Αγάπη στον Κρεμνό

Σελ. 481-492

Καθὼς εἴχομεν ἀναβῆ ἐπάνω εἰς τὸν Ἅιν-Ταξιάρχην, ἐγὼ κι ὁ Γιαννάκης τοῦ καπετὰν Ἀργυροῦ, τὸ Πετρὶ δὲν τὸ ηὕραμεν ἐκεῖ, ἔλειπεν· ὁ σύζυγός της μᾶς ἐδεξιώθη εἰς τὸν κῆπον, ὁ Γιάννης τ᾿ Πετριοῦ, ἀνεψιὸς τῆς Ζήσαινας. Ἐπατήσαμεν ἐπάνω στοὺς τοίχους τῆς στέρνας διὰ νὰ περάσωμεν, ἐγὼ κατέβην διὰ τῆς ἀντηρίδος τῆς στέρνας, ὁποὺ ἦτο μισοχαλασμένη καὶ λιποπετροῦσα. Ἐντεῦθεν δὲν εἶχε τίποτε τὸ ὀλισθηρόν, ἂν καὶ πλαγία διαγώνιος, κ᾿ ἐπάτει τις ἀσφαλῶς ἐπ᾿ αὐτῆς. Ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ βόδια ἔβοσκον ἐκεῖ εἰς τὸ ὑψηλὸν λιβάδι, ἄνω τῆς πρώτης αἱμασιᾶς. Τὰ εὐλογημένα ζῷα, καθὼς κοιτάζουν μὲ βλοσυρὸν καὶ ἀπλανὲς βλέμμα, μεγαλόμματα καὶ μὲ τὰ ἄτακτα κινήματα ποὺ κάμνουν συχνά, εἶναι ἱκανὰ νὰ τρομάξουν πάντα ἄνθρωπον. Δι᾿ αὐτὸ ἐδέησε ν᾿ ἀναβῶμεν ἐπὶ τῆς στέρνας, ὅπως διέλθωμεν.

Οἱ βουκόλοι σᾶς λέγουν: Μὴ φοβεῖσθε, δὲ βαροῦν. Καλά, μπορεῖ νὰ μὴ βαροῦν, ἂν καὶ ὑπάρχουν πολλὰ παραδείγματα βοῶν κερατιστῶν, ποὺ ἐξεκοίλιασαν ἀνθρώπους. Ἀλλὰ πῶς θέλεις νὰ ξεύρῃ ὁ ξένος καὶ ἄπειρος ἄνθρωπος, ὁ κάτοικος τῆς πόλεως, ἢ τὸ ἀσθενὲς πλάσμα, γυνή, ἀνήλικον παιδίον, ὅτι εἶναι ἀκίνδυνα; Εἰς τὸ μέσον στενοῦ ἀγροτικοῦ δρόμου, ἀνάμεσα εἰς φράχτες, ὅπου συναντᾷς ἔξαφνα τὰ πελώρια αὐτὰ κερασφόρα, πᾶς ἄνθρωπος πτοεῖται, κ᾿ ἐξαφνίζεται. Καὶ οἱ ἀγωγιᾶται πάλιν σοῦ φωνάζουν: ― Πέρνα, δὲν κλωτσᾷ τὸ μουλάρι. ― Πλὴν αὐτό, ἄνθρωπε, τὸ ξεύρεις ἐσύ, ἂν κλωτσᾷ ἢ δαγκάνῃ ― ἀγκαλὰ καὶ σὺ πολὺ βέβαιος δὲν εἶσαι, καὶ ὑπάρχουν καὶ κακαὶ ὧραι, ὡς λέγεται. Ἀλλὰ διατί νὰ τὸ δέσῃς τοῦ δρόμου διασφὰξ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸν ἕνα φράχτην, μὲ τὴν οὐρὰν πρὸς τὸν ἄλλον, σύρριζα; Κλωτσᾷ ἆρά γε ἢ δαγκάνει;

*
* *

Εἶδα μίαν πτωχὴν κόρην ἁπλοϊκήν, ἥτις εἶχε τὸ προνόμιον, ὅσον καὶ ἂν ἐγήρασκε, νὰ φαίνεται πάντοτε ὡς μικρὰ παιδίσκη, τὴν Ματώ, ὅταν τὸ γαϊδουράκι της εἶχε πηλαλήσει μίαν πρωίαν ἐπάνω εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Ἁι-Λιᾶ. Τρέχουσα νὰ τὸ φθάσῃ, τὸ ἐκτύπα ἅμα εἰς τὰ κάπουλα, καὶ ὅταν δὲν τὸ ἔφθανε πλέον, ἤρχισε νὰ τὸ πετροβολῇ. Οἱ μάγκες τῆς ἐφώναζον: ― Ἄ, Ματώ, τρέχα νὰ τὸ φθάσῃς, καὶ συγχρόνως ἔρριπτον χάλαζαν πετρῶν κατόπισθεν τοῦ ζῴου καὶ τῆς Ματῶς. Ὅσον ἐπετροβολοῦσαν οἱ μάγκες, τόσον ἔτρεχε τὸ Ματώ· ὅσον ἔτρεχε τὸ Ματώ, τόσον ἔφευγε τὸ γαϊδουράκι. Τώρα, ποῖον ἐκ τῶν δύο θρεμμάτων θ᾿ ἀπέκαμνε πρῶτον διὰ νὰ σταματήσῃ, τὸ Ματὼ ἢ τὸ γαῖδούρι;

Τοῦτο μ᾿ ἐνθύμισε τί εἶχα ἰδεῖ πρὸ πολλῶν ἐτῶν, ὅταν ἐπεσκέφθην νέος τὸν Ἄθωνα. Ἐκεῖ, ὅταν διέτριψα ἐπὶ ἑβδομάδας εἰς τὴν σκήτην τὴν Ξενοφωντινήν, κειμένην ἡμισείας ὥρας δρόμον ὑψηλότερον τοῦ ρωσικοῦ μοναστηρίου, γύρω εἰς τὴν καλύβην τοῦ Νήφωνος τοῦ Δοχειαρίτου, ὅπου ἐφιλοξενούμην ― ἦτο ὁ μακαρίτης πατριώτης μου καὶ πιστὸς φίλος δι᾿ ἐμέ ― ὅλαι αἱ γειτονικαί μας καλύβαι ἀνῆκον εἰς ἀλλογλώσσους. Ἑκάστη καλύβη ἀσκητῶν, μικρὰ ἢ μεγάλη, ἔχει περιοχὴν ὁλόγυρα, ἄμπελον, κῆπον, ἐλαιῶνα. Μέσα δὲ ἔχει μεταξὺ τῶν κελλίων της εὐκτήριον οἶκον ἢ ναΐσκον. Πανωκέφαλά μας, πρὸς ἀνατολάς, ἦτο ἡ καλύβη τοῦ παπα-Σεραφείμ, Βουλγάρου, ἢ μᾶλλον Γραικοβουλγάρου. Ἀριστερά μας, πρὸς βορρᾶν, ἦτο ἄλλος ἰδιώτης Σεραφείμ, Ρῶσος, κάτωθέν μας, πρὸς δυσμάς, Παΐσιος Ρῶσος, καὶ δεξιά μας, πρὸς μεσημβρίαν, ὁ παπα-Εἰρηναῖος, ἄλλος Ρῶσος. Ὅλοι οὗτοι, πλὴν τοῦ Βουλγάρου παπα-Σεραφείμ, δὲν ἤξευρον οὔτε κρὰ ρωμέικα.

