ο Αλιβάνιστος

Σελ. 521-531

Ἀφοῦ ἐβάδισαν ἐπί τινα ὥραν, ἀνὰ τὴν βαθεῖαν σύνδενδρον κοιλάδα, ἡ θεια-Μολώτα, κ᾽ ἡ Φωλιὼ τῆς Πέρδικας, κ᾽ ἡ Ἀφέντρα τῆς Σταματηρίζαινας, τέλος ἔφθασαν εἰς τὸ Δασκαλειό. Αἱ τελευταῖαι ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ἐχρύσωναν ἀκόμη τὰς δύο ράχεις, ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κοιλάδος. Κάτω, εἰς τὸ δάσος τὸ πυκνόν, βαθεῖα σκιὰ ἡπλοῦτο. Κορμοὶ κισσοστεφεῖς καὶ κλῶνες χιαστοὶ ἐσχημάτιζον ἀνήλια συμπλέγματα, ὅπου μεταξὺ τῶν φύλλων ἠκούοντο ἀτελείωτοι ψιθυρισμοὶ ἐρώτων. Εὐτυχῶς τὸ δάσος ἐνομίζετο κοινῶς ὡς στοιχειωμένον, ἄλλως θὰ τὸ εἶχε καταστρέψει κι αὐτὸ πρὸ πολλοῦ ὁ πέλεκυς τοῦ ὑλοτόμου. Αἱ τρεῖς γυναῖκες ἐπάτουν πότε ἐπὶ βρύων μαλακῶν, πότε ἐπὶ λίθων καὶ χαλίκων τοῦ ἀνωμάλου ἐδάφους. Ἡ ψυχὴ κ᾽ ἡ καρδούλα των ἐδροσίσθη, ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν βρύσιν τοῦ Δασκαλειοῦ.

Τὸ δροσερὸν νᾶμα ἐξέρχεται ἀπὸ μίαν σπηλιάν, περνᾷ ἀπὸ μίαν κουφάλαν χιλιετοῦς δένδρου, εἰς τὴν ρίζαν τοῦ ὁποίου βαθεῖα γούρνα σχηματίζεται. Ὅλος ὁ βράχος ἄνωθεν στάζει ὡσὰν ἀπὸ ρευστοὺς μαργαρίτας καὶ τὸ γλυκὺ κελάρυσμα τοῦ νεροῦ ἀναμειγνύεται μὲ τὸ λάλον μινύρισμα τῶν κοσσύφων. Ἡ θεια-Μολώτα, ἀφοῦ ἔπιεν ἄφθονον νερόν, ἀφήσασα εὐφρόσυνον στεναγμὸν ἀναψυχῆς, ἐκάθισεν ἐπὶ χθαμαλοῦ βράχου διὰ νὰ ξαποστάσῃ. Αἱ δύο ἄλλαι ἔβαλαν εἰς τὴν βρύσιν, παρὰ τὴν ρίζαν τοῦ δένδρου, τὶς στάμνες καὶ τὰ κανάτια, τὰ ὁποῖα ἔφεραν μαζί των, διὰ νὰ τὰ γεμίσουν. Εἶτα ἀφοῦ ἔπιαν καὶ αὐταὶ νερόν, ἐκάθισαν ἡ μία παραπλεύρως τῆς γραίας, ἡ ἄλλη κατέναντι, κι ἄρχισαν νὰ ὁμιλοῦν.

― Πῶς ἀλγεῖ παπάς; εἶπεν ἡ θεια-Μολώτα.

Ἡ γραῖα ἦτο ἰδιόρρυθμος εἰς τὴν γλῶσσάν της. Ἐτραύλιζε καὶ ἀπέκοπτεν ὄχι μόνον συλλαβάς, ἀλλὰ 〈καὶ〉 τὰ ἄρθρα καὶ ἄλλα μόρια.

― Νύχτωσε, θὰ πῶ*! προσέθηκεν ἡ Φωλιώ.

― Τά, τί λογᾶτε*; ἐπέφερεν ἡ Ἀφέντρα.

Εὑρίσκοντο κ᾽ αἱ τρεῖς, ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, εἰς τὸν Ἁι-Γιάννη, στὸν Ἀσέληνο. Ἦτον ἔρημον παλαιὸν μοναστηράκι. Εἶχε γνωσθῆ ὅτι ὁ παπα-Γαρόφαλος ὁ Σωσμένος, εἷς ἐκ τῶν ἱερέων τῆς πόλεως, θὰ ἤρχετο εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην, στὸν Ἀσέληνον, διὰ νὰ κάμῃ Πάσχα εἰς τοὺς αἰγοβοσκοὺς τῶν ἀγρίων ἐκείνων μερῶν. Αἱ τρεῖς αὐταὶ καί τινα ἄλλα πρόσωπα ἀπὸ τὴν πόλιν, ἀγαπῶντα τὴν ἐξοχήν, εἶχον ἔλθει, χάριν τοῦ Πάσχα, πρὶν νὰ ξεκινήσῃ ὁ παπάς. Ἀλλ᾽ ὅμως ἐνύκτωνεν ἤδη καὶ ὁ παπα-Γαρόφαλος δὲν εἶχε φανῆ ἀκόμη.

― Εἶναι ἀργοστόλιστος*, θὰ πῶ, ἐπέφερεν ἡ Φωλιὼ ἡ Πέρδικα.

― Ναί, εἶδες πῶς ἀργεῖ νὰ ντυθῇ; ὑπέλαβεν ἑρμηνεύουσα κατὰ γράμμα τὸν λόγον ἡ Ἀφέντρα τῆς Σταματηρίζαινας. Καὶ καμμιὰ φορὰ βάζει καὶ στραβὰ τὴν «ἀλλαή» του.

Ὠνόμαζεν οὕτω τὸ φαιλόνιον· αἱ τρεῖς γυναῖκες εἶχον ἔλθει ἀπὸ τὸν Ἁι-Γιάννην, ἀπέχοντα ὣς τετάρτου τῆς ὥρας δρόμον, διὰ νὰ γεμίσουν τὰ σταμνιὰ στὸ Δασκαλειό, ἐπειδὴ ἡ μικρὰ βρύσις τοῦ παλαιοῦ ἡσυχαστηρίου, κάτω ἀπὸ τὸν ναΐσκον, εἶχε χαλάσει, καὶ σχεδὸν εἶχε χαθῆ τὸ νερόν. Ἔμελλον δὲ νὰ ἐπιστρέψουν ἀμέσως εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην. Ἀλλὰ μὲ τὴν ὁμιλίαν, ἀργοποροῦσαν.

Τέλος, αἱ δύο ἐσηκώθησαν, ἔκυψαν διὰ νὰ φορτωθοῦν τ᾽ ἀγγεῖα, καὶ ἦσαν ἕτοιμαι πρὸς ἀναχώρησιν.

Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ζωηρὰ φωνὴ ἠκούσθη ἀπὸ τὸ κάτω μέρος, ἀνάμεσ᾽ ἀπὸ τὰ δένδρα.

― Σ᾽ ἔσκιαξα, θεια-Μολώτα, εἶπεν ἡ φωνή.

Εἶτα καγχασμὸς ἤχησε κ᾽ εὐθὺς ἐπαρουσιάσθη εἷς νέος ὑψηλός, ἀμύστακος, ὣς δεκαὲξ ἐτῶν, κρατῶν κάτω τοῦ στέρνου του κάτι ὡς διπλωμένον καὶ τυλιγμένον πρᾶγμα.

―Ἄ! κακὸ νὰ μὴν ἔχῃς! ἔκραξεν ἡ Φωλιώ. Ἐσύ ᾽σαι, ἀρὲ Σταμάτη;

Δὲν εἶχε νυκτώσει ἀκόμη καλά, κ᾽ αἱ γυναῖκες εἶδαν τὰ χαρακτηριστικά του, ἀφοῦ πρῶτον εἶχαν γνωρίσει τὴν φωνήν του. Ἦτον ὁ Σταμάτης τὸ Τρυγονάκι, μάγκας ὀρφανὸς παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, ὅστις ἔζη ἐκτελῶν θελήματα ἀνὰ τὴν πόλιν. Ὅταν 〈ὅμως〉 ἦτο πουθενὰ ἐξοχικὸν πανηγύρι, ἄφηνεν ὅλες τὶς δουλειές του, κ᾽ ἔτρεχε πρῶτος μεταξὺ ὅλων τῶν πανηγυριστῶν.

― Νά, ἀπ᾽ τὸν Ἀσέληνο ἔρχομαι, εἶπεν ὁ νέος… φορτωμένος πράματα, θάματα… κοιτάξετε!

Ἔθεσε τὴν δεξιὰν χεῖρα ἐντὸς τοῦ τυλιγμένου πανίου, τὸ ὁποῖον ἐκράτει, ἔλαβεν ἕνα μαῦρον πρᾶγμα, καί, θέλων νὰ παίξῃ, τὸ ἔρριψεν εἰς τὴν ποδιὰν τῆς Μολώτας, ἥτις ἐκάθητο ἀκόμη ἐπὶ τῆς πέτρας.

―Ἄ! φωτιὰ ποὺ σ᾽ ἔ!… ἔκαμεν αὕτη, ἀναπηδήσασα ὀρθή, καὶ τινάζουσα τὴν ποδιάν της.

Τὸ πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον τῆς εἶχε ρίψει ὁ Σταμάτης, ἦτο τεράστιος ζωντανὸς κάβουρας. Ὁ νέος εἶχε κατέλθει πρὸ δύο ὡρῶν εἰς τὸν Μικρὸν Ἀσέληνον. Οὕτως ὠνομάζετο ὁ δυτικὸς αἰγιαλός, μικρὰ ἀγκάλη, ἀντικρύζουσα τὸ Πήλιον. Ἐκεῖ εἶχε γεμίσει τὸ προσόψιον, τὸ ὁποῖον εἶχε περιζωσμένον εἰς τὴν μέσην του, ἀπὸ κοχύλια, πεταλίδες καὶ καβούρια.

―Ἀρέ, ζουρλάθηκες; εἶπεν αὐστηρῶς ἡ Ἀφέντρα. Νὰ κάμῃς τὴν οἰκοκυρὰ νὰ κόψῃ τὸ αἷμά της!

Ὁ Σταμάτης καὶ πάλιν ἐκάγχασε.

― Νὰ μὲ συμπαθᾷς, θεια-Μολώτα, εἶπε. Σὰ χωριάτης πού ᾽μαι, ἔσφαλα. Θέλησα νὰ σοῦ χαρίσω αὐτὸ τὸ καβούρι, γιὰ νὰ κάμῃς μεζὲ ἀπόψε, καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ σοῦ τό ᾽ριξα στὴν ποδιά σου σ᾽ ἐτρόμαξα.

― Δὲν τλώου καβούλγια, εἶπεν ἡ Μολώτα, θὰ μεταλάβου!

―Ἀλήθεια; Τότε, τὸ χαρίζω τῆς Πέρδικας.

― Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θὰ φάω; εἶπεν ἡ Φωλιώ.

― Τότε, ἂς τὸ πάρ᾽ ἡ Σταματηρίζαινα, εἶπεν ὁ Σταμάτης.

― Νὰ καβουρώσῃς καὶ κάβουρας νὰ γένῃς! ἀπήντησεν ἡ Ἀφέντρα.

― Μωρέ, εὐχὴ ποὺ μοῦ δίνεις! εἶπεν ὁ Σταμάτης. Ἀκοῦς! νὰ ἤμουν κάβουρας! Πῶς θὰ περπατοῦσα τάχα;

Καὶ ἅμα εἶπεν, ἔκυψε καὶ ἄρχισε νὰ κάμνῃ λοξὰ πατήματα, μεταξὺ τῶν τριῶν γυναικῶν. Μὲ τὴν κεφαλήν του ἐκτύπησε τὸ πλευρὸν τῆς Μολώτας, μὲ τὴν πλάτην του ἔπληξε τὸν ἀγκῶνα τῆς Φωλιῶς, καὶ μὲ τὴν πτέρναν του ἐπάτησε τὴν γόβα τῆς Ἀφέντρας.

Αἱ τρεῖς γυναῖκες, μισοθυμωμέναι, ἐγέλασαν.

― Ζουρλάθηκες, βλέπω· δὲν εἶσαι καλά! εἶπεν ἡ Ἀφέντρα.

Καὶ σηκώσασα μὲ τὴν ἀριστερὰν χεῖρα τὸ κανάτι της, ἐκολάφισεν ἐλαφρὰ τὴν κεφαλὴν τοῦ Σταμάτη, ὅστις ἐφάνη νὰ ἐγοητεύθη.

―Ὤ! τί δροσιά, μωρὲ Σταματρίζαινα! εἶπε. Δῶσέ μου ἄλλη μιά!

― Πᾶμε! νυχτώσαμε, ἔκαμεν εἰς ἀπάντησιν ἡ Ἀφέντρα.

Καὶ πάραυτα ἐξεκίνησαν. Τότε ὁ Σταμάτης, ἀφοῦ ἔδραξε, χωρὶς νὰ εἴπῃ τίποτε, τὴν μεγάλην στάμναν, τὴν ὁποίαν ἄλλως θὰ ἐφορτώνετο ἡ Ἀφέντρα, ἐφιλοτιμήθη νὰ τρέξῃ πρῶτος, ὡς ἐμπροσθοφυλακή· εἰς τὸν δρόμον ἄρχισε νὰ διηγῆται:

― Νὰ ξέρατε ποιὸν ηὗρα, τώρα, στὸ δρόμο π᾽ ἀνέβαινα… πρὶν σᾶς ἀνταμώσω στὴ βρύση.

― Ποιὸν ηὗρες; εἶπεν ἡ Ἀφέντρα. Τὸν Μπαμπάο, ἢ τὸν Ἀράπη, ἢ τὸν Ἐξαποδῶ;

― Ηὗρα τὸν Ἀλιβάνιστο!

―Ἀλήθεια; γιὰ πές μας.

Ἅμα ἤκουσε τὸ ὄνομα τοῦτο ἡ θεια-Μολώτα, ἔκαμεν ἀκούσιον κίνημα, καὶ μὲ δύο βήματα ἤλλαξε θέσιν εἰς τὸν δρόμον, κ᾽ ἐτάχθη ἐξ ἀριστερῶν τοῦ Σταμάτη, διὰ ν᾽ ἀκούσῃ καλύτερα, ἐπειδὴ ἦτο κωφὴ ἀπὸ τὸ ἓν οὖς. Ὁ νέος διηγήθη ὅτι εἰς τὴν ἄκρην τοῦ βουνοῦ, ὄχι μακρὰν τῆς ἀκτῆς, εἶχε περάσει ἀπὸ τὴν κατοικίαν τοῦ ἀλλοκότου ἐκείνου ἀνθρώπου, ὅστις ἀπὸ τριάκοντα ἐτῶν δὲν εἶχε κατέλθει εἰς τὴν πόλιν, κ᾽ ἐμόναζεν εἰς μίαν καλύβην, ἢ μᾶλλον σπηλιάν, τῆς ὁποίας τὸ στόμιον εἶχε κτίσει μὲ τὰς χεῖράς του. Ἔβοσκεν ὀλίγας αἶγας, καὶ δὲν συνανεστρέφετο κανένα ἄνθρωπον, παρὰ μόνον τὸν Μπαρέκον, τὸν μέγαν αἰγοτρόφον τοῦ βουνοῦ, ὅστις εἶχε κοπάδι ἀπὸ χίλια γίδια. Εἰς αὐτὸν ἔδιδε τὸ ὀλίγον γάλα του, λαμβάνων ὡς ἀντάλλαγμα ὀλίγα παξιμάδια, παστὰ ὀψάρια, καὶ πότε κανὲν τρίχινον φόρεμα ἢ μάλλινον σκέπασμα.

―Ἅμα μὲ εἶδε, εἶπεν ὁ Σταμάτης, ἔκαμε νὰ κρυφτῇ. Ἐγὼ ἔτρεξα κατόπι του, τὸν ἐχαιρέτισα, καί, γιὰ νὰ τὸν φουρκίσω, ἄρχισα νὰ τὸν λιβανίζω μ᾽ αὐτὴν τὴν πετσέτα, ποὺ κουδούνιζαν μέσα οἱ πεταλίδες… Νά, πῶς τοῦ ἔκαμα!

Καὶ ἀποσπάσας τὴν ποδιάν, τὴν περιέχουσαν τὰ θαλασσινὰ εἴδη, ἀπὸ τὴν μέσην του, ἔκαμε πὼς λιβανίζει μ᾽ αὐτὸ τὴν θεια-Μολώτα, ἥτις ἀφῆκεν ἄναρθρον κραυγὴν διαμαρτυρίας.

―Ἔλα! θὰ ἡσυχάσῃς, βρὲ πειρασμέ; ἔκραξεν ὀργίλη ἡ Ἀφέντρα.

*
* *

Εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην, ἅμα ἐνύκτωσεν, εἶχε φθάσει μὲ ὅλον τὸ ἀσκέρι του, γυναῖκα, παιδιὰ καὶ παραγυιούς του, ὁ μεγαλοβοσκὸς Γιάννης ὁ Μπαρέκος, καθὼς κι ὁ Κώστας ὁ Πηλιώτης, ἄλλος τσομπάνος μὲ τὴ φαμίλια* του, κι ὁ Ἀγγελὴς ὁ Πολύχρονος, μὲ ὅλον τὸ ὄρδινό* του. Εἶχαν ἀνάψει μεγάλην φωτιά, κ᾽ ἐκάθισαν εἰς τὸ ὕπαιθρον, παρὰ τὸν βόρειον τοῖχον τοῦ ναΐσκου, καὶ διηγοῦντο παλαιὰ χρονικὰ τοῦ ποιμενικοῦ κόσμου, κ᾽ ἐκοίταζαν τοὺς ἀστερισμοὺς καὶ τὴν Πούλια, πότε θὰ φθάσῃ στὴν μέσην τ᾽ οὐρανοῦ, διὰ νὰ εἶναι μεσάνυχτα, καὶ πότε θὰ φθάσῃ εἰς ἓν δυτικὸν σημεῖον, διὰ νὰ φέξῃ. Κ᾽ ἐπερίμεναν τὸν παπάν, πότε νὰ ἔλθῃ, διὰ νὰ τοὺς κάμῃ Ἀνάστασιν. Ἦτον δὲ μεσάνυχτα ἤδη, καὶ ὁ παπὰς δὲν εἶχεν ἔλθει.

― Καθὼς τ᾽ ὁμολογάει ἡ φλάσκα… ἔλεγεν ὁ Ἀγγελὴς ὁ Πολύχρονος.

― Νὰ τό ᾽ξερε κανείς, νὰ πήγαινε στὴ χώρα, εἶπεν ὁ Κώστας ὁ Πηλιώτης.

―Ὁ παπα-Γαρόφαλος, ἂν θὰ ᾽ρθῇ, θὰ ᾽ρθῇ μὲ τὸ φεγγάρι, παρετήρησεν ὁ Μπαρέκος. Γιὰ κοιτάξτε.

Ἔδειχνεν ὑψηλὰ εἰς τὸ βουνόν, ὅπου αἱ κορυφαὶ τῶν δένδρων εἶχον ἀρχίσει νὰ καταλάμπωνται ἀπὸ τὸ ἀργυροῦν φέγγος. Ἦτο ἤδη περὶ τὸ τελευταῖον τέταρτον.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἔφθασεν ὁ Σταμάτης. Οὗτος πρὸ ὥρας εἶχε γίνει ἄφαντος, χωρὶς κανεὶς νὰ προσέξῃ εἰς τοῦτο. Ὁ νέος εἶχεν ἀναβῆ ὑψηλὰ εἰς τὸ βουνόν, διὰ νὰ κατοπτεύσῃ καὶ ἀκροασθῇ ἂν θὰ ἠκούετο ἢ θὰ ἐφαίνετο πουθενὰ ὁ παπάς.

Ἅμα ἐπέστρεψεν, ἔνευσεν εἰς τὸν Μπαρέκον καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ἐξέλθουν μαζί του ἀπὸ τὸν περίβολον.

― Τί τρέχει;

―Ἐλᾶτε· κάτι φωνὲς ἀκούω. Βάζω στοίχημα!…

Ὁ Μπαρέκος καὶ ὁ Κώστας ὁ Πηλιώτης τὸν ἠκολούθησαν, καὶ ἀπεμακρύνθησαν διακόσια βήματα, κατὰ τὸν ἀνήφορον. Ἐκεῖ ἤκουσαν τῷ ὄντι ἤχους τινὰς νὰ ἀνέρχωνται βαθιὰ ἀπὸ τὸ ρεῦμα κάτω, πρὸς τὸ Δασκαλειὸ καὶ τὸν Ἀσέληνον.

― Τί νὰ εἶναι ;

― Βάζω στοίχημα πὼς ὁ παπα-Γαρόφαλος ἔχασε τὸ δρόμο, εἶπεν ὁ Σταμάτης.

― Τί θέλει ἀποκεῖ, κατὰ τὸν Ἀσέληνο;

― Γνώρισα τὴ φωνή του, εἶπεν ὁ Σταμάτης. Θὰ ἦρθε ἀπὸ τὸν ἄλλον δρόμο, ἀπ᾽ τὰ χωράφια κ᾽ ὕστερα ἔπεσε μέσα στ᾽ ὀρμάνι κ᾽ ἐχάθηκε.

*
* *

Οἱ δύο βοσκοὶ κι ὁ Σταμάτης ὁ Πολύχρονος, ὅστις ἔτρεξε κατόπιν των, ἀνῆλθον τὴν ὀφρὺν τοῦ βουνοῦ καὶ ἀπήντησαν διὰ φωνῶν εἰς τὰς ἠχοὺς τὰς ὁποίας ἤκουον.

―Ἐλᾶτε!… Ἐδῶ εἴμαστε!… ἔκραξε μὲ στεντορείαν φωνὴν ὁ Σταμάτης.

― Μὰ πῶς, δὲν βλέπουν κοτζὰμ φωτιά; εἶπεν ἐν ἀπορίᾳ ὁ Πηλιώτης.

― Θὰ ἔχουν πέσει μέσα σὲ κακοτοπιά, στὸν ἴσκιο τοῦ βουνοῦ, τὸ φεγγάρι δὲν ψήλωσε ἀκόμα.

― Πάω νὰ φέρω τὸ φανάρι! ἔκραξεν ὁ Σταμάτης.

Κ᾽ ἔτρεξε κάτω, εἰς τὸν περίβολον τοῦ Ἁι-Γιαννιοῦ, ὁπόθεν ἐπανῆλθε μετ᾽ ὀλίγον φέρων φανάριον ἀναμμένον. Ὁ Σταμάτης, κρατῶν τοῦτο, ἐπροπορεύθη καὶ οἱ τρεῖς ἄνδρες τὸν ἠκολούθησαν ἐν μέσῳ τοῦ δάσους. Μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ αἱ φωναὶ ἠκούοντο πλησιέστεραι καὶ τέλος ἐφάνη ὁ παπὰς ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν ἀνεψιόν, τὸν βοηθόν του, σύροντα ἀπὸ τὴν τριχιὰν ἕνα γαϊδουράκι, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν φορτωμένα τὰ «ἱερὰ» τοῦ παπᾶ. Ἀλλὰ τελευταία ὅλων ἐφάνη καὶ μία σκιά, ἥτις ἐφαίνετο ἀποφεύγουσα ν᾽ ἀντικρύσῃ τὸ φῶς τοῦ φαναρίου.

― Μπά! ἔκαμε γελῶν ὁ Σταμάτης. Καὶ σιγὰ πρὸς τὸν Μπαρέκον ἐψιθύρισεν:

―Ὁ Ἀλιβάνιστος.

― Μεγάλο θάμα! εἶπεν ὁ Μπαρέκος.

― Πῶς ἔκαμες, βλοημένε κ᾽ ἔχασες τὸν δρόμο; ἠρώτησε τὸν παπὰν ὁ Ἀγγελὴς ὁ Πολύχρονος.

― Μὴ ρωτᾶτε… θέλησα νὰ πάω ἀπ᾽ τὸν ἄλλο δρόμο… ἀπ᾽ τὰ Ρόγγια… εἶπεν ἀσθμαίνων ὁ παπάς· ἤθελα νὰ ἰδῶ τὸ χωράφι… εἶπε νὰ τὸ σπείρῃ, κεῖνος ὁ Ντανάκιας καὶ τ᾽ ἄφησε ἄσπαρτο… κ᾽ ἐγὼ χαμπάρι δὲν εἶχα, τόσοι μῆνες τώρα. Ἂς εἶναι καλὰ ὁ ἄνθρωπος… Εἶχα καὶ δυὸ τρεῖς ἁγιασμοὺς νὰ κάμω κ᾽ ἐνύχτωσα… Καλὰ ποὺ ἔπεσα κοντὰ στὸ καλυβάκι τοῦ μπαρμπα-Κόλια ἐδῶ (δεικνύων τὸν καλούμενον Ἀλιβάνιστον) καὶ μ᾽ ἐβοήθησε νὰ βρῶ τὸ δρόμο!… Ἂς ἔχῃ τὴν εὐχή!

Ὁ παπα-Γαρόφαλος ἐδείκνυεν ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἀπεκάλει μπαρμπα-Κόλιαν, ὅστις ὅμως, ὡς ἀληθὴς σκιὰ εἶχεν ἀρχίσει νὰ γλιστρᾷ ὄπισθεν τῶν δένδρων, καὶ ν᾽ ἀπομακρύνεται.

Ὁ Μπαρέκος, τρέξας, τὸν ἔδραξεν ἰσχυρῶς ἀπὸ τὸν βραχίονα.

― Ποῦ πᾷς, μπαρμπα-Κόλια; εἶπε. Τώρα δὲ σ᾽ ἀφήνουμε… τελείωσε! Φέτος θὰ κάμωμε Ἀνάσταση μαζί!…

Ὁ Σταμάτης, μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ τὰ γέλια, ἄρχισε μὲ τὸ φανάρι τὸ ὁποῖον ἐκράτει, νὰ κάμνῃ κινήματα ὡς νὰ ἐλιβάνιζε, πρὸς τὸ βάθος εἰς τὸ μέρος ὅπου ἵστατο τὸ σύμπλεγμα τοῦ Μπαρέκου καὶ τοῦ μπαρμπα-Κόλια.

Ὁ γέρων ἐφαίνετο ἀληθὴς λυκάνθρωπος. Ἐφόρει εἶδος ράσου, ἀπροσδιορίστου χρώματος, καὶ μαύρην σκούφιαν, εἶχε μακρὰν κόμην μαύρην ἀκόμη, καὶ ψαρά, σγουρὰ γένεια. Ἐδυσανασχέτει διότι τὸν ἐκράτει μὲ τὴν ρωμαλέαν χεῖρά του ὁ Μπαρέκος, ἤθελε νὰ φύγῃ.

―Ἄφ᾽σε με νὰ ζήσῃς! Δὲν μπορῶ!… τί Ἀνάσταση νὰ κάμω ᾽γώ… τί μὲ θέλετ᾽ ἐμένα… Ἐσεῖς κάμετε Ἀνάσταση. Μὲ γειά σας, μὲ χαρά σας!… Πάω στὸ καλύβι μου, ᾽γώ!

Τότε ὁ παπα-Γαρόφαλος ἔλαβε τὸν λόγον:

― Νά ᾽χῃς τὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ, παιδί μου! Ἔλα!… Νὰ πάρῃς εὐλογία!… Νὰ μοσχοβολήσ᾽ ἡ ψυχή σου! Ἔλα ν᾽ ἀπολάψῃς τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μας! Μὴν ἀδικῇς τὸν ἑαυτόν σου! Μὴν κάνῃς τοῦ ἐχτροῦ τὸ θέλημα!… Πάτα τὸν πειρασμό! Ἔλα, Κόλια! Ἔλα, Νικόλαε, ἔλα, Νικόλαε μακάριε! Ὁ ἅγιος Νικόλαος νὰ σὲ φωτίσῃ!

Ὁ μπαρμπα-Κόλιας ἤθελε νὰ ἔλθῃ, ἀλλ᾽ ἐντρέπετο. Ἐπαραξενεύετο πολύ, θὰ ἐπεθύμει νὰ τὸν ἀπῆγον διὰ τῆς βίας.

Ὁ Μπαρέκος, ὡς νὰ εἶχεν εἰσδύσει εἰς τὰ ἐνδόμυχα τῆς ψυχῆς του, ἔκραξε τοὺς δύο ἄλλους βοσκοὺς πλησίον του. Οὗτοι, ἡμιπαίζοντες, ἡμισπουδάζοντες, ἔβαλαν τὰς χεῖράς των εἰς τοὺς βραχίονας καὶ τὰς ὠμοπλάτας τοῦ Κόλια. Ἐν πομπῇ καὶ παρατάξει τὸν ἀπήγαγον, κάτω νεύοντα, ἐπιθυμοῦντα ν᾽ ἀκολουθήσῃ, καὶ τείνοντα ν᾽ ἀποσκιρτήσῃ.

Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸν Ἁι-Γιάννην, παράδοξον πρᾶγμα συνέβη. Ἡ θεια-Μολώτα, καθὼς ἐκάθητο ἔξωθεν τοῦ ναοῦ, ἅμα εἶδε τὸν Κόλιαν, ἐταράχθη νευρικῶς, ἐστράφη πρὸς τὸν τοῖχον τοῦ ναοῦ. Ἡ Ἀφέντρα, ἥτις ἦτον στὸ πλάγι της, τὴν εἶδε, κ᾽ ἐνόησεν ὅτι κάτι συνέβαινε.

― Τί ἔχεις, θεια-Μολώτα;

Ἡ γραῖα τῆς ἔνευσε νὰ σιωπήσῃ. Ἐν τοσούτῳ, ἀφοῦ ἡ συνοδία ἐπροχώρησεν εἰς τὸ κέντρον τοῦ περιβόλου, ἡ Μολώτα ἔρριψε πλάγιον βλέμμα πρὸς τὸ σύμπλεγμα τῶν ἀνδρῶν, κ᾽ ἐκατέβασε χαμηλὰ τὴν μαύρην μανδήλαν της, ἔκρυψε τὰ ὀφρύδια, τοὺς κροτάφους, καὶ μὲ τὰ τσουλούφια τῆς κόμης της, καὶ μὲ τὰ κλώνια τῆς μανδήλας, ἐκάλυψε τὸ κατωσάγονον καὶ τὰ μάγουλα.

Ἡ Ἀφέντρα τὴν ἐκοίταζε μὲ ἄπληστον περιέργειαν.

― Τί ἔπαθες, θεια-Μολώτα; ἠρώτησε καὶ πάλιν.

― Σώπα, σ᾽ λένε! ἐψιθύρισεν ἡ Μολώτα.

Εὐθὺς τότε ὁ παπὰς εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, τὸν ὁποῖον ὁ Σταμάτης, ἀπὸ τὴν ἡμέραν, πρὶν νὰ πάγῃ ἀκόμα διὰ πεταλίδας καὶ καβούρια, εἶχε στολίσει μὲ δάφνας καὶ μυρσίνας, καὶ ὅστις ἤστραπτεν ἀπὸ κοσμιότητα καὶ καθαριότητα. Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν Εὐλογητόν, καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἀνεψιόν του ἄρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ «Κύματι θαλάσσης». Ἡ Ἀφέντρα, ἡ Φωλιώ, κ᾽ αἱ γυναῖκες καὶ τὰ θυγάτρια τῶν ποιμένων, εἰσῆλθον εἰς τὸν ναόν, κ᾽ ἐκόλλησαν πολλὰ κηρία εἰς τὰ μανουάλια.

Ἡ Μολώτα ἔμενε παραπίσω. Ἤθελε νὰ ἰδῇ ἂν ὁ μπαρμπα-Κόλιας, ὁ Ἀλιβάνιστος, θὰ εἰσήρχετο εἰς τὸν ναὸν ἢ ὄχι. Ὁ Κόλιας καταρχὰς ἐπέμενε νὰ μένῃ ἔξω, ἐπὶ προφάσει ὅτι θὰ ἐβοήθει τοὺς δύο παραγυιοὺς τοῦ Μπαρέκου εἰς τὸ σούβλισμα καὶ ψήσιμον τῶν ἀρνίων διὰ τὰ ὁποῖα ἑτοίμαζαν μεγάλην φωτιάν. Ὁ Μπαρέκος ὅμως ἐφοβήθη μήπως «τὸ στρίψῃ» καὶ τὸν ἐβίασε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν ναὸν μαζί του, λέγων ὅτι «ὁ μουσαφίρης δὲν κάνει ᾽πηρεσία».

Τότε ἡ Μολώτα ἔμεινεν ἀπ᾽ ἔξω, μισοκρυμμένη εἰς τὸν παραστάτην τῆς θύρας τοῦ ναοῦ καὶ κοιτάζουσα λαθραίως μέσα. Ὅταν ἐβγῆκαν ὅλοι λαμπαδηφοροῦντες εἰς τὸ ὕπαιθρον, διὰ νὰ κάμουν Ἀνάστασιν, αὕτη ἀπελθοῦσα ἐκρύβη εἰς τὴν βορειανατολικὴν γωνίαν, σιμὰ εἰς τὴν θυρίδα τῆς Προσκομιδῆς. Ἐκεῖθεν ἤκουσε κι αὐτὴ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη».

Ὅταν τὸ πλῆθος εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὸν ναόν, μὲ τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα», τὸ γοργὸν ἐμβατήριον, ἡ Ἀφέντρα τῆς Σταματηρίζαινας ἔμεινε παραπίσω καὶ ἦλθε πλησίον τῆς Μολώτας.

― Γιατί δὲν ἔρχεσαι μὲς στὴν ἐκκλησιά; τῆς εἶπε· λεχώνα εἶσαι;

― Σῦλε, πιδί μ᾽, ἀκούσῃς καλὸ λόγο*, τῆς εἶπεν ἡ Μολώτα. Ἄφ᾽σ᾽ ἐμένα.

― Μὰ τί ἔχεις;

― Τίποτα.

Ἐπέμεινε:

― Θὰ μοῦ πῇς τί ἔχεις;

Ἡ γραῖα ἀνένευσε καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπ᾽ αὐτῆς. Ἡ Ἀφέντρα ἠναγκάσθη ν᾽ ἀπέλθῃ. Μετ᾽ ὀλίγην ὅμως ὥραν, ὅταν ἄρχισεν ὁ Ἀσπασμός, ἡ Μολώτα ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ κ᾽ ἔνευσεν εἰς τὴν Ἀφέντραν νὰ ἐξέλθῃ. Τὴν ἔφερεν εἰς τὴν ἰδίαν καὶ πρὶν θέσιν, ἀριστερόθεν τοῦ ναοῦ.

― Τώλα, ἐγὼ πῶς θὰ μεταλάβου; τῆς λέγει.

― Γιατί; τί τρέχει;

― Τώλα, δὲ φιλοῦν Βγαγγέλιο κι Ἀνάσταση;

― Ναί.

― Πῶς νὰ πάω ᾽γὼ ν᾽ ἀνισπαστῶ;

― Πῶς θὰ πᾷς; Μὲ τὰ ποδάρια σ᾽, εἶπεν ἡ Ἀφέντρα.

― Εἶδες κεῖνον ἄθλωπο;

― Ποιόν;

― Κόλια;

― Τὸν Ἀλιβάνιστο; Ἔ, τί;

Ἡ Μολώτα ἔκυψεν, ἐταπείνωσε τὴν φωνὴν καὶ εἶπε:

― Σὰν ἤμουν ἐγὼ μικλὸ κολίτσι, αὐτὸς μ᾽ ἤθελε γυναῖκα. Πλὶν ἀλλωστήσω, κὶ πιαστῇ φωνή μου, μ᾽ ηὗλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενὸ σοκάκι, μ᾽ ἐ… (ἔκυψεν εἰς τὸ οὖς τῆς Ἀφέντρας, κ᾽ ἐψιθύρισε μὲ φωνὴν μόλις ἀκουομένην)· μ᾽ ἐφίλησε…

Ἡ Ἀφέντρα ἔπνιξε βαθύν, ἀργυρόηχον γέλωτα. Ἡ γραῖα ἐπανέλαβε:

― Πατέλας δὲν τὸν ἤθελε γαμπλό. Πῆλα ἄλλον. Χήλεψα. Αὐτός, εἶπαν, πῆλε καημό, πῆγε βουνά, ἀγλίεψε, δὲν πάτησ᾽ ἐκκλησιά… Ἐγὼ ἔχω τὸ κλῖμα (τὸ κρῖμα);

Ἡ Ἀφέντρα ἐνόησεν ἀμέσως τὴν ἁπλοϊκὴν εὐσυνειδησίαν τῆς γραίας.

―Ἔ, καλά, εἶπε, νὰ ποὺ τὸν ηὗρες τώρα, στὴν Ἀνάσταση. Ὥρα τοῦ Ἀσπασμοῦ, τῆς ἀγάπης εἶναι. Νὰ σχωρεθῇς, νὰ τὸ πῇς τοῦ παπᾶ καὶ θὰ σ᾽ ἀφήσῃ νὰ μεταλάβῃς.

*
* *

Ἡ Μολώτα ἠκολούθησε κατὰ γράμμα τὴν συμβουλὴν τῆς Ἀφέντρας. Εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, ἠσπάσθη τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἀνάστασιν, εἶτα ἐζήτησε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Κόλιαν. Ἀκολούθως, τὴν ὥραν τοῦ Κοινωνικοῦ, ἐπλησίασε μαζὶ μὲ τὰς ἄλλας γυναῖκας εἰς τὴν βορείαν πύλην τοῦ ἱεροῦ, ὅπου ὁ ἱερεὺς ἀνέγνωσεν ἐπὶ τῶν κεφαλῶν των τὴν συγχωρητικὴν εὐχήν, ἐνῷ ὁ μικρὸς ψάλτης ἐμινύριζε τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε».

Μετὰ τὴν Ἀπόλυσιν, ἅμα οἱ ἄνδρες ἐξῆλθον, ὁ Σταμάτης συναντήσας τὸν Κόλιαν τὸν ἐχαιρέτισε:

― Χριστὸς ἀνέστη, μπαρμπα-Κόλια! Καλὴ ὥρα ἦτον ποὺ σ᾽ ηὗρα χτές.

Καὶ ὁ γέρων ἐρημίτης ἀπήντησεν:

―Ἀληθῶς ἀνέστη, βρέ! Δὲν εἶμαι ἀλιβάνιστος!