Ξάνεμο, Ξάνεμον, Ξάρμενο

[ακτή] Ξάνεμον (Ξάρμενο) (2:193, 3:262, 3:58, 4:453, 4:467, 4:573) “Ὅλον τὸ κατάμερον* ἐκεῖνο, τὸ καλούμενον Ξάρμενο*, ἀπὸ τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα κατέπλεον ξάρμενα ἢ ξυλάρμενα*, ἐξωθούμενα ἀπὸ τὰς τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου.” (Απόσπασμα από το “Όνειρο στο κύμα”)

Δασκαλειό, νησίδα

[βραχονησίδα] Δασκαλειό (2:103, 2:541, 3:62, 4:232, 4:584, 4:72) “Πίσω, εἰς τὲς Πλάκες, ἐπάνω εἰς ἕνα βράχον ριζωμένον εἰς τὴν θάλασσαν, ἐκεῖ ἦτο τὸ σπιτάκι τῆς θεια-Σκεύως τῆς Γιαλινίτσας. Ὁ βράχος ἔβλεπε πρὸς μεσημβρίαν, καὶ ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ἐπρόβαλλε τὸ πρωὶ ὁ ἥλιος, ἀνάμεσα ἀπὸ τρία νησάκια καὶ ἀπὸ μίαν ὑψηλὴν λευκὴν κορυφήν, χρυσώνων μὲ […]