Κατὰ Κυριακὴν καὶ ἑορτήν, ὅλοι οἱ ἀσκηταὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι, καὶ μοναχοὶ καὶ ἀμόναχοι, κατήρχοντο εἰς τὸν Ἁγ. Παντελεήμονα, τὸ ρωσικὸν μοναστήρι, ὅπου ἐγίνετο πανδαισία, ὡς καὶ διανομὴ ἀργυρῶν καπικίων. Καθὼς εἶχεν ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν Μονὴν ταύτην μίαν Κυριακήν, ὀλίγον πρὸ μεσημβρίας, ὁ παπα-Εἰρηναῖος, πρὸ μικροῦ δὲ εἶχε φθάσει καὶ ὁ Νήφων ὁ ξενοδόχος μου, εἷς ταῦρος, ἢ ἐκτομίας ἴσως (διότι οἱ Ρῶσοι εἶχον εἰσαγάγει, πλὴν ἄλλων νεωτερισμῶν, καὶ τὰ ζῷα ταῦτα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος), εἶχε πλησιάσει εἰς τὴν πύλην τοῦ κήπου τῆς περιοχῆς τοῦ παπα-Εἰρηναίου. Ἡ πύλη αὕτη, ὡς καὶ ὅλαι αἱ αὐλόπορται τῶν ἀσκητῶν, ἦτο κατεσκευασμένη, τὰ μὲν κάτω ἀπὸ σανίδας συμπαγεῖς, τὰ δὲ ἄνω ἀπὸ πήχεις ξύλων ἀνέτως καὶ ἀτάκτως βαλμένας, μὲ πολλὰ κενὰ καὶ χάσματα. Τὸ βόδι, ἅμα εἶδεν ὑψηλοὺς καὶ θαλεροὺς κλάδους ἔσωθεν τῆς πύλης, ἔβαλε τὴν κεφαλήν του μέσα. Τὸ μεγαλύτερον χάσμα μεταξὺ τῶν θυρίδων αὐτῶν τῶν σταυροειδῶν ἢ ἀστεροειδῶν, συνέβη νὰ χωρῇ ἴσα ἴσα τὴν κεφαλὴν τοῦ ζῴου. Ὁ ταῦρος, ἀφοῦ εἰσήγαγε τὴν κεφαλήν του, ἐπιάσθη ἐκεῖ ὡς εἰς παγίδα καὶ δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ κουνηθῇ ἐμπρὸς ἢ ὀπίσω. Ὁ παπα-Εἰρηναῖος, ἁπλοϊκὸς καθ᾿ ὅλα τὰ φαινόμενα, ἅμα εὗρε τὸν περίεργον ἐπισκέπτην ἐκεῖ, ἐφαντάσθη, σχεδὸν ὅπως καὶ τὸ Ματώ, ὅτι ἐὰν ἐκτύπα τὸ ζῷον ὀπίσω εἰς τὰ γλουτά, θὰ ἐσωφρονίζετο, ὥστε νὰ βγάλῃ τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴν θυροπαγίδα. Εἶχε λοιπὸν τὴν ὀγκώδη ὁδοιπορικὴν ράβδον του, καὶ μὲ αὐτὴν ἤρχισε νὰ κτυπᾷ ἀλύπητα τὸ ζῷον εἰς τὰ ὀπίσθια, κ᾿ ἐκτύπα, κ᾿ ἐθορύβει, κ᾿ ἐγέλα· καὶ τὸ βόδι ἐξηκολούθει νὰ ἔχῃ τὸ κεφάλι ἐντὸς τῆς παγιδοθύρας, κ᾿ ἔμενεν ἀκίνητον καὶ ἐμούγκριζε.

Ὁ Νήφων μ᾿ ἐφώναξε νὰ ἰδῶ τὸ θαῦμα.

― Κοίταξε, μοῦ λέγει, ὁ βλοημένος ὁ παπα-Εἰρηναῖος! μὲ τὶς χτυπιὲς πιστεύει ὅτι θὰ ἐλευθερώσῃ τὴν πόρτα του ἀπὸ τὸ βόδι. Θαρρῶ πὼς θὰ ἔκαναν ἕνα ζευγάρι κ᾿ οἱ δυό.

Ἡ πύλη τοῦ Ρώσου ἱερέως ἦτο ἀντικρὺ τῆς ἰδίας μας αὐλοθύρας. Εἶπεν ὁ Νήφων, καὶ συγχρόνως ἔτρεξεν, ἐπήδησε μᾶλλον, διῆλθε τὸν στενὸν δρομίσκον, καὶ γελῶν ἔνευσεν εἰς τὸν Ρῶσον νὰ ἡσυχάσῃ. Εἶχε μάθει ὁ ἴδιος πέντε ἢ ἓξ ρωσικὰς λέξεις, τὰς ὁποίας, ὅταν εἶχε νὰ κάμνῃ μὲ Ρώσους ἐκεῖ ἔρριπτε, προσπαθῶν διὰ νευμάτων νὰ γίνῃ εὐγλωττότερος.

―Ἔ, ὄτσιε Εἰρηναῖο, νιὲτ χαρός*; χαρασό, χαρασό*.

― Σκουζένιε*, ὑπεστέναξεν ὁ Εἰρηναῖος.

Ὁ Νήφων προέκυψεν ἐμπρός, ἐπέρασε τὰς δύο χεῖράς του μέσα εἰς τὸ χάσμα, συνέλαβε τὰ δύο κέρατα, ἔσπρωξε τὴν κεφαλὴν τοῦ ζῴου πρὸς τὰ κάτω, συνέστρεψεν ἐλαφρὰ τὸν λαιμόν του, ἐπέρασε τὰ κέρατα διὰ τοῦ χάσματος ἔξω, καὶ ἠλευθέρωσε τὸν ταῦρον, τὴν πόρταν τῆς περιοχῆς τοῦ παπα-Εἰρηναίου, καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον.

Ὁ Ρῶσος εὐγνώμων τὸν ἐκάλεσεν εἰς τὴν οἰκίαν νὰ τὸν κεράσῃ τσάι. Ὅταν ἐπέστρεψε, μοῦ εἶπε: «Ἅμα πιῇς τσάι ἀπὸ Ρῶσον καλόγηρον, πρέπει ν᾿ ἀναποδογυρίσῃς ὕστερα τὸ τάσι, ἀφοῦ τὸ πιῇς· ἀλλοιῶς, θὰ ἐξακολουθῇ νὰ σοῦ τὸ γεμίζῃ ὣς τὸ πρωί».

*
* *

Ὅλα ταῦτα τ᾿ ἀνεπόλουν τὴν πρωίαν ἐκείνην εἰς τὸν Ἅιν-Ταξιάρχην, ἅμα εἶδα τὸ βουκόλιον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μᾶς ἐβίασε νὰ κάμωμεν καμπύλην, ἐπάνω στέρνας καὶ ἀντηρίδος, διὰ νὰ περάσωμεν. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἑώρτασα τὰ γενέθλιά μου ἐσχάτως, τὴν 4ην Μαρτίου, ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ ἀκόμη μία παρέκβασις. Πόρρω τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, εἰς τὴν καμπὴν καὶ τὴν κλιτὺν τοῦ βίου μου, ἓν ἀπομεσήμερον, εἰς τὰ κάτω τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, ἄνω τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων, ἓν λεωφορεῖον τοῦ τροχιοδρόμου ἀνήρχετο. Δέκα βήματα ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν ἀλόγων, ὀνάριον διέσχιζε τὴν γραμμήν, φορτωμένον χόρτα, ὅπως λέγουν εἰς τὰς Ἀθήνας, ἤτοι ἀγριολάχανα φαγώσιμα. Ἔφερεν ἕνα σάκκον πλήρη διάπλατα ἐπὶ τοῦ σάγματος, κ᾿ ἡ Βλάχα ἠκολούθει μὲ τὴν βέργαν της τρία βήματα ὄπισθεν. Συνέβη, ἴσως διότι ἐλύθη τὸ στόμιον τοῦ σάκκου, ὡς κάτω νεῦον, νὰ πέσουν καὶ νὰ σκορπισθοῦν ὀλίγα λάχανα ἐπ᾿ αὐτῆς τῆς σιδηρᾶς τροχιᾶς. Τὸ γαϊδουράκι, τὸ καημένον, ὡς νὰ εἶχε πέσει τὸ ἕρμαιον τοῦτο ἐξ οὐρανοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἰδίαν πλάτην του, ἐστάθη, καὶ ἤρχισε ν᾿ ἁρπάζῃ μὲ τὸ ρύγχος του τὰ δροσερὰ χόρτα, καὶ νὰ τὰ μασᾷ ἡδονικῶς μὲ μακαρίαν ὑπερφροσύνην καὶ ἀδιαφορίαν, ἂν ἤρχετο ἢ δὲν ἤρχετο τὸ λεωφορεῖον κατεπάνω του. Ἡ γριὰ ἡ Βλάχα ἔτρεξεν ἐπάνω στὰ σίδερα τῆς γραμμῆς, διὰ νὰ τὰ μαζώξῃ, νὰ τὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν ὄρεξιν τοῦ ζῴου, καὶ νὰ τὰ βάλῃ πίσω εἰς τὸν σάκκον, μὲ τὴν ἰδέαν νὰ τὰ μοσχοπωλήσῃ, ὡς νὰ μὴν ἔβλεπε τὸ φοβερὸν ὄχημα μὲ τὰ τρία λιπόσαρκα ἄλογα, ποὺ ἤρχετο τριζοκοποῦν κατεπάνω της. Ὁ ἡνίοχος, γελῶν καὶ θυμωμένος, μετὰ βίας μόλις ἐκράτει τ᾿ ἄλογα, κ᾿ ἐφώναζεν αὐτός, ἐφώναζον γελῶντες καὶ οἱ πεζοὶ διαβάται πρὸς τὴν γραῖαν ―ἐνῷ οἱ ἐπιβάται τοῦ λεωφορείου εἶχον σηκωθῆ κ᾿ ἐκοίταζον π/ροκύπτοντες νὰ ἰδοῦν τί συμβαίνει― νὰ σπεύσῃ νὰ ἐξέλθῃ τῆς γραμμῆς αὐτὴ καὶ τὸ ζῷόν της. Ἀλλ᾿ ὁ ὄνος ἠδιαφόρει δι᾿ ὅλα, ἡ δὲ γραῖα ἐθυσίαζε τὸν ὄνον, ἐθυσίαζε καὶ τὸν ἑαυτόν της, μόνον τὰ λάχανα ἤθελε νὰ σώσῃ. Τέλος μετὰ πολλὰ κατωρθώθη νὰ φύγῃ ἡ Βλάχα καὶ τὸ ὑποζύγιον, καὶ νὰ ἐξακολουθήσῃ ἡ ἅμαξα τὸν δρόμον της.

*
* *

Ὅσον ἀφορᾷ τὰ ἑπτὰ βόδια, τὰ ὁποῖα συνηντήσαμεν τὴν ἑσπέραν ἐκείνην εἰς τὸ ὕψωμα τοῦ Ἁι-Ταξιάρχου, ταῦτα ἦσαν βόδια ἐπίδικα καὶ βόδια πολυδιήγητα. Ὁ Γιάννης τοῦ Θεοδόση τῆς Κυπαρισσῶς πρὸ τεσσάρων ἢ πέντε ἐτῶν εἶχεν ἀγοράσει ζεῦγος μὲ χρήματα δανεικά, τὰ ὁποῖα εἶχε «σηκώσει» ἀπ᾿ τὸν κὺρ Μακοῦκον, τὸν τραπεζίτην ἢ τοκιστὴν τοῦ τόπου. Τὰ ζῷα ἐγεννοβόλησαν κ᾿ ηὐξήθησαν, ὥστε ἔγινεν οἰκογένεια μὲ τέκνα καὶ μ᾿ ἐγγόνια μέχρι τότε. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Γιάννης τῆς Κυπαρισσῶς δὲν εἶχε κατορθώσει ἕνεκα τῆς ἀφορίας, τῆς θεομηνίας, τῶν καρπῶν, ἢ καὶ ἕνεκα τῆς ἰδίας ἀναξιότητός του, νὰ πληρώσῃ ἀκεραίους τοὺς τόκους τῶν τριῶν ἐτῶν εἰς τὸν κὺρ Μακοῦκον, οὗτος ἐπεχείρησε κατάσχεσιν, καὶ ἤθελε νὰ «ἐκποιήσῃ» τὰ ζῷα διὰ νὰ λάβῃ τόκους καὶ κεφάλαιον. Εἶτα οἱ δικολάβοι τοῦ τόπου ἐσυμβούλευσαν τὸν Γιάννην, περιῆλθε δὲ εἰς στάδιον «προδικαστικῶν μέτρων», στρεψοδικιῶν, εἰκονικῶν μεταβιβάσεων κτλ., ὅπως πάντοτε συμβαίνει. Τέλος ἡ «δικαιοσύνη τῆς πατρίδος», ἂς ἦτο καὶ κόσμημα «ἀποκαθημένης», ὄχι ράκος, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, περιῆλθεν εἰς ἀμηχανίαν, καὶ δὲν ἤξευρε ποίαν ἀπόφασιν νὰ βγάλῃ. Πρὸς τὸ παρὸν ἦτο κάτοχος μὲν ὁ Γιάννης τοῦ Θεοδόση, ὁ δὲ κὺρ Μακοῦκος ἐθεωρεῖτο κύριος τῶν βοδιῶν.

Τὴν ὥραν ποὺ εἴδαμεν νὰ ποτίζωνται εἰς τὴν βρύσιν τοῦ Ἁι-Ταξιαρχιοῦ, ἐθαύμασα τὴν ἀκμήν, ὅπως καὶ τὴν γενεὰν τῶν ζῴων τούτων. Ὁ εἷς ταῦρος, ὁ μεγάλος, ἦτο τεράστιος, σπάνιον δεῖγμα. Ἦτο πυρρός, γενναῖος, ὑψιτράχηλος, καὶ εἶχεν ἀληθὲς μεγαλεῖον εἰς τὸ στάσιμόν του. Ἡ ἀγελὰς ἡ πρώτη ἦτο ἐφάμιλλος μὲ τὸν ἐπιβήτορα κατὰ τὸ μεγάλαυχον καὶ τὴν ἀκμήν. Πελωρία ἦτο ἡ λεκάνη κ᾿ αἱ λαγόνες, οἱ δὲ μαστοί της σφιχτοὶ ἐλικνίζοντο μὲ χάριν εἰς τὸ βάδισμά της. Ἡ δευτέρα ἀγελὰς καὶ ὁ ταῦρος, μικρόσωμοι ἀκόμη, ἐφαίνοντο ὅτι θ᾿ ἀπέκτων παρομοίαν εὐρωστίαν εἰς τὴν μέλλουσαν ἀκμήν των. Μία δάμαλις ὡραία, πυρρά, ὅπως ὁ μέγας ταῦρος, μόλις ἔψαυσε τὴν θηλὴν κ᾿ ἐπήδα χαριέντως περὶ τοὺς θάμνους κάτω τῆς στέρνας, δύο δὲ μόσχοι τρυφεροί, ὁ εἷς λευκάζων, ὁ ἕτερος ὀρφνὸς τὸ χρῶμα, ἐσκίρτων κ᾿ ἔπαιζον περὶ τὰ ὀπίσθια σκέλη τῆς μητρός των. Τέλος, ὑπῆρχεν ἁρμονία καὶ κάλλος εἰς τὸ βουκόλιον τοῦτο, ἡ ὁποία σπανίως ὑπάρχει καὶ εἰς οἰκογένειαν ἀνθρώπων ἐξ οἴκου εὐγενοῦς. Τὰ πτωχὰ ζῷα οὔτε κἂν ὑπώπτευον πόσοι ἀγῶνες δικαστικοί, πόσα συμβόλαια, ἀγωγαί, προτάσεις, κλητήρια, ἐπιδόσεις, «πρῶται γνωστοποιήσεις πλειστηριασμοῦ», ἀνακοπαί, ἐκκλήσεις ἐγίνοντο ἐπὶ τῆς ράχης καὶ τοῦ τραχήλου των, πόσα δὲ ἄρθρα τῆς δικονομίας καὶ τοῦ κώδικος ἐσύροντο, ἐστρεβλοῦντο, καὶ διεστρέφοντο ἐπάνω τῶν κεράτων των.

*
* *

ναΐσκος τοῦ Ἀρχαγγέλου προέβαλλε λευκός, ἀφελής, κάτω τῆς ἀποτόμου κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, ἐπὶ πρόσωπον τῆς ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἀνὰ τὸ κλίτος τὸ ἐλαιόφυτον, ὑψόθεν τῆς χαριτωμένης κοιλάδος· τὸ ἱερὸν βῆμα μὲ τὴν μικρὰν χηβάδα του προέκυπτεν ὡς μέτωπον ἁγνὸν καὶ θεῖον· καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ἱερὸν βῆμα, εἰς τοὺς πόδας τῆς χηβάδας, ἀνέβλυζεν ἡ πλουσία, δροσερὰ βρύσις. Σχεδὸν πᾶς ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ ἔχει μίαν βρύσιν βλύζουσαν. Τὸ αἴτιον τὸ λέγει ὁ Συναξαριστής (Σεπτεμβρίου 6). Ἀλλ᾿ ὅστις διεξέλθῃ τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀγῶνος τοῦ φιλέλληνος στρατηγοῦ Γόρδωνος, θὰ μάθῃ ἀπὸ ξένον ἀξιόπιστον μάρτυρα τί συνέβη εἰς τὸ Ἀνατολικόν, οὐ μακρὰν τοῦ Μεσολογγίου, ὅταν οἱ πολιορκούμενοι Ἕλληνες ἐλιποψύχουν δι᾿ ἔλλειψιν νεροῦ. Βόμβα δὲ πεσοῦσα καὶ κτυπήσασα εἰς τὸν τοῖχον τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων, ἔκαμε ν᾿ ἀναβλύσῃ ἄφθονος πηγὴ κρύου νεροῦ ἀπὸ τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀρχαγγέλου. Καὶ οἱ γενναῖοι ἔλαβον θάρρος, καὶ δὲν ἐσυνθηκολόγησαν.

Κατήλθομεν εἰς τὸν κῆπον, ὅστις θὰ εἶχε πολὺ περισσοτέραν χάριν καὶ δρόσον, ἂν δὲν ἔλειπε τὸ Πετρί. Ἡ Μαριὼ τὸ Πετρὶ εἶχε μακρὰν ἱστορίαν. Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ χρόνων, δεκατριῶν ἐτῶν παιδίσκη, ἕνα Ρῶσον ἢ Ρουμᾶνον ἀπὸ τὴν Βεσσαραβίαν, θαλασσινόν, ὅστις, ναυτολογημένος εἰς ἑλληνικὸν σκάφος, ἐλθὼν εἰς τὰ μέρη αὐτά, συνήντησε τὴν Μαρίαν, ἐγκαταλελειμμένην ὀρφανήν, καὶ τὴν ἐρωτεύθη, ἐστεφανώθηκαν, συνέζησεν ὀλίγους μῆνας μ᾿ αὐτήν, εἶτα ἐξενιτεύθη, ἐπῆγε μὲ ξένα καράβια καὶ δὲν ἐγύρισε πλέον. Εὐτυχῶς ἡ Μαριώ, ὅταν ἡλικιώθη, ἐλευθέρα οὖσα, καὶ ἱκανὴ νὰ διαθέσῃ τὰ καθ᾿ ἑαυτήν, ἐπειδή, ὡς εἰκός, «τῆς χήρας τὸ τάξιμον πάντοτε πιάνεται», ὄχι ὅμως καὶ τῆς πανδρεμένης οὔτε τῆς κόρης, κατὰ τὸν μωσαϊκὸν νόμον, ἔταξε κι αὐτή, ἂν εὕρισκε δεύτερον ἄνδρα, νὰ τὸν ὑπανδρευθῇ. Κ᾿ εὗρε μετ᾿ οὐ πολὺ τὸν Γιάννην, ἀνεψιὸν τῆς Ζήσαινας καὶ τὸν ὑπανδρεύθη. Ὁ Γιάννης ἦτο καλὸς καὶ πρόθυμος ἄνθρωπος, κηπουρός, δουλευτὴς καὶ κτηματίας. Τέκνα δὲν εἶχε γεννήσει τὸ Πετρί, ἀπὸ τοὺς δύο γάμους. Μόνον ἕνα ψυχογυιὸν εἶχαν ἀποκτήσει ἐσχάτως κ᾿ ἐκεῖνος τοὺς ἔφυγε.

Εἰς τὸν κῆπον ἦτον ὁ Γιάννης, καὶ μᾶς ὑπεδέχθη πολὺ καλά.

Μᾶς προσέφερεν ἀγγούρια, κεράσια καὶ τζάνερα, κ᾿ ἐπίομεν τρεῖς γύρους ἁγνὸν ρακί, τῆς ἰδίας κατασκευῆς τοῦ κηπουροῦ. Εἰς τὰ βουνὰ τῶν μερῶν τούτων τὸ «τσίπουρο» πίνεται ὡς νερόν, καὶ πρέπει νὰ ἔχῃ τις ἰσχυρὰν θέλησιν διὰ νὰ φθάσῃ μέχρι τοῦ «τρισσεύσατε καὶ ἐτρίσσευσαν», καὶ νὰ τὸ διακόψῃ. Πλὴν ἐγὼ καὶ ὁ φίλος μου ἠξεύραμεν ὅτι τὸ τσίπουρο εἶναι «κακὸ θεμέλιο γιὰ τὸ κρασί», καὶ ἐκ προμηθείας, ὄχι ἐξ ἐγκρατείας, ἐφυλάχθημεν.

Ἦσαν ἐκεῖ τρεῖς γυναῖκες, ἀδελφαί. Ἡ μία εἶχε βρέφος εἰς τὴν ἀγκάλην, αἱ δύο ἦσαν κόραι. Ἡ πρώτη μᾶς εἶπεν:

― Εἴμαστε Φραγκούλαινες. Ἐγὼ εἶμ᾿ ἡ γυναίκα τ᾿ Παναγῆ τ᾿ Κουμπῆ. Αὐτὲς εἶναι ἀδερφάδες μου. Θὰ μᾶς ἔρθῃ τὸ πρωὶ ὁ Παναγής, καὶ τὸ Πετρί, μαζὶ θὰ ἔρθουν. Θὰ λειτουργήσουμε τὸν Ἅιν-Ταξιάρχη.

Βοήθειά τους. Ἦσαν μακριναὶ συγγενεῖς μου.

― Γενιά μου ἀπὸ σόι κι ἀπὸ ἀράδα εἶσθε καὶ σεῖς. Χαίρομαι.

― Νὰ κοπιάστε ἀπάνω στὸ χαγιάτι, μαζὶ νὰ φᾶμε, εἶπεν ὁ Γιάννης ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ κήπου.

― Εὐχαριστοῦμε, εἶπα ἐγὼ καὶ ὡς ἀπὸ μέρους τοῦ συντρόφου μου, ἐπειδὴ ἤξευρα πὼς ἦτον ἐνδομύχως σύμφωνος. Ἡμεῖς θὰ τὸ στρώσωμε ἐκεῖ κάτω, σ᾿ ἐκείνη τὴν παραγκίτσα ποὺ μᾶς ἀρέσει πολύ, καὶ νὰ κοπιάσῃς νὰ μᾶς κάνῃς συντροφιά, νὰ πάρῃς καὶ μεζέ, ὅταν εὐκαιρήσῃς.

―Ὅπως ἀγαπᾶτε.

Τὸ «χαγιάτι» τοῦ ἐξοχικοῦ οἰκίσκου ἦτο ἁπλωταριὰ ἀνοικτή, στεγασμένη, σχεδὸν μεγαλυτέρα τὴν ἔκτασιν ἀπὸ τὸ τειχιστὸν οἴκημα. Ἐκεῖ διενυκτέρευαν τὸ θέρος φιλικαὶ οἰκογένειαι, ὅταν ἀνήρχοντο διὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ἐξοχικῆς διατριβῆς, συνήθως μετὰ λειτουργίας εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ταξιάρχου. Ἐκεῖ θὰ διενυκτέρευαν αἱ τρεῖς ἀδελφαί, ὁ δὲ Γιάννης ἐκοιμᾶτο, ὡς εἰκός, ὑπαίθριος. Ἡ παραγκίτσα, τὴν ὁποίαν ὠνόμασα, ἦτο εἶδος ταράτσας ξυλίνης, μὲ τέσσαρας στύλους εἰς τὰς γωνίας, ἐξ ὧν οἱ δύο ἐσείοντο ἐπαισθητῶς, μὲ στέγην ἀπὸ φυλλάδας καὶ χόρτα, καὶ μὲ λικνιζόμενον πάτωμα. Εἶχε τόσην ἔκτασιν, ὅση ἤρκει διὰ τοὺς δύο μας νὰ καθίσωμεν ἐν ἀνέσει, νὰ δειπνήσωμεν καὶ εἶτα νὰ κατακλιθῶμεν. Πλὴν ἦτο κτισμένη εἰς μέρος ἀποτόμως κατωφερές, ὅπως ἦτο κατωφερὴς ἐπὶ τῆς κλιτύος τοῦ βουνοῦ ὅλος ὁ κῆπος, καὶ ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν πλευράν της κ᾿ ἐκεῖ ἤρχιζε κρημνός.

Ἐκουβαλήσαμεν τὴν μικρὰν ἀποσκευὴν καὶ τὰς προμηθείας μας. Εἴχομεν μέγα μπούτι μὲ σκόρδο (ἦτο δὲ ἡ ἑβδομὰς τῆς Πεντηκοστῆς, Ἰουνίου 5) τυλιγμένον, ζεστὸν ἀκόμη ἀπὸ τὸν φοῦρνον, κεφτέδες ἀπὸ βοδινόν, τηγανιστὴν συναγρίδα, καὶ πέρκες. Ἐδώκαμεν μέρος ἐξ ὅλων εἰς τὸν Γιάννην καὶ τὰς γυναῖκας, ἐκεῖνος δὲ μᾶς ἔστειλε νωπὸν τυρὶ καὶ καλάθιον πλῆρες ἀπὸ φροῦτα.

Ἦλθεν ὁ Γιάννης νὰ μᾶς κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὰ ἐπιδόρπια. Ἀδειάσαμε τὴν μίαν ἀπὸ τὲς δύο φλάσκες ποὺ εἴχαμεν, τὴν μικράν, ἀφήσαντες τὴν μεγάλην δι᾿ αὔριον, ὡς μέλλοντες νὰ ἐπεκτείνωμεν τὴν ἐκδρομήν. Θὰ ἐγυρίζαμεν αὔριον, πέντε ἢ ἓξ ὥρας καβάλα, εἰς διάφορα μέρη τῆς νήσου. Δυστυχῶς ὁ Γιάννης, ἁπλοϊκός, μᾶς ἐχάλασεν ὀλίγον τὸ κέφι. Κάποιος ἄλλος Γιάννης, διαμένων εἰς τὸ Πὸρτ-Σαΐδ, ἔλεγεν ὅτι τοῦ εἶχεν ἀποπλανήσει τὸ κοπέλι ποὺ εἶχε, τὸν παραγυιόν του, καὶ τὸν ἐπῆρε μαζί του εἰς τὴν Αἴγυπτον. Ὁ Γιαννάκης τ᾿ Ἀργυροῦ, ὁ φίλος μου, διέτριβε καὶ αὐτὸς ἀπὸ χρόνων περὶ τὸ Σουέζ, εἰς Ἰσμαηλίαν, καὶ ἦτο ὀνομαστὸς πιλότος τῆς Γαλλικῆς Ἑταιρείας, ἔχων ἀποδοχὰς ἴσας περίπου μὲ τὰς τοῦ Πρωθυπουργοῦ τῆς Ἑλλάδος, εἶχε δὲ ἔλθει τότε ἐπ᾿ ἀδείᾳ εἰς τὴν πατρίδα. Ὁ Γιάννης τ᾿ Πετριοῦ, Γιάννης αὐτός, συνέχεε τὸν ἄλλον Γιάννην τοῦ Πὸρτ-Σαῒδ μὲ τὸν καπετὰν Γιαννάκην τὸν παρόντα, καὶ οὕτω δι᾿ ἀλλοκότου παραλογισμοῦ ἐγίνετο εἰς τὸν ἐγκέφαλόν του ἀληθὴς χορὸς Γιάννηδων. Εὐτυχῶς ὁ φίλος μου, εὐγενὴς καὶ ἱπποτικὸς μεταξὺ ὅλων τῶν πατριωτῶν μας, δὲν τὸν ἐσυνερίσθη. Ἄλλως θὰ ἦτο δεινὸν τὸ πρᾶγμα, ἂν ἔλειπε ἡ μακροθυμία καὶ τὸ μεγαλόψυχον τοῦ φίλου μου. Ὁ Γιάννης τ᾿ Πετριοῦ ἦτο πράγματι ἄξιος πολλοῦ καὶ βαθέος οἰκτιρμοῦ διὰ τὴν παρανόησιν.

Τέλος μᾶς ἄφησε τὴν καλὴν νύκτα, καὶ ἀπῆλθε νὰ κοιμηθῇ. Ἀνελάβομεν ἡμᾶς αὐτούς, κ᾿ ἐδέησε ν᾿ ἀνοίξωμεν τὴν δευτέραν φλάσκαν, διὰ νὰ λησμονήσωμεν τὸ δυσάρεστον γελοῖον. Εἶτα εἶχον περάσει τὰ μεσάνυκτα, καὶ ἦτο καιρὸς νὰ κατακλιθῶμεν.

Τὸ μικρὸν ξύλινον δῶμα ἦτο εἰς τὸ χείλος τοῦ κρημνοῦ κ᾿ ἐσείετο ὅλον. Ὑπὸ τὸ πάτωμα διήρχετο τὸ αὐλάκι τοῦ νεροῦ, μικρὸς κλάδος τῆς πλουσίας πηγῆς τῶν Ἁγ. Ταξιαρχῶν, καὶ μ᾿ ἔθελγεν ὁ κελαρυσμὸς καὶ ὁ μόρμυρος τοῦ νεροῦ, ὑπὸ τὸ αὐτοσχέδιον προσκέφαλόν μου, τὸ ὁποῖον συνίστατο ἀπὸ μέγαν πλακαρὸν λίθον καὶ τὸ ἔνδυμά μου διπλωμένον ἐπάνω του. Μοῦ ἐνθύμιζε παλαιούς τινας ἀγνώστους στίχους, ὅπως τοὺς ἑξῆς:

Ξύπνα, τὰ ρυάκια σέρνουν
τὸ νερὸ μουρμουριστά,
καὶ τὰ δένδρα σειοῦνται, γέρνουν,
κ᾿ ἡ ψυχή μου πῶς βαστᾷ;

Δένδρα καὶ θάμνοι καὶ χόρτα ὑψηλά, χλοερὰ ἀκόμη, διότι ἐφαίνετο ὡς νὰ ἦτο Μάιος καὶ εἶχε παραταθῆ ἡ ἄνοιξις ἕνεκα τῶν πολλῶν βροχῶν καὶ χιόνων, μᾶς περιεκύκλουν ἐκεῖ εἰς τὴν περιστατικὴν κλίνην μας τῆς νυκτὸς ἐκείνης. Κισσοὶ καὶ περιπλοκάδες ἀνεῖρπον περὶ τὴν στέγην μας, κλήματα ἀνήρχοντο περιπτυσσόμενα τοὺς κλάδους τῶν δένδρων. Ἐφαίνετο ἡ φωλεὰ ἐκείνη ὡς ἄλλη αἰώρα ἢ κούνια, τόσον ἐλικνίζετό τις, ἐξαπλωμένος ἐκεῖ. Τὴν ὥραν ὁποὺ κατεκλίθημεν, ὁ Γιαννάκης μοῦ εἶπε, καθότι τὸν ἔκνιζε κάπως τερπνῶς τὸ εἶδος ἐκεῖνο τοῦ ξυλίνου δώματος:

― Τοῦ Πετριοῦ θὰ εἶναι τὸ σχέδιο χωρὶς ἄλλο.

Ἐπλάγιασα ἐγὼ κατὰ τὸν κρημνὸν κατὰ μῆκος, κ᾿ ἔπεισα τὸν φίλον μου νὰ κατακλιθῇ κατὰ τὸ ἔσω μέρος, ἐπειδὴ ἤξευρε κι αὐτὸς τὸ ἐλάττωμά του. Εἶχε συνήθειαν καθ᾿ ὕπνον νὰ κυλίεται ἐπάνω εἰς τὰ χόρτα. Διότι εἴχομεν κάμει ὁμοῦ παμπόλλους ἐξοχικὰς ἐκδρομὰς κατὰ τὰ θέρη, ἀνὰ τρία ἔτη, ὅταν εἶχεν αὐτὸς τρίμηνον ἄδειαν ἀπουσίας ἀπὸ τὴν Ἑταιρείαν τοῦ Σουέζ, καὶ συνέπιπτε νὰ ἔλθω κ᾿ ἐγὼ τὸ θέρος εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν μας· εἶχε, λέγω, συνήθειαν νὰ τανύεται, ν᾿ ἀναστενάζῃ, νὰ μορμυρίζῃ μέσα στὸν ὕπνον του, νὰ παραπέφτῃ, καὶ πολλάκις ἔτυχε νὰ κοιμηθῶμεν τὸ ἀπομεσήμερον ὑπὸ πλάτανον ἢ πεῦκον, καὶ τὴν νύκτα ὑπὸ τὰ ἄστρα καὶ τὴν σελήνην· καὶ ὅταν τὸ μέρος ἦτο ὀλισθηρόν, τὸν ἔβλεπα ἔξαφνα νὰ κεῖται δέκα μέτρα κατωτέρω, πότε ἀνάσκελα, πότε ἐπίστομα, ἐπάνω στὰ χόρτα καὶ τὰ χαμολούλουδα. Ὑπομονή, ἂν ὁ κατήφορος ἦτο πλαγινός. Ἀλλ᾿ ἐὰν ἦτο ἀπότομος, θὰ ἠδύνατο νὰ κακοπαθήσῃ καὶ νὰ μωλωπισθῇ ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ἰδίωμά του τὸ ἤξευρα, καὶ κάποτε εἶχα ἀγρυπνήσει νὰ τὸν φυλάγω. Τώρα δὲ ἐπάνω εἰς τὸ ἰδιόρρυθμον ἰκρίον, ὅπου ἐκοιμώμεθα, ἐὰν ἐκατρακυλοῦσε κατὰ τὸν κρημνόν ― φεῦ! κ᾿ ἐγὼ θὰ ἠμποροῦσα νὰ τὸ πάθω, διότι δὲν εἴχομεν πιεῖ ὀλίγον· πλὴν μᾶς ἐφύλαττεν, ἂν εἶχεν ἀποστῆ ἀφ᾿ ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἦτο σιμὰ ἐκεῖ εἰς τὸν πενιχρὸν ναΐσκον του, ὁ θεῖος καὶ ἀγαθὸς ἄγγελος ― ἄλλως θὰ ἦτο φόβος καὶ κίνδυνος.

Τέλος διῆλθεν ἡ νὺξ θεσπεσία, μεθ᾿ ὅλα τὰ μικρὰ δυσάρεστα, ὑπὸ τὰ ἄστρα. Δροσερὸς ἄστατος ἄνεμος ἐφύσα ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, καὶ ἐλαφρὰ σύννεφα ἐπέπλωναν τὸ φεγγαράκι, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀρχίσει ἀρτίως νὰ σμικρύνεται. Ἡ Πεντηκοστὴ γίνεται ὡς ἔγγιστα μεταξὺ τῆς ὀγδόης καὶ τῆς δωδεκάτης ἡμέρας τῆς σελήνης. Ἐσηκώθημεν, ἐνίφθημεν καὶ ἐδροσίσθημεν. Ὁ Γιάννης ἦλθε φαιδρὸς καὶ εἶπεν:

―Ὅπου εἶναι θὰ φθάσῃ τώρα τὸ Πετρί, κι ὁ παπὰς τώρα ἦρθε ἀπ᾿ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ λειτουργήσῃ.

Πιστεύω ὅτι εἶχε λησμονήσει ὀλοσχερῶς τὴν περίεργον ἱστορίαν, τὴν ὁποίαν μᾶς εἶχε διηγηθῆ τὴν νύκτα σχετικῶς μὲ τὸν παραγυιόν του καὶ τὸν ἄλλον Γιάννην, ὅστις τὸν εἶχεν ἀποπλανήσει, καὶ τοῦ «εἶχε σηκώσει τὸ μυαλό, γιὰ νὰ γυρεύῃ κι αὐτὸς ξενιτειὲς καὶ καζάντια*, κ᾿ ἐρημιὲς καὶ σκοτεινιές, κ᾿ ἔτσι πλιὰ πάει τὸ παιδί, σουρτούκεψε*. Ἢρ πρωήρ, καθάρια τραμουντάνα*».

Μᾶς διηγήθη δὲ τότε μεταξὺ τοῦ καφὲ μὲ τὸ γάλα, τοῦ ἀγγουριοῦ, τῆς ρακῆς καὶ τοῦ τσιγάρου, τὰ ἑπόμενα:

― Πιστεύω, περάσατε καλὰ ἀπόψε, τ᾿ ἀδέρφια. Δὲν ἔχει κανεὶς τόπο, καὶ μηδὲ τρόπο, τὸ ἔρμο, γιὰ νὰ φιλέψῃ μὲ τσεριμόνια, κατὰ πῶς πρέπει, τέτοια προσώπατα, σὰν ἐλόγου σας, ποὺ εἶστε, πάει νὰ πῇ, τὸ καμάρι τοῦ χωριοῦ μας. Αὐτὸ τὸ τσαρδάκι, τὸ λοιπόν, θὰ μοῦ πῆτε, πῶς μοῦ ἦρθε νὰ τὸ φτιάσω; Ἀπὸ καπρίτσιο τῆς γυναίκας μου. Τὸ βλέπετε ποὺ στέκει, καὶ σειέται καὶ λυγιέται, ἐπάνω στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμνοῦ. Εἶχε ἀδυναμία τὸ Πετρὶ νὰ ἔρχεται νὰ περνᾷ τὴν ὥρα της ἐδῶ, ἀνάμεσα στὰ δενδράκια καὶ τὰ σκιάζουρ᾿ αὐτά (ἔδειξε δύο σκιάχτρα, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀνεσταυρωμένα ἐπὶ πασσάλων, ἀλεξιτήρια κατὰ τῶν ὀρνέων), καὶ συχνὰ ἔφτιανε κούνια, ἡ ἀπόκοτη, καὶ τῆς ἐβαστοῦσε νὰ κουνιέται ψηλὰ ἐδῶ, σύρριζα στὸν κρεμνό. Ὅλη νύχτα εἶχα τὸ νοῦ μου, πῶς θὰ περάσετε ἀπόψε, ποὺ φυσοῦσε κι ἀεράκι, γιατὶ αὐτὸ ἐδῶ εἶναι σὰν κούνια, καὶ κουνιέται, βλέπετε, ὅπως ἐκουνιόταν τὸ Πετρί, ὅταν τῆς κατέβαινε νὰ κάμῃ κούνια. Τῆς ἔλεγα: «Μά, ψυχή μου, τώρα δὲν εἶσαι πλιὰ ὅπως ἤσουν ἕναν καιρό, μικρὴ καὶ μικροπανδρεμένη. Τώρα εἶσαι νοικοκυρὰ μὲ διπλὸ στεφάνι». Μοῦ λέει: «Κάμε μου ἕνα τσαρδάκι* ἐδῶ, μικρούτσικο, ὄμορφο, μὲ τὰ ξύλα χαλαρά, ποὺ νὰ κουνιέται λιγάκι, νὰ κοιμᾶμ᾿ ἐδῶ τὸ μεσημέρι, νὰ μὴ γυρεύω καὶ παιδεύωμαι νὰ κάμω κούνια, κάθε δυὸ κάθε τρεῖς μέρες, ὁποὺ θὰ μοῦ ᾽ρθῇ τὸ κέφι· νὰ μὲ βγάλῃς ἀπ᾿ τὸν κόπο, νὰ σ᾿ ἀγαπῶ». Σὰν μοῦ εἶπε “νὰ σ᾿ ἀγαπῶ” ―ἀγάπη χωρὶς πείσματα, λέει, πῶς τὸ λένε τὸ τραγούδι;― ἀποφάσισα κ᾿ ἐγὼ κ᾿ ἔκαμα αὐτὸ τὸ πραματάκι, καὶ τὸ στέγασα καλὰ ἀπὸ πάνω, γιὰ νὰ μὴ μοῦ παραπονιέται τὸ Πετρί. Εἶπα, μαθές, τώρα, δόξα σοι ὁ Θεός, σιγουράραμε, δὲν εἶναι φόβος μὴν πέσῃ ἀπ᾿ τὴν κούνια καὶ κυλισθῇ κάτω στὸν κρεμνό, καὶ σκοτωθῇ, ἡ ἀγάπη. Ἄχ! ποῦ νὰ τό ᾽ξερα! Ὣς τόσο, θὰ τὸ πιστεύατε καὶ σεῖς; Φαίνεται, σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅσο σιγουράρει κανείς, τόσο περίκουλος* βρίσκεται. Καταλαχοῦ, ἕν᾿ ἀπομεσήμερο, καθὼς τὴν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος ἐδῶ, δὲν ξέρω πῶς ἔκαμε, ξαφνίσθηκε, ἄτυχα* τῆς ἦρθε, καὶ πέφτει κατακέφαλα στὸν κρεμνό. Ἄχ! ὁ Ἅις-Ταξιάρχης μᾶς ἐλυπήθη, κ᾿ εἶπε: δὲν εἶναι καιρὸς νὰ πάρω τὴν ψυχή της ἀκόμα.

»Καθὼς ἔπεσε, κ᾿ ἔβαλε μιὰ φωνὴ καὶ τὴν ἄκουσα, ὤχ! Θέ μου, μὲς στὸν ὕπνο μου ― εἶχα ἀποκοιμηθῆ ἐκεῖ, ἀνάμεσα στὶς δυὸ κολῶνες τῆς ἁπλωταριᾶς τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ βλέπετε, κεῖ ἀπάνω. Ὁ καλὸς ἄγγελος μ᾿ ἐξύπνησε. Ξαφνίζομαι, σηκώνομαι, τρέχω, τ᾿ εἶναι, Θέ μου; Ταμάιμα* τρέχω, ντουγρού*, κατάλαβα· ἡ ἀγάπη εἶχε πέσει στὸν κρεμνό. Δὲν ἐστοχάστηκα, δὲν ἀπείκασα* τίποτε, δὲν ἀγροίκησα*, μόν᾿ ἔκαμα τὸ σταυρό μου, κ᾿ ἐρρίχτηκα μὲ τὰ μοῦτρα κάτω στὸν κρεμνό. Μονοκοπανιά, στὴν πλαγιὰ κάτω. Ἐλαφρά, ἐλαφρά, μὲ τὰ τσαρουχάκια μου πατοῦσα, ἐκρατούμανε ἀπ᾿ τὰ κλαδιά, ἀπ᾿ τὰ χορτάρια, ἀπ᾿ τὶς κόχες τοῦ γκρεμνοῦ, ἀπ᾿ ὅ,τι εὕρισκαν τυφλὰ τὰ χέρια μου, ἀπ᾿ τὶς κοτρῶνες, ἀπ᾿ τὰ στουρνάρια. Τὸ Πετρὶ εἶχε κυλισθῆ δεκαπέντε ὀργυιές, κ᾿ ἦτον τ᾿ ἀπίστομα κεῖ κάτω ποὺ βλέπετε, στὸν ὄχτο, μὲς στὸ ρέμα. Ζωντανή, λαβωμένη, πεθαμένη; Ἕνας Θεὸς τό ᾽ξερε. Ξερή, κούτσουρο, δαυλί, δὲν τὴν ἔβλεπα νὰ σειέται μήτε νὰ κουνιέται. Ποῦ εἶν᾿ οἱ κούνιες σου, ἀγάπη μου, καὶ ποῦ τὰ κουνήματά σου, ποὺ μοῦ ᾽θελες κούνια καὶ τσαρδάκι κουνιστὰ στὸν κρεμνό. Κατεβαίνω, πατῶ, πιάνομαι, ἤθελα νὰ τρέξω, γιὰ νὰ πάρω τὴν ἀπόφαση γλήγορα, ἀνίσως ἦτον λαβωμένη ἢ νεκρή, σακάτισσα ἢ λιγωμένη. Πῶς νὰ τρέξω χωρὶς νὰ γκρεμιστῶ; Καὶ δὲν μοῦ ἔπρεπε νὰ γκρεμιστῶ τάχα; Καθὼς τὸ συλλογιζόμουν, ταμάιμα, χάνω τὸ κλαδί, χάνω τὸ στουρνάρι, καὶ πέφτω, καὶ κυλιέμαι κατακέφαλα κάτω στὸ ρέμα. Θυσία θὰ πήγαινα μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη. Καθὼς ἐκυλίστηκα, θὰ τὸ πιστέψετε; ἐπῆγα, ὄχι ἐγώ, μ᾿ ἐπῆγε ὁ ἄγγελος ποὺ μ᾿ ἐφύλαγε, ὁ πόνος ποὺ μ᾿ ἐκυβερνοῦσε, ὁ Θεὸς ποὺ ἔστειλε τὸν πόνο, ἔστειλε καὶ τὸν ἄγγελο καὶ βρέθηκα σὲ μιὰ στιγμὴ μέσ᾿ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ἀγάπης. Πῶς ἔγινε αὐτό, κ᾿ ἐγὼ δὲν ἀγροίκησα. Νὰ βρεθῶ μονοκοπανιὰ στὴν ἀγκαλιά της! Κ᾿ ἐνῷ πρωτύτερα τὴν ἔβλεπα πὼς ἦτον τ᾿ ἀπίστομα, πῶς γύρισε ἀπ᾿ τὸ ἕνα πλευρό, κ᾿ εὑρέθηκα στὴν ἀγκαλιά της;

»Τὸ Πετρὶ δὲν εἶχε βαρέσει, ἦτον μόνο λιγοθυμισμένη· ἂν ἐβάρεσε καὶ κάπου, δὲν τό ᾽λεγε. Ἐγὼ εἶχα βαρέσει καὶ καλά, στὸ χέρι, στὸ πλευρό, στὸ κεφάλι, μὰ δὲν ἀγροικοῦσα τὸν πόνο. Κ᾿ ἐμείναμε μουδιασμένοι ὥρα πολλή, ἀγκαλιαστά, στὴ δροσιά, μέσα στὸ ρέμα, κι ἀναστενάζαμε, καὶ δὲ λέγαμε τὸν πόνο μας. Ἄχ, πῶς σᾶς φαίνεται αὐτό; Ὅσα χρόνια κι ἂν ζήσω, δὲν θὰ τὸ ξεχάσω».

― Καὶ δὲν εἶναι γιὰ ξέχασμα, Γιάννη, εἶπεν ὁ Γιαννάκης τ᾿ Ἀργυροῦ. Αὐτὸ εἶναι γιὰ νὰ περάσῃ στὰ χρονικά, καὶ θαρρῶ πὼς θὰ περάσῃ.

Δὲν ἔρριψε βλέμμα πρὸς ἐμὲ ὁ Γιαννάκης, ἐνῷ ἔλεγε ταῦτα. Δὲν κατεδέχετο νὰ «ἐννεύῃ ὀφθαλμῷ μετὰ δόλου», ἀλλὰ τὰ «βλέφαρά του ἔνευον δίκαια καὶ οἱ ὀφθαλμοί του ἔβλεπον ὀρθά». Καὶ ὅμως ἡ πρόρρησίς του ἐπηλήθευσε.