ αὐτά, καὶ δὲν ηὗρε νερὸ στάλα.
― Παλαβώσανε καὶ τὰ φτιάσανε· παλαβώσανε καὶ τὰ χαλάσανε; εἶπε.
Θαρρῶ πὼς αὐτὸ ἦτον τὸ ἀπόφθεγμά της τὸ τελευταῖο. Ὕστερ᾿ ἀπ᾿ ὀλίγο, σχωρέθηκε